ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟΙ ΛΑΪΚΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟΙ ΛΑΪΚΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΝΤΟΜΠΡΙ ΑΠΟ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΕΓΙΝΕ ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ!


Ο παππούς Ντόμπρι 13.2.2018 (†).
Από σωματοφύλακας του βασιλιά έγινε ζητιάνος για τον Θεό!

Με το ένα χέρι κρατούσε το πλαστικό ποτήρι και με το άλλο μοίραζε εικονίτσες. Ευεργετούσε τους φτωχούς, και ηθελημένα παρέμενε φτωχότερός τους. Ο σύγχρονος σαλός άγιος της Βουλγαρίας
Η φύση μας, όπως λένε οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και αργότερα ο μέγας Βασίλειος, είναι φτιαγμένη ν’ αγαπάει. Ο Πατήρ Βασίλειος Γοντικάκης αναφέρει πως “Όταν φτάσει κανείς σ’ αυτό το σημείο, ν’ αγαπά, όχι συναισθηματικά αλλά να νιώθει αυτό που διδάσκει η Θεία Λειτουργία, ότι δηλαδή ο άλλος είναι ο εαυτός μου, τότε παραχωρεί την ύπαρξή του στον άλλον.” Βέβαια στην πράξη όλα δυσκολεύουν. Παρόλα αυτά εμφανίζονται κατά καιρούς υπάρξεις που καταργούν την ατομικότητά τους χωρίς να φοβούνται ότι θα καταστραφούν. Ένας τέτοιος ήταν και ο παππούς Ντόμπρι, όπως όλοι τον αποκαλούσαν. Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1914 στο χωριό Μπαϊλόβο στην Βουλγαρία και μεγάλωσε με πολλές δυσκολίες, ορφανός από πατέρα.Ήταν μια φιγούρα σαν βγαλμένη από την Βίβλο που το πλάνο της ζωής του είχε προορισμό να ζει για τους άλλους.Ο κόσμος σήμερα φλερτάρει καθημερινά με το απαράδεκτο μανιφέστο “Ο θάνατός σου η ζωή μου”. Η Εκκλησία όμως έχει την Κεφαλή της να επαναστατεί κάνοντας πράξη το “Ο Θάνατός μου η ζωή σου”.
Ο Ντόμπρι, ή Δημητρόφ Ντομπρέβ, είχε μια μοναδική διαδρομή κατά τη διάρκεια της οποίας, ότι κι αν έκανε δεν ξεχνούσε ότι ανήκει στον Χριστό: Νεαρός διετέλεσε σωματοφύλακας του βασιλιά των Βουλγάρων Μπόρις Γ΄ και της οικογένειάς του. Στα 1940 παντρεύτηκε και απέκτησε στην πορεία τέσσερα παιδιά. Η θέση του ήταν αξιοζήλευτη και ηρωική στα μάτια των συμπατριωτών του, καθώς ο ηγεμόνας αποδείχθηκε από τους πιο αγαπητούς της χώρας μέχρι σήμερα. Ο Δημητρόφ ήταν έτοιμος και εκπαιδευμένος να θυσιαστεί για τον αρχηγό του κράτους του, αν προέκυπτε ανάγκη. Και ακριβώς πάνω σε αυτή την θυσιαστική του θητεία ήρθε η ανατροπή. Μια από αυτές που θα μπορούσαν να γίνουν έμπνευση για κινηματογραφική ταινία.

Θεία παρέμβαση

Κατά τη διάρκεια του β΄παγκοσμίου πολέμου, μια βόμβα που στόχευε τον Βούλγαρο μονάρχη εξερράγη κοντά τους και ο «πρωταγωνιστής» σώθηκε. Από εκείνη τη στιγμή η αντίληψή του για τον κόσμο γύρω του, άλλαξε δραματικά. Πεπεισμένος ότι ήταν η Θεία παρέμβαση που τον γλίτωσε από το θάνατο, αποφάσισε να αφιερώσει όση ζωή του απέμεινε στον Θεό. Αυτό το διάστημα θα αποδεικνυόταν πολύ μεγάλο. Θα πέθαινε στα 103 του. Εντωμεταξύ από αγάπη ξεκινά να κρύβει κατ’ εντολή της Εκκλησίας της χώρας του μαζί με πολλούς χριστιανούς τους Εβραίους από τους Ναζί. Έζησε τον θάνατο της γυναίκας και των δύο από τα τέσσερα παιδιά του, χωρίς ο προσωπικός του πόνος να τον εμποδίσει να βοηθά τους ζωντανούς.. Μετά το τέλος του πολέμου, με την κυριαρχία του κομμουνισμού στην χώρα του,εκείνος αποφασίζει ν’ αποφύγει τις μεγάλες πόλεις και εργάστηκε στις κομμούνες σ’ ένα χωριό σαν βοσκός. Αγνοώντας τις αυστηρές απαγορεύσεις, επισκεπτόταν μυστικά τόπους προσκυνήματος στα βουνά για να προσευχηθεί.

Απ’ ό,τι μάζευε ως επαίτης δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του

Ωστόσο οι μεγαλύτερες ανατροπές συμβαίνουν για να ξαφνιάσουν την ασφαλή μονοτονία μας. Αυτός, που ήταν ένα ίνδαλμα στο παρελθόν, ένας ήρωας που ζούσε δίπλα στον βασιλιά, σε αξίωμα που το ζήλευε όλος ο λαός, καταλήγει με την θέλησή του στο κατώτερο κοινωνικό επίπεδο. Ωστόσο δεν σταματά εκεί. Για τον αληθινά ταπεινό, δεν υπάρχει όριο. Η αγάπη καταργεί την λογική και ο Ντόμπρι γίνεται επαίτης. Παντρεύεται την φτώχεια του και ξεκινά να ζητιανεύει για όλη την υπόλοιπη ζωή του από τον θρόνο των επαιτών: Μάζευε χρήματα από τον κόσμο στο δρόμο και τα έδινε στο Θεό. Δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Ο ίδιος μάλιστα είχε πει πως «μετά από μερικά χρόνια, όλοι θα καταλάβουν την σημασία αυτής της πράξης».
Περνώντας τα χρόνια, απομονωνόταν ολοένα και περισσότερο από τις υλικές διαστάσεις της ζωής, αφιερώνοντας τον εαυτό του αποκλειστικά στην πνευματική ζωή. Έλεγε «Τα νιάτα και τα χρήματα φεύγουν, οι φιλίες δεν είναι σίγουρες, η ομορφιά κρατάει για λίγα χρόνια, η έπαρση στη ζωή είναι μικρής διάρκειας, αλλά μας αποκαλύπτουν που κρύβεται η αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ο ίδιος ο Θεός».

