ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΘΝΙΚΟΙ ΗΡΩΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΘΝΙΚΟΙ ΗΡΩΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

ΚΥΡΙΕ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΕ! ΕΣΥ ΘΑ ΣΩΣΕΙΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΘΩΟ ΕΘΝΟΣ!


Κύριε Παντοδύναμε, Εσύ, Κύριε,
Θα σώσεις αυτό το αθώο Έθνος.
Είμαστε αμαρτωλοί, είσαι Θεός.
Ελέησέ μας, φώτισέ μας,
ένωσέ μας και κίνησέ μας
εναντίον του δόλου και της απάτης,
της συστηματικής τυραννίας της Πατρίδος
και της Θρησκείας.

(Στρατηγός Μακρυγιάννης)

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821

Εξ αφορμής της εθνικής επετείου αξίζει να φέρουμε στο προσκήνιο μαρτυρίες πίστεως αγωνιστών και ηρώων του 1821. Επικεφαλής των ηρωικών κληρικών μαρτύρων του 1821 στέκεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.
Τραγική ήταν η θέση του όταν επαναστάτησε η Ελλάδα. Έβλεπε ότι τον περίμενε το μαρτύριο. Πολλοί προσπαθούν να τον πείσουν να φύγει από την Κωνσταντινούπολη για να σωθεί. Αλλά ο «καλός ποιμήν» αρνήθηκε, ακολουθώντας τα ίχνη των γενναίων προκατόχων του. Είπε: «Με προτρέπετε εις φυγήν˙ μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και λοιπών πόλεων των χριστιανικών Επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε όπως εγώ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εις πλοίον ή κλεισθώ εν οικεία οιουδήποτε ευεργετικού υμών Πρεσβευτού, ν’ακούω δε εκείθεν πως οι δήμιοι κατακρεουργούσι τον χηρεύοντα Λαόν. Ουχί!
Εγώ διά τούτο είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω το Έθνος μου, ουχί δε όπως απολεσθή τούτο διά της χειρός των Γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως... επιφέρη μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρά η ζωή μου. Σήμερον (Κυριακή των Βαΐων) θα φάγωμεν ιχθύς, αλλά μετά τινας ημέρας και ίσως και ταύτην την εβδομάδα οι ιχθύες θα μας φάγωσιν… Ναί, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δεν θα ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κερκύρας και της Αγκώνος διερχόμενον εν μέσω των αγυιών να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες: «ιδού έρχεται ο φονεύς Πατριάρχης». Αν το Έθνος μου σωθή και θριαμβεύση, τότε πέποιθα θα μου αποδώση θυμίαμα επαίνου και τιμών, διότι εξεπλήρωσα το χρέος μου… Υπάγω όπου με καλεί ο μέγας κλήρος του Έθνους και ο Πατήρ ο Ουράνιος, ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων».

Ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος, που είναι γνωστός με το όνομα Παπαφλέσσας είναι αυτός που άναψε την φλόγα της Επαναστάσεως στο Μωρηά. Φλογερός στην πίστη, έκανε να ωριμάση ο άγουρος καρπός-η μεγάλη απόφασις του αγώνος και έλεγε: «Έλληνες, ποτέ μην ξεχνάτε το χρέος σε Θεό και σε πατρίδα! Σ’ αυτά τα δύο σας εξορκίζω ή να νικήσουμε ή να πεθάνουμε κάτω από τη σημαία του Χριστού!»










Άλλος, ο Ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης έγραφε στον Γεώργιον Κουντουριώτην τις παρακάτω υπέροχες γραμμές:

«Ας μη λείψη, παρακαλώ, και η Υμετέρα Εκλαμπρότης από του να συνεργήση εις το να γίνωσιν αι ανήκουσαι προς Κύριον προς εξιλέωσιν της θείας αυτού δικαιοσύνης ικεσίαι διά τας αμαρτίας και εμού του αναξίου και όλου του χριστεπωνύμου λαού… όπως συνοδευούσης της θείας αυτού Αγαθότητος, ενισχυθώσιν από την παντοδύναμον χάριν Του οι βραχίονες των Ελλήνων και ούτω κατατροπώσαντες διά του επί της ελληνικής σημαίας τιμίου Σταυρού και τους αισθητούς εχθρούς τούτους, αυτούς μεν υποχρεώσωμεν και άπαντας να ομολογώσι και να κηρύττωσι «Μέγας ο Θεός και η πίστις των Χριστιανών», ημείς δε δοξολογούντες να ψάλλωμεν το του προφητάνακτος «η δεξιά σου Κύριε