Ο ναός που έγινε στέκι του στη Σόφια
η σύνταξη των 80 ευρώ (!) και η μεγάλη δωρεά του στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Εάν κάποιος ήθελε να βρει τον Ντόμπρι δεν ήταν δύσκολο. Το στέκι του βρισκόταν μπροστά από την μεγαλύτερη Ορθόδοξη Εκκλησία στα Βαλκάνια, τον καθεδρικό ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι στη Σόφια της Βουλγαρίας. Με το ένα χέρι του κρατούσε το αιώνιο πλαστικό του ποτήρι ζητώντας ελεημοσύνη και με το άλλο μοίραζε εικονίτσες στους περαστικούς και τους προσκυνητές. Συγκινούσε μεταδίδοντας μαζί με τα εικονάκια και την αγάπη του. Ευχόταν στους συμπολίτες του να έχουν υγεία και τους παρακινούσε να δοξάζουν το Θεό. Η επιλογή του να είναι ντυμένος σαν χωριάτης χωρίς επιτήδευση, είχε το κοινωνικό παράδοξο να πετυχαίνει να ξεχνούν οι άνθρωποι την ατημέλητη όψη του. Προφανώς γιατί μαζί με την προσευχητική του διάσταση, ο καθένας θα μπορούσε να εμπιστευτεί μια φιγούρα που έμοιαζε να έχει βγει από τις σελίδες του Τσέχωφ ή του Τολστόϊ. Κάποιοι φιλεύσπλαχνοι του έδιναν ψωμί αλλά και πολλοί έλεγαν πως τα έχει χαμένα. Δεν θιγόταν. Ήταν πεπεισμένος ότι «όσοι αγαπούν το Θεό, αγαπούν και μένα». «Αυτό που κάνω είναι ελεημοσύνη, όχι επαιτεία». Κοιμόταν στο πάτωμα του φτωχικού του σπιτιού και δεν τον απασχολούσε να ακούει τα νέα και τις ειδήσεις.

Τα δώρισε όλα

Τα χρόνια περνούσαν και ο Ντόμπρι γερνούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι παρατηρώντας τον πίστευαν πως είναι ένας συνηθισμένος γερο-ζητιάνος. Τον ξεχώριζε κανείς από απόσταση από τα ολόλευκα μακριά μαλλιά και γένια του, αλλά και την τρυφερή του όψη. Όσοι τον γνώριζαν καλά τον εκτιμούσαν και του φιλούσαν το χέρι ως ένδειξη σεβασμού δείχνοντας την αγάπη τους. Εξακολουθούσε να τριγυρνά ατημέλητος, πάντα φορώντας το μαύρο κουρελιασμένο παλτό του και τα σκισμένα παπούτσια του. Η σύνταξή του ήταν περίπου 80€ και πάντα ευχαριστούσε το Θεό που τον συντηρεί. Όταν ρωτήθηκε, απάντησε πως στις καλές μέρες μάζευε περίπου 150€ μέχρι που επέστρεφε και φρόντιζε τον κήπο του.
Περίπου το έτος 2000, δωρίζει όλα τα υπάρχοντά του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και εγκαθίσταται στο χωριό που γεννήθηκε, στο Μπαϊλόβο σε μια μικρή και ταπεινή προσθήκη στο ναό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Ήταν αξιοθαύμαστος ο ρακένδυτος Ντόμπρι, με τα ευγενικά γαλάζια μάτια, που εξακολουθούσε και στα βαθιά του γεράματα να διασχίζει, όπως όταν ήταν νέος από το χωριό Μπαϊλόβο, μέχρι την πρωτεύουσα Σόφια, είκοσι χιλιόμετρα, χειμώνα-καλοκαίρι. Ούτε το απόλυτο ψύχος δεν μπορούσε να τον σταματήσει να ολοκληρώσει τη συγκεκριμένη διαδρομή. Κάθε μέρα. Μη σταματώντας ποτέ να συλλέγει χρήματα για την ανακαίνιση των εκκλησιών και των μοναστηριών και βοηθούσε τα ορφανοτροφεία σε όλη τη Βουλγαρία. Ένας χρυσοθήρας της αγάπης που, για όσους είχαν μάτια ανοικτά, έδειχνε με τη ζωή του ποια είναι πραγματικά η χριστιανική ζωή. Ήταν πάμπτωχος, αλλά έλαμπε.

Αυτός ο γέροντας επαίτης μέχρι το τέλος της ζωής του κατάφερε να προσφέρει τη μεγαλύτερη δωρεά στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας μετά τον Τσάρο.
Σήμερα ο παππούς Ντόμπρι αναγνωρίζεται στην χώρα ως άγιος, καθώς όπως υπολογίζεται, είχε καταφέρει να δωρίσει 25.000 λέβα στο μοναστήρι «Ελεσνίσκι» και στην εκκλησία του oρεινού χωριού Γκόρνο Καμάρτσι, 11.000 λέβα στην εκκλησία του χωριού του Αγίων Κυρίλλου και Μεδοθίου και 37.500 λέβα στον καθεδρικό ναό Αλεξάνδρου Νιέφσκι της Σόφιας, καθώς και για ορφανοτροφεία. Όλες αυτές οι δωρεές ανέρχονται συνολικά στα 40.000 ευρώ.
Όσοι θυμούνται αναφέρουν ότι οι άνθρωποι τον έβλεπαν με ιλαρό πρόσωπο να προσεύχεται στις εικόνες των εκκλησιών της πρωτεύουσας, κρατώντας αναμμένο κερί και κάνοντας μετάνοιες, ενώ αναφερόταν σε μια παλιά αμαρτία του, την οποία δεν αποκάλυπτε. Το πιθανότερο ήταν να ταπείνωνε με την ανακοίνωση αυτή τον εαυτό του. Αυτή τη τακτική της αυτοσυκοφαντίας την συναντούμε συχνά στους ασκητές της ταπείνωσης. Επέμενε να υποστηρίζει πως υπέφερε από αυτό το “πνευματικό χρέος” και είχε να ξεχρεώσει αυτό που είχε διαπράξει στο παρελθόν και τον έκανε να υποφέρει, ζητώντας νυχθημερόν συγχώρεση από τον Θεό.

Σε λαϊκό προσκύνημα

Εκοιμήθη στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Κρεμικόβτσι, βορειοανατολικά της Σόφιας, μια Τρίτη στις 13 Φεβρουαρίου του 2018.
Το σώμα του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στον ιερό ναό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Στην κηδεία του μαζεύτηκε πλήθος λαού, πολλοί κληρικοί και Επίσκοποι και ο Πατριάρχης Νεόφυτος.
Υπάρχουν πολλές αναφορές ότι κατά την κηδεία συνέβησαν θαύματα θεραπείας από ασθένειες. Τέσσερις βαριά ασθενείς μαρτυρούν ότι ανακουφίστηκαν και θεραπεύθηκαν αμέσως μόλις ενταφιάστηκε. Ο τάφος αποφασίστηκε να ασφαλιστεί με τσιμέντο για να μην υπάρξουν επεμβάσεις, αφού είναι πεποίθηση πολλών ότι η Εκκλησία θα τον κατατάξει στο χορό των Αγίων της.
Σε μια εποχή όπου η διαφθορά αποτελεί επιδημία, μικροί και μεγάλοι τιμούν την χωρίς αντάλλαγμα προσφορά του. Ακόμη και κάποιοι καλλιτέχνες του δρόμου τον ζωγραφίζουν, αφού ένα έργο γκράφιτι με το πρόσωπό του και το κερί που προσευχόταν στολίζει τον τοίχο μιας εξαόροφης πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης, μνημείο στην ανιδιοτέλεια.

* * * *
Ντόμπρι στα Βουλγάρικα σημαίνει καλός. Ο Παππούς Ντόμπρι ευεργετούσε τους φτωχούς, αν και ηθελημένα παρέμενε φτωχότερός τους.Του ήταν αδιάφορο να τον θυμούνται ως μεγάλο ευεργέτη. Ο Ντόμπρι ήταν φύση καλή και μάλιστα “Καλή λίαν”.

Ευχαριστώ τον καλό φίλο Κ. Καρατζογιάννη για την βοήθεια στην έρευνα από αγγλικές και βουλγαρικές πηγές καθώς δεν υπήρχαν επαρκείς ελληνικές αναφορές.
Κατατζογιάννης Κωνσταντίνος, Σοφία Χατζή

Πηγή: ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 18.12.2019

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΦΑΝΟΥ ΣΥΜΕΩΝ

Η ιστορία του ορφανού Συμεών 

Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στο Πειραιά σε μια  παραγκούλα και εκεί  μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στο λιμάνι. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας. Είχε την μακάρια απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη. Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε, έκανε δυό παιδιά και μετακόμισε με την οικογένειά του στη Νίκαια.

Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλει το ψωμάκι του. Περνούσε όμως κάθε μέρα, το πρωί, από το ναό του αγίου Σπυρίδωνος, έμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στο τέμπλο, έβγαζε το καπελάκι του και έλεγε: «Καλημέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Βοήθησέ με να βγάλω το ψωμάκι μου». 

Το βράδυ που τελείωνε τη δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε:

«Καλησπέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα». Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών. Περίπου το έτος 1950 όλα τα μέλη της οικογενείας του αρρώστησαν από φυματίωση και κοιμήθηκαν εν Κυρίω. Έμεινε ολομόναχος ο Συμεών και συνέχισε αγόγγυστα τη δουλειά του αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον άγιο Σπυρίδωνα να  καλημερίζει και να καλησπερίζει τον Χριστό, ζητώντας τη βοήθεια Του και ευχαριστώντας Τον. 

Όταν γέρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε περίπου για ένα μήνα. Μια προϊσταμένη από την Πάτρα τον ρώτησε κάποτε:

-Παππού, τόσες μέρες εδώ μέσα δεν ήρθε κανείς να σε δει.  Δεν έχεις κανένα δικό σου στον κόσμο; -Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωί και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί. –Και τί σου λέει, παππού; «Καλησπέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή». Η Προϊσταμένη παραξενεύτηκε και κάλεσε τον Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, να έρθει να δει τον Συμεών μήπως πλανήθηκε. Ο π. Χριστόδουλος τον επισκέφθηκε, του έπιασε κουβέντα, του έκανε την ερώτηση της Προϊσταμένης και ο Συμεών του έδωσε την ίδια απάντηση. Τις ίδιες ώρες πρωί και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στο ναό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών. 

Τον ρώτησε ο Πνευματικός:

-Μήπως είναι φαντασία σου; – Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι.

-Ήρθε και σήμερα; – Ήρθε. –Και τί σου είπε; -Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή, σε τρείς ημέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωί-πρωί. 

Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για τη ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωί-πρωί πάλι πήγε να δει τον Συμεών και να διαπιστώσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση ότι θα πεθάνει. Πράγματι εκεί που κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ήρθε ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου… 

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής 2008).

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ

Υπήρξαν, αλλά καί υπάρχουν, κρυμμένοι σαλοί καί στήν εποχή μας. Ένας από αυτούς υπήρξε καί ο Χαραλάμπης από τήν Καλαμάτα… 

Σε όλα τα μέρη της γης, τόσο παλαιότερα όσο και σήμερα, υπήρχαν ή υπάρχουν κάποιοι χαρακτηριστικοί τύποι ανθρώπων. Χαρακτηριστικοί ως προς την εμφάνισή τους, τον τρόπο ζωής τους, τη συμπεριφορά τους κ.λ.π. Αρκετοί τέτοιοι τύποι έζησαν στην Καλαμάτα. Ένας από τους πιο γνωστούς και συμπαθητικούς ήταν ο Χαραλάμπης. 

Χαράλαμπος Παπαδόγιαννης ήταν το όνομά του, γιος παπά γεννημένος στο Δυρράχι Αρκαδίας γύρω στο 1885. Είχε σπουδάσει Θεολογία στο Πανεπιστήμιο και γνώριζε ξένες γλώσσες. 

Για πενήντα περίπου χρόνια περιφερόταν στην Καλαμάτα και στη περιοχή της Μεσσηνιακής Μάνης, ξυπόλυτος, με κουρελιασμένα ρούχα και με χαρακτηριστική ευγένεια κήρυττε σύμφωνα με το Παλαιό Ημερολόγιο. 

Πολλά άτομα, κυρίως παιδιά φωτογραφίζονταν μαζί του. Ο ίδιος μάλιστα, παρότρυνε τους φωτογράφους να τον φωτογραφίζουν, λέγοντάς τους ότι θα έβγαζαν αρκετά χρήματα. 

Φωτογραφίες του όμως ποτέ δεν δέχτηκε να πάρει από φωτογράφους, που συνήθως τις είχαν στην προθήκη των φωτογραφικών τους μηχανών. Αρκετοί ζωγράφοι έκαναν το πορτραίτο του και δημοσιογράφοι έγραψαν για τον Χαραλάμπη σε περιοδικά και εφημερίδες της Μεσσηνίας. 

Ο Χαραλάμπης που με απέραντη συμπάθεια και γλυκιά νοσταλγία έρχεται πάντα στη μνήμη όσων τον γνώρισαν, έφυγε από τη ζωή από φυσικό θάνατο το 1974 σε ηλικία 89 χρονών και ετάφη στο νεκροταφείο του Μοναστηρίου των Παλαιοημερολογιτών (Παναγουλάκη). 

( Από τη περιοδική έκδοση με τίτλο «Ο ΠΥΡΓΟΣ ΛΕΥΚΤΡΟΥ», του Συλλόγου Πυργιανών Μεσσηνιακής Μάνης «Ο Άγιος Γεώργιος», Απρίλιος-Μάιος – Ιούνιος, έτος Η, αρ.φ. 21.)

ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ…

«…Θα ‘έρθει καιρός, πού θα δεις τα σκυλιά δεμένα με τα λουκάνικα. Ηθική δε θα υπάρχει! Αγάπη δε θα υπάρχει! Εμπιστοσύνη πουθενά δε θα υπάρχει! Ό κόσμος θα πέσει σε μεγάλη ανηθικότητα, χωρίς ούτε συγγενικά όρια… 

— Και ποιός θα κρατάει Ορθοδοξία μπάρμπα-Χαραλάμπη;
— Βλέπεις αυτό το βουνό και δίπλα το άλλο; Θα μείνει μια γιδούλα στο ένα και μια στο άλλο, και θα χτυπάει το κουδουνάκι της τσίν, τσίν, τσίν. Τόσοι θα μείνουτε, πολύ λίγοι…
 


Θαυμαστά γεγονότα διηγείται ή Ουρανία Κωνσταντοπούλου, 70 ετών, από το Λατζωνάτο Τριφυλλίας, κάτοικος Καλαμάτας:

«…Τον Χαραλάμπη τον θυμάμαι από τότε πού ήμουν κοριτσάκι του Δημοτικού σχολείου. Ερχόταν στο χωριό μου και άναβε όλα τα καντήλια των εκκλησιών. Είχε ξανθά, μακριά μαλλιά, φορούσε παντελόνι και πουκάμισο με γιλέκο.
Δίδασκε τους συγχωριανούς μου και θυμάμαι, πού τους έλεγε:

-Γυρίστε με το Παλαιό, το Παλαιό είναι το Ορθόδοξο Εορτολόγιο.
Αργότερα παντρεύτηκα και έφυγα από το χωριό μου. Στην Καλαμάτα, στο σπίτι πού έμενα, ερχόταν πολύ συχνά και, επειδή είχα πολλά παιδιά και ήμουν σέ πολύ φτώχεια, μου έφερνε χρήματα, τυριά, ψωμιά, λαχανικά, φρούτα και οτιδήποτε άλλο μπορείτε να φανταστείτε σε τρόφιμα.

Μια φορά ήρθε στο σπίτι μου, έφερε δύο φανάρια, καντηλήθρες και λάδι, τα έδωσε στον άντρα μου και του είπε:
-Αντώνη, όταν πάς στο χωριό σου, στο Σελά, να πάς στο μοναστήρι του Άγιου Μηνά και να ανάψεις αυτά τα δύο φανάρια.
Κάποιες φορές, μαζί με τον άντρα μου, έπαιρναν το γαϊδούρι, πήγαιναν στα περιβόλια, το φόρτωναν πορτοκάλια, λεμόνια, λαχανικά και τα πήγαιναν στον Προφήτη Ηλία, στους φυματικούς. Ένα μεσημέρι ήλθε στο σπίτι και μου είπε: 

-Ό άντρας σου που είναι; Μαγειρέψατε; 

-Μπάρμπα-Χαραλάμπη, δεν έχουμε τι να μαγειρέψουμε και ο άντρας μου λείπει. 

-Έχεις κατσαρόλα και κρεμμύδι; Φέρτα εδώ. 

Του έδωσα την κατσαρόλα, έκοψε το κρεμμύδι, έριξε λάδι, καθάρισε ένα πολύ μικρό κουνουπιδάκι, έριξε αλάτι, ένα κατσαρολάκι νερό, το έβαλε στη φωτιά και μου είπε:
-Ας’ το να βράσει. 

Έβρασε το κουνουπίδι, γέμισε ή κατσαρόλα, φάγαμε τα έξη παιδιά μου, ο Χαραλάμπης, εγώ, και έμεινε και για τον άντρα μου. Θυμάμαι καλά αυτό το περιστατικό, γιατί μου είχε κάνει από τότε μεγάλη εντύπωση. Και αναρωτιόμουνα το πώς μ’ αυτό το μικρό κουνουπιδάκι γέμισε ή κατσαρόλα και φάγαμε τόσα άτομα. Ή δε νοστιμιά του ήταν απερίγραπτη.

Είχα έξη κορίτσια, ήθελα αγόρι, στεναχωριόμουνα και έκανα προσευχή στην Παναγία να μου δώσει αγόρι. Έμεινα έγκυος και την προηγούμενη μέρα από τη γέννα πέρασε ο Χαραλάμπης από το σπίτι μου, αλλά, επειδή εγώ είχα πάει να φέρω νερό, δεν με βρήκε. Είδε τις μικρές κόρες μου και τους είπε:

-Πείτε στη μάννα σας ότι, αυτό πού ζήτησε, θα της το δώσει ο Θεός σε λίγες ώρες.
Πράγματι, την άλλη μέρα γέννησα το γιο μου τον Ευστάθιο. Μετά αναρωτιόμαστε με τον άντρα μου πώς ο Χαραλάμπης ήξερε την ήμερα πού θα γένναγα και ότι το παιδί θα ήταν αγόρι!

Κάποια φορά κάναμε αγρυπνία στο μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Έκανε πολύ κρύο και χιόνιζε. Ό Χαραλάμπης κάποια στιγμή έφυγε από την αγρυπνία και βγήκε έξω. Όταν τελείωσε ή αγρυπνία και βγήκαμε από την εκκλησία, τον είδαμε ξαπλωμένο κατά γης· κοιμόταν πολύ βαθιά και επάνω του ήταν ένα παχύ στρώμα από χιόνι. Όλοι οι Χριστιανοί τον λυπηθήκαμε και τον ξυπνήσαμε- αυτός, θυμάμαι, μας είπε το έξης θαυμαστό:

-Αχ… τι μου κάνατε… Ήμουνα παρέα με τους αγγέλους!

Πήγαν κάποιοι στην ηγουμένη Καλλίνικη και της είπαν ότι ο Χαραλάμπης δεν είναι καλός άνθρωπος, γιατί δέχεται και του ρίχνουν νερό τα κορίτσια και λούζεται, και γιατί χορεύει στα πανηγύρια. Όταν πήγε ο Χαραλάμπης στο μοναστήρι, ή ηγουμένη τον μάλωσε και του είπε να μην ξαναπατήσει στο μοναστήρι. Ό Χαραλάμπης, αφού την άκουσε με προσοχή, μετά από λίγο της είπε:

-Κάνω τον Ανδρέα το σαλό. Μου χρειάζεται ταπείνωση, γι’ αυτό κάθομαι να με χλευάζουν. τι θέλεις; Να φορέσω κουστούμι και γραβάτα και να κάνω τον κύριο;
Ή ηγουμένη Καλλίνικη, όταν άκουσε αυτά, του ζήτησε συγχώρεση και του έβαλε μετάνοια.
Στην κορυφή του Ταΰγετου είναι ένα εκκλησάκι Προφήτης Ηλίας· θυμάμαι κάποτε μου είχε πει:

-Με πήρε σύννεφο, με πήγε στο εκκλησάκι και άναψα τα καντήλια, ούτε κατάλαβα πώς πήγα… Την εποχή της κατοχής πήγαινε προς τον Αλμυρό και στο χέρι του κρατούσε το φαναράκι του. 

Οι Γερμανοί, όταν τον είδαν του φώναξαν «»Αλτ… «Αλτ… «Αλτ…», αλλά αυτός συνέχιζε το βάδισμα· του έριξαν πολλές σφαίρες και θυμάμαι μου είπε:

-Γέμισε το σακάκι μου, αλλά δεν με πήρε καμία… Οι Γερμανοί τον πλησίασαν, τον σταμάτησαν και τον κοίταξαν, ο Χαραλάμπης τους είπε:
-Να πιστεύοντε στο Χριστό. » Ιδού γαρ, και λέγομεν και λέγομεν, γαρ… γαρ… γαρ».

Και συνέχισε το δρόμο του. Οι Γερμανοί έμειναν ακίνητοι και τον κοίταζαν με απορία και θαυμασμό. Κάποια φορά, πού ήταν άρρωστος, τον φιλοξενούσα στο σπίτι μου. Έτρωγε πολύ λίγο, νήστευε πολύ, ακόμη και το νερό. Δεν δεχόταν να κοιμηθεί σε κρεβάτι, διπλωνόταν με ένα σακί, έβγαινε έξω από το σπίτι και κοιμόταν στην αυλή. Κάποιες φορές με κοίταζε και μου έλεγε: –

–Ήμουν στη Μακεδονία και δεν ξέρω με ποιο τρόπο, ούτε με λεωφορείο, ούτε με ζώο, ούτε με τα πόδια, βρέθηκα στην Ομόνοια στην Αθήνα.
Όλοι οι θεοφοβούμενοι άνθρωποι τον σεβόντουσαν και τον αγαπούσαν, λίγοι ασεβείς τον κορόιδευαν και τον έλεγαν Ζουρλοχαραλάμπη, κολλητσιδιάρη. Ό Χαραλάμπης απ` οπού και αν περνούσε κήρυττε την Ορθοδοξία και έλεγε δυνατά:

-Σήμερα είναι ή τάδε γιορτή με το Παλαιό, μετανοείτε, γυρίστε στην Ορθοδοξία. Κάποια εποχή είχα πάει με την οικογένεια μου στην Αθήνα και εκεί δούλευα. Όταν ήρθα για κάποιο λόγο στην Καλαμάτα, έμαθα ότι ο Χαραλάμπης είναι πολύ άρρωστος στο σπίτι του Ηλιόπουλου. Ξεκίνησα και πήγα να τον δω. Μόλις με είδε χάρηκε και μου είπε:

-Σήμερα σε περίμενα, ήξερα ότι θα έρθεις. Για μένα ο Χαραλάμπης ήταν ο σωτήρας μου, αυτός μου ανάστησε τα παιδιά μου με τα τρόφιμα πού μου έφερνε. Ήταν άγιος άνθρωπος, κήρυκας της Ορθοδοξίας και πολύ ελεήμων, αιωνία του ή μνήμη!


Πληθωρική ή διήγηση του Ιωάννη Ανδριόπουλου, γεμάτη θαυμαστά και παράδοξα:

Κατάγομαι από το Λατζωνάτο Τριφυλλίας και κατοικώ στο Ασπρόχωμα Καλαμάτας.
Το Χαραλάμπη τον θυμάμαι από παιδάκι, γιατί ερχόταν στο χωριό μου και άναβε τα καντήλια στα εξωκλήσια. Στα χωριά πού περνούσε, σε γνωστούς και σε αγνώστους έλεγε:
-Γυρίστε με το Παλαιό. Σήμερα είναι αυτή ή γιορτή με το Παλαιό. Το Παλαιό Εορτολόγιο είναι το σωστό και αυτό να ακολουθήσετε.

Εκκλησιαζόταν και κοινωνούσε μόνο στο μοναστήρι του Παναγουλάκη και στον Άγιο Ισίδωρο. Θυμάμαι κάποια φορά, πού ήμουν στο καφενείο του Ανδρόνικου Καραμπάγια, ήρθε εκεί και ο Χαραλάμπης. Τον φώναξα στο τραπέζι μου, τον κέρασα και του είπα: 

-Παπουλάκη, λέω να πάω αύριο στον Άγιο Γεώργιο, στους Χρόνους.
-Να πάς, αλλά να μην αφήσεις φράγκο στην εκκλησία, γιατί τα παίρνει αυτός ο μπεκρής και μας ξεφτιλίζει.
-Παπουλάκη, δεν μπορώ να πάω και να μην αφήσω κάτι στην εκκλησία.
-Εκείνο πού σου λέω εγώ να κάνεις, γιατί θα διατάξω και θα σε κόψει το τραίνο, αλλά δεν θέλω να σε κόψει, να σε σούρει όμως να γελάσει ο κόσμος… 

Έφυγα από το καφενείο, πήγα σε μια εξαδέλφη μου στο Νέο Κόσμο και μετά πήγα στη στάση, για να πάρω το τραίνο να πάω στο σπίτι μου. Εκεί πού περίμενα, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα κοντά στις ράγες. 

Πέρασε το τραίνο με έσουρε, μου έσκισε το παντελόνι και, όπως είπε ο Χαραλάμπης, γέλασε ο κόσμος! 

Πριν πάει στο σπίτι του Ηλιόπουλου, έμενε στην καλύβα των Καραχαλαίων στο Ασπρόχωμα. Τα βράδια πήγαινα συχνά, άναβα τη φωτιά και του έκανα παρέα. Κάποια ήμερα πήγα γύρω στα μεσάνυχτα, τον είδα να κοιτάζει προς τα επάνω, δεν ανέπνεε όμως καθόλου, ήταν σαν νεκρός. 

Επειδή πίστευα και πιστεύω ότι ο Χαραλάμπης δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος αλλά ένας μεγάλος ασκητής της εποχής μας, κάθισα και περίμενα να δω το αποτέλεσμα. Μετά από αρκετή ώρα άκουσα ένα «χράκ» από το στόμα του και αμέσως μου λέει: 

-τι υπέροχα ήταν εκεί! 

-τι είδες παπουλάκη; του είπα. 

-Είδα χιλιάδες Αγγέλους, Αγίους, Αγίες και την Παναγία μας να υμνούν το Χριστό. Ό Χριστός δεν βλέπεται, γιατί λάμπει· και ή Παναγία μας λάμπει, αλλά βλέπεται.

Έλεγε και άλλα σε μια ξένη γλώσσα, πού εγώ δεν καταλάβαινα· τον ρώτησα τι σημαίνουν αυτά και μου είπε: 

-Είναι οι επτά λέξεις πού μου έδωσε ο Χριστός! Είπε τις λέξεις, αλλά ήταν ξενικές και δεν τις συγκράτησα.
Ένα βράδυ του άναψα τη φωτιά και κάθισα να του κάνω παρέα. Αποκοιμήθηκε όμως ο Χαραλάμπης, και μετά από λίγο τον άκουσα πού έλεγε:

-Χρήν χρέν μη χρέν ναί χρέν.
-Τις ει;
-Αρχιστράτηγος!
-τι ζητάς;
-Να ανοίξει ή κόλαση!
-Δεν ανοίγει.
-Ποιοι είναι αυτοί πού κολάζονται;
-Μάγοι, μάγισσες και αυτοί πού δεν ελεούν.
-Ποιόν να ελεήσουν;
~Το ζητιάνο.
-Ποιος είναι ο ζητιάνος; Πετάγομαι εγώ και του λέω:
-Παπουλάκη, είναι ο Χριστός! Αμέσως ξύπνησε και μου λέει:
-Λύθηκε το πρόβλημα.

Αυτή ή συζήτηση πού είχε ο Χαραλάμπης στον ύπνο του και, κατ’ οικονομία Θεού, πήρα μέρος κι’ εγώ, πού ήμουν ξύπνιος, με συγκλόνισε και αναλύθηκα σε πολλά δάκρυα. 

Ένα άλλο βράδυ κοιμόμουν στο σπίτι μου. Γύρω στα μεσάνυχτα ξύπνησα και είχα μεγάλη ανησυχία. Ό λογισμός μου μου έλεγε να πάω γρήγορα στο Χαραλάμπη. Σηκώνομαι και πηγαίνω στην καλύβα του, τον βρίσκω πεσμένο από το κρεβάτι και ταλαιπωρημένο. Προσπαθούσε πολλή ώρα ν’ ανέβει στο κρεβάτι και δεν μπορούσε· τον σήκωσα, τον έβαλα να ξαπλώσει και θυμάμαι
μου είπε:
-Η Παναγία σε έφερε!
Κάποια μέρα μου είπε:
-Στείλε μου το παιδί σου τον Αντώνη, να του δώσω να διαβάσει μια παράκληση για τον παππού του το Σωτήρη, πού είναι άρρωστος στο νοσοκομείο. Έστειλα τον Αντώνη, το γιο μου, στο Χαραλάμπη, του έδωσε την παράκληση και του είπε να πάει στον Άγιο Μόδεστο να τη διαβάσει. Εγώ πήγα στο σπίτι και, όταν επέστρεψα, ο Χαραλάμπης μου είπε:

-Την ώρα πού διάβαζε το παιδί την παράκληση, έλαβα μήνυμα από τα Ουράνια ότι ο πάππους του θα γίνει καλά.
Όπως το είπε, έτσι και έγινε. Ό παππούς βγήκε πολύ σύντομα από το νοσοκομείο και γιατρεύτηκε από την αρρώστια πού τον ταλαιπωρούσε. Πολλές φορές του έλεγα να μ’ αφήσει να του πλύνω τα πόδια, αρνιόταν όμως επίμονα και μου έλεγε:
-Άλλη φορά.
Ένα βράδυ, πού του ξαναζήτησα να μ’ αφήσει να του πλύνω τα πόδια, αφού αρνήθηκε πρώτα, μου είπε:
-Θα ‘έρθει άλλος από την Αθήνα και θα μου τα πλύνει.

Άλλη μέρα πού πήγα στην καλύβα του Χαραλάμπη, ήρθε ένας κύριος, του έκοψε τα νύχια και του έπλυνε τα πόδια. Όταν τελείωσε, ζήτησε να κρατήσει τα νύχια του για ευλογία. Ό Χαραλάμπης γύρισε προς εμένα και με ρώτησε:
-τι λες, να του τα δώσουμε;
-Παπουλάκη, του λέω, αφού σου έπλυνε τα πόδια, να τον τα δώσεις.
Μετά έμαθα ότι αυτός ο κύριος ήταν καθηγητής από την Αθήνα, είχε μεγάλη αγάπη στο Χαραλάμπη και πίστευε ότι ο παπουλάκης ήταν άγιος άνθρωπος. Κάποια ήμερα με ρώτησε:
-Αχ, θα γίνω άραγε καλά;
Είχε φοβερούς πόνους στα πόδια του και το πρόβλημα αυτό δημιουργήθηκε από τις πολλές μετάνοιες και οδοιπορίες πού έκανε.
-Παπουλάκη, του λέω, την Κυριακή θα φάμε στο σπίτι μου και μετά, ότι πει ο Θεός ας γίνει. 

Την Κυριακή τον πήγα κρατώντας τον στο σπίτι μου και, αφού φάγαμε, τον άφησα κάτω από μια συκιά, για να πάω σε κάποια δουλίτσα μου. Όταν γύρισα μου φωνάζει:
-Έλα εδώ, έλα εδώ γρήγορα. Πήγα αμέσως, για να δω τι με θέλει.
-Κάθισε να σου πω· αυτή τη στιγμή μόλις έφυγε ή Παναγία· μου είπε να μην ξαναπάω στην καλύβα πού μένω, γιατί θα με σκοτώσουν με το τσεκούρι και θα ενοχοποιήσουν εσένα, πού μ’ ανάβεις τη φωτιά. Πήγαινε να ειδοποιήσεις τον Ηλιόπουλο να με πάρει στο σπίτι του.

Εγώ, για να μην πάθω ότι έπαθα με το τραίνο, πήγα τρέχοντας, ειδοποίησα τον Ηλιόπουλο και τον πήρε στο σπίτι του. Στο σπίτι του Ηλιόπουλου, πού έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, πήγαινα συχνά και τον έβλεπα. Κάποια μέρα είχαν πάει πολλές γυναίκες να τον δουν, ο παπουλάκης όμως δεν μιλούσε μαζί τους και αυτές, όταν με είδαν, μου παραπονέθηκαν. 

Ρώτησα τον παπουλάκη γιατί δεν μιλάει στις γυναίκες, πού ήλθαν να τον δουν και μιλάει μόνο σε μένα. Με κοίταξε και μου είπε:
-Εσύ έρχεσαι μαζί με την Παναγία. Άλλη φορά, πού είχα πάει να τον δω, μου είπε:
-Ήρθε άγγελος και μου είπε: Έκανες μεγάλο αγώνα και σε ένα μήνα θα αναπαυθείς.

Ό πεθερός μου Αθανάσιος Δημητρακόπουλος, κάποιο βράδυ φιλοξένησε τον παπουλάκη στο σπίτι του. Ό Χαραλάμπης του είχε πει να τον ξυπνήσει στις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ό πεθερός μου έβαλε και το ρολόι, για να μην αποκοιμηθεί. Μόλις χτύπησε το ρολόι, σηκώθηκε για να πάει να ξυπνήσει το Χαραλάμπη. 

Τον είδε όμως να φεύγει περπατώντας πολύ ψηλά πάνω από το έδαφος. Αυτό τον συγκλόνισε και το έλεγε παντού. Στην κηδεία του Χαραλάμπη ο πεθερός μου φώναζε:
-Είναι Άγιος, Άγιος! Τον είδα να περπατάει πάνω από το έδαφος!

Θυμάμαι μια βραδιά, είχε έρθει ο Χαραλάμπης στο πεθερού μου το σπίτι, για να πυρωθεί. Ό κουνιάδος μου ο Γιάννης έριχνε στη φωτιά μπαρούτι με τις χούφτες. Οι φλόγες της φωτιάς ήταν πολύ ισχυρές, ο Χαραλάμπης καθόταν πολύ κοντά, ο κουνιάδος μου συνέχιζε να ρίχνει μπαρούτι, για να γελάει με το Χαραλάμπη. Εγώ τον μάλωνα να σταματήσει, για να μην καούμε. Ό Χαραλάμπης γυρίζει και μου λέει:
-Άφησε τους, να καούνε μια ώρα αρχύτερα. 

Άκουσα από άλλους ότι πέρασε από μια στάνη και δυο τσοπαναρέων του έδωσαν σε πιάτο μυτζήθρα να φάει. Ό Χαραλάμπης, αφού έφαγε, ευλόγησε τα πρόβατα και οι δυο τσοπαναραίοι είδαν ότι από τότε τα πρόβατα είχαν πολύ γάλα. Είπαν στο Χαραλάμπη να περνάει τακτικά, για να του δίνουν γάλα, τυρί, μυτζήθρα και ότι άλλο ήθελε.
Κάποια μέρα τον είδαν να περνάει έξω από τη στάνη περπατώντας πολύ ψηλά πάνω από το έδαφος. Οι τσοπαναραίοι τον θαύμασαν και του φώναζαν να τους πλησιάσει, αλλά ο Χαραλάμπης εξακολουθούσε να φεύγει χωρίς να πατάει στο έδαφος.

Την εποχή της κατοχής οι Γερμανοί είχαν πολλούς κρατουμένους στο παλαιό Σύνταγμα και υπήρχε φήμη ότι πολύ σύντομα θα τους εκτελέσουν. Μια γυναίκα έκλαιγε για τον άντρα της, πού τον είχαν κρατούμενο οι Γερμανοί. Πέρασε ο Χαραλάμπης από τη γειτονιά της και την είδε πού έκλαιγε, τη ρώτησε το λόγο και εκείνη του είπε για τον άντρα της.
-Μην κλαις, θα πάω να σου τον φέρω εγώ τον άντρα σου, της είπε. 

Πήγε στο Σύνταγμα, πέρασε τους Γερμανούς σκοπούς χωρίς να τους φοβηθεί και χωρίς εκείνοι να τον εμποδίσουν. Βρήκε τους κρατουμένους, πήρε αυτόν πού ήθελε και τον πήγε στο σπίτι του!!!

Κάποια φορά είχα πάει στο πανηγύρι στο χωριό Χαραυγή. Στο σπίτι πού πήγα, ήρθε και ο Χαραλάμπης. Σε κάποια στιγμή μπήκε στο χορό και χόρευε με τις κοπέλες. Τον πλησίασα και του είπα:
-Παπουλάκη, γιατί χορεύεις με τα κορίτσια; Λένε ότι δέν είναι σωστό αυτό πού κάνεις.
-Κάνω τον Ανδρέα το σαλό, μου είπε και συνέχισε το χορό.

Ένας οδηγός, πού είχε φορτηγό, μου είχε πει ότι πηγαίνοντας κάποτε με το αυτοκίνητο στην Καλαμάτα, συνάντησε στο δρόμο το Χαραλάμπη, στο χωριό Αρφαρά. Όταν έφτασε όμως στην Καλαμάτα, βρήκε το Χαραλάμπη πάνω στη γέφυρα του παλαιού ΚΤΕΛ. Ό οδηγός αναρωτιόταν πώς ο Χαραλάμπης περπατώντας και χωρίς ν’ ανέβει σε αυτοκίνητο ή μηχανάκι έφτασε στην Καλαμάτα γρηγορότερα από αυτόν. Του οδηγού του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτό και το συζητούσε στο καφενείο του Ασπροχώματος.

Άκουσα την εποχή της κατοχής, ότι ο Χαραλάμπης πήγαινε με το φαναράκι του ν’ ανάψει τον Άγιο Ιωάννη στον Άντικάλαμο. Οι Γερμανοί είδαν το φως και άρχισαν να τον πυροβολούν με τα πολυβόλα τους από τη Σπερχογεία. Καμιά όμως σφαίρα δεν τον πήρε. 

Βλέποντας οι Γερμανοί ότι το φως δεν σβήνει, έτρεξαν να τον φτάσουν. Μόλις τον έφτασαν, άρχισε ο αξιωματικός τους να του δίνει κλωτσιές. Όταν σταμάτησε, ο Χαραλάμπης του είπε:

-Δεν θα γυρίσει κανένας από σας στο σπίτι του, στην Γερμανία!

Ό ίδιος μου είπε ότι κάποια φορά είχε πάει σ’ ένα μοναστήρι στη Μάνη. Το βράδυ ξάπλωσε να κοιμηθεί στην αυλή του μοναστηρίου. Όλη τη νύχτα οι δαίμονες δεν τον άφησαν να κλείσει μάτι, τον χτυπούσαν και τον έπιαναν από το λαιμό να τον πνίξουν. Μου είπε ακόμη:

-Ή λέξη τέρας δεν ταιριάζει ποτέ σε άνθρωπο· ούτε σε ζώο· ταιριάζει στο διάβολο, γιατί αυτός είναι τέρας.
Ο Χαραλάμπης κοιμήθηκε τον Οκτώβριο του 1974. Ή κηδεία του έγινε στο μοναστήρι του Παναγουλάκη, και θυμάμαι είχε πάρα πολύ κόσμο.
Ποτέ δε θα ξεχάσω την ασκητική μορφή και την αγιότητα αυτού του ανθρώπου. Παπουλάκη, αιωνία σου ή μνήμη!


Πηνελόπη Λάσκαρη, από το Φλομοχώριο Λακωνίας, κάτοικος Καλαμάτας, αναφέρει χαρακτηριστικά:

Τον Χαραλάμπη τον θυμάμαι από το 1936, ήταν νέος τότε και πολύ ωραιότατος. Πάντοτε ξυπόλητος και αχτένιστος, φορούσε παντελόνι και πουκάμισο, αλλά στη μέση ήταν ζωσμένος ένα σακί. 

Στο λαιμό του είχε ξύλινο Σταυρό και στο ένα του χέρι κρατούσε άλλο Σταυρό, με τον οποίο σταύρωνε τον κόσμο. Εγώ από τότε πίστευα ότι αγιόφερνε, ενώ άλλοι τον έλεγαν τρελό, συγκεκριμένα τον έλεγαν Ζουρλοχαραλάμπη. 

Τον θυμάμαι στην Καλαμάτα, στο δρόμο πού ήταν το Μεταξουργείο του Χριστόπουλου, έβαζε κήρυγμα και είχε μαζευτεί κόσμος. Παντού και πάντοτε έλεγε λόγια χριστιανικά και προφητικά, ακολουθούσε το Παλαιό Εορτολόγιο, εκκλησιαζόταν και κοινωνούσε μόνο στο Παναγουλάκη το μοναστήρι. 

Όταν πήγαινα για μπάνιο, τον έβλεπα να κηρύττει στους λουόμενους και μερικούς να τους ελέγχει. Γύριζε όλα τα εξωκλήσια και άναβε τα καντήλια.

Μια φορά, πού είχα στο σπίτι μου τα μικρά παιδιά της αδελφής μου, πέρασε ο Χαραλάμπης και μου άφησε κάτι ρεταλάκια.
-Πάρτα αυτά. Και έφυγε σαν σίφουνας. Εγώ τα φύλαξα μέσα στο μπαούλο μου. Μετά από δύο χρόνια ήλθε ο Χαραλάμπης και μου είπε:
-Δώσ’ μου εκείνα τα ρεταλάκια, θέλω να τα πάω κάπου. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε στο κουμπάρου μου του Ηλιόπουλου. Σχεδόν κάθε μεσημέρι του πήγαινα φρέσκο φαγητό και θυμάμαι μου έλεγε:

-Οι αμαρτίες των ανθρώπων έχουν φτάσει μέχρι το λαιμό και μια μέρα Θα τους κουκουλώσουν και θα καταστραφούνε… 

Μια μέρα πήγα πολύ στεναχωρημένη και του είπα:
-Πατερούλη είμαι πολύ στεναχωρημένη, γιατί δεν έχω καμιά είδηση για το παιδί της κουμπάρας μου, πού υπηρετεί στο Πεζικό. Λέω στους γονείς του, πού με παίρνουν τηλέφωνο από το εξωτερικό, ότι είναι καλά. Τι θα γίνει πατερούλη, λέω πολλά ψέματα και αυτό δεν μου αρέσει.
-Μη στεναχωριέσαι, σήμερα θα λάβεις γράμμα του. Πήγα μετά στο σπίτι μου και βρήκα γράμμα από το στρατιώτη. 

Πατερούλη, είπα μέσα μου, πώς το ήξερες ότι θα λάβω γράμμα;

Επειδή δεν μπορούσα να πηγαίνω συνέχεια να τον καθαρίζω, συνεννοηθήκαμε μαζί με άλλες κυρίες και δίναμε κάποιο χρηματικό ποσό σε μια κυρία Σταθούλα και τον περιποιόταν. Με έλεγε «μανούλα μου» και τον ρώτησα, 

–Γιατί με λες «μανούλα μου»; 

–Γιατί ή μάννα μου με εγκατέλειψε μικρό και το ‘χω παράπονο- δεν έπρεπε να με εγκαταλείψει ή μανούλα μου. Εσείς οι Μανιάτες κάποτε είσαστε οι καλύτεροι άνθρωποι, τώρα χαλάσατε, γίνατε οι χειρότεροι.
Πολλά μου έλεγε, πού δεν τα θυμάμαι. Κάποια φορά, πού είμαστε πολλές γυναίκες στο δωμάτιο του Χαραλάμπη, είπε στην κουμπάρα μου:

-Πήγαινε ν` ανάψεις το καντήλι, γιατί έσβησε. Πήγε και το βρήκε σβηστό, ενώ ή ίδια προ ολίγου το είχε ανάψει. Όλες οι κυρίες αναρωτιόμαστε πώς το είδε ο Χαραλάμπης ότι έσβησε.
Μια μέρα κάποια κυρία προθυμοποιήθηκε να τον λούσει. Όταν όμως τον έλουζε του έκοψε λίγα μαλλιά και γένια. Το μεσημέρι πού πήγα, άρχισε να μου λέει:
-Έλα μανούλα να σου πω τι έπαθα, με έλουσε και μου έκοψε τα μαλλιά και τα γένια, στεναχωρήθηκα πολύ και την καταράστηκα.
Έμαθα αργότερα ότι ή κυρία αυτή, πριν πεθάνει υπέφερε από την κατάρα του.

Δύο μέρες, επειδή είχα κάποιες δουλειές, δεν πήγα να τον ιδώ. Κάποια στιγμή μια γειτόνισσα μου φώναξε:
-Πηνελόπη, ήρθε ο Χαραλάμπης, βγαίνω στο μπαλκόνι και τον βλέπω να στέκει στον τοίχο.
-Είσαι καλά; με ρώτησε. Δεν ήρθες και ανησύχησα. Θα έκανε ώρα να φτάσει στο σπίτι μου. Περπατούσε σαν το μικρό παιδάκι, βήμα-βήμα, ακουμπώντας τα χέρια του στους τοίχους, για να μην πέσει… Όταν τον παραστέκαμε να πεθάνει, ερχόντουσαν από διαφόρους τόπους γυναίκες και έλεγαν κλαίγοντας:

-Χαραλάμπη, εσύ μας έθρεψες, εσύ μας έντυσες…εσύ μεγάλωσες τα παιδιά μας… 

Κάποια άλλη φορά μου είπε: 

-Θα γίνει πόλεμος μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας, θα νικήσει ή Αμερική, αλλά δε θα βρεθούν χέρια να την χειροκροτήσουν.

Όταν πέθανε, τον στόλισαν σαν γαμπρό, τον κηδέψαμε στο μοναστήρι του Παναγουλάκη και θυμάμαι ήταν λαο­θάλασσα ο κόσμος στην κηδεία του.

ΠΗΓΗ: ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣΟΡΘΟΓΝΩΣΙΑ

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

ΤΥΦΛΟΣ ΒΟΣΚΟΣ, ΓΝΩΣΤΗΣ ΤΗΣ KΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

                         

Ο Ιωάννης Χασιώτης γεννήθηκε στη Μηλιά Μετσόβου της Πίνδου το 1947. Το χωριό του κατοικείται από Βλάχους και η μητρική τους γλώσσα ήταν ως τις αρχές του 20ου αιώνα η βλάχικη.

Ο μικρός Ιωάννης ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με την ελληνική γλώσσα κατά τη φοίτησή του στο Δημοτικό σχολείο του χωριού του, καθώς τότε οι χωρικοί δεν διέθεταν ούτε τηλεόραση ούτε καν ραδιόφωνο.....
Αποφοίτησε με το βαθμό πέντε από το σχολείο και έκτοτε απασχολήθηκε στη βοσκή του κοπαδιού των προβάτων του πατέρα του. Κατά την πρώτη νεανική του ηλικία διαπίστωσε αρχόμενη μείωση της οπτικής του οξύτητας. Επισκέφθηκε οφθαλμίατρο στα Τρίκαλα, ο οποίος διέγνωσε ότι έπασχε από σοβαρή πάθηση των οφθαλμών (μελαγχρωματική αμφιβληστροειδοπάθεια), η οποία επιφέρει την τύφλωση. 

Συνέχισε να απασχολείται με τη βοσκή των προβάτων. Εκεί κάποια ημέρα τον συνάντησε συμπατριώτης του, ο οποίος του προσέφερε ως δώρο ένα προσευχητάριο, να το μελετά κατά τη βοσκή. Τότε αισθάνθηκε εντός του ζωηρή την επιθυμία να προμηθευτεί αντίτυπο της Καινής Διαθήκης και να το μελετήσει. Ο Ιωάννης σαγηνεύτηκε από την ανάγνωση του κειμένου. Γνωρίζοντας ότι θα τυφλωθεί μετά από παρέλευση μερικών ετών άρχισε να τη μελετά με επιμονή προκειμένου να αποστηθίσει το κείμενο και να είναι σε θέση να το απαγγέλλει στον εαυτό του, όταν δεν θα ήταν πλέον σε θέση να διαβάζει.


Πολλές φορές έθετε σε δοκιμασία τον οργανισμό του μένοντας νηστικός, ώσπου να αποστηθίσει συγκεκριμένο κεφάλαιο. Την 08/09/1973, ημέρα Κυριακή, ήλθαν στη Μηλιά κάποιοι επισκέπτες θεολόγοι, προκειμένου να κηρύξουν τον θείο λόγο. Αυτοί γνώρισαν τον Ιωάννη και έμειναν έκπληκτοι, όταν διαπίστωσαν, ότι κατέχει από στήθους όλο το κείμενο της Καινής Διαθήκης! Ο Ιωάννης είχε ως τότε την εντύπωση ότι όλοι οι θεολόγοι και αρκετοί άλλοι είχαν επιτύχει τον δικό του άθλο.

Ο Ιωάννης έγινε δεκτός στον κύκλο των επισκεπτών και αργότερα αυτοί τον παρουσίασαν σε σχολεία και σε αίθουσες διαλέξεων. Όταν, μετά από μερικά έτη, η ασθένειά του επιδεινώθηκε, ο Ιωάννης δεν ήταν δυνατό να βόσκει τα πρόβατα. Διαμένει από τότε στα Γρεβενά. Τον καλούν συχνά να παραχωρεί ομιλίες σε διάφορα μέρη προβάλλοντας το επίτευγμά του, που οφείλεται στην εργώδη προσωπική του προσπάθεια και στη θεία Χάρη. Κατά καιρούς κλήθηκε και εμφανίστηκε σε πολλούς τηλεοπτικούς σταθμούς.

Ο Ιωάννης δεν κατέχει απλώς από στήθους όλο το κείμενο της Καινής Διαθήκης. Ερμηνεύει το κείμενο, αν και δεν έχει διδαχθεί ποτέ αρχαία ελληνικά. Αντιμετωπίζει πολύ ικανοποιητικά τους αιρετικούς. Είναι ακόμη σε θέση να αρχίζει την απαγγελία όχι μόνο από την αρχή του κάθε κεφαλαίου κάθε βιβλίου, αλλά και από οποιονδήποτε στίχο αυτού ανοδικά, αλλά και καθοδικά!

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΡΦΑΝΟΥ ΣΥΜΕΩΝ

Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στο Πειραιά σε μια  παραγκούλα και εκεί  μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στο λιμάνι. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας. Είχε την μακάρια απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη. Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε, έκανε δυό παιδιά και μετακόμισε με την οικογένειά του στη Νίκαια.
Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλει το ψωμάκι του. Περνούσε όμως κάθε μέρα, το πρωί, από το ναό του αγίου Σπυρίδωνος, έμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στο τέμπλο, έβγαζε το καπελάκι του και έλεγε: «Καλημέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Βοήθησέ με να βγάλω το ψωμάκι μου».

Το βράδυ που τελείωνε τη δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε:
«Καλησπέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα». Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών. Περίπου το έτος 1950 όλα τα μέλη της οικογενείας του αρρώστησαν από φυματίωση και κοιμήθηκαν εν Κυρίω. Έμεινε ολομόναχος ο Συμεών και συνέχισε αγόγγυστα τη δουλειά του αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον άγιο Σπυρίδωνα να  καλημερίζει και να καλησπερίζει τον Χριστό, ζητώντας τη βοήθεια Του και ευχαριστώντας Τον.

Όταν γέρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε περίπου για ένα μήνα. Μια προϊσταμένη από την Πάτρα τον ρώτησε κάποτε:
-Παππού, τόσες μέρες εδώ μέσα δεν ήρθε κανείς να σε δει.  Δεν έχεις κανένα δικό σου στον κόσμο; -Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωί και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί. –Και τί σου λέει, παππού; «Καλησπέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή». Η Προϊσταμένη παραξενεύτηκε και κάλεσε τον Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, να έρθει να δει τον Συμεών μήπως πλανήθηκε. Ο π. Χριστόδουλος τον επισκέφθηκε, του έπιασε κουβέντα, του έκανε την ερώτηση της Προϊσταμένης και ο Συμεών του έδωσε την ίδια απάντηση. Τις ίδιες ώρες πρωί και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στο ναό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών.

Τον ρώτησε ο Πνευματικός:
-Μήπως είναι φαντασία σου; – Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι.
-Ήρθε και σήμερα; – Ήρθε. –Και τί σου είπε; -Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή, σε τρείς ημέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωί-πρωί.

Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για τη ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωί-πρωί πάλι πήγε να δει τον Συμεών και να διαπιστώσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση ότι θα πεθάνει. Πράγματι εκεί που κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ήρθε ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου…

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής 2008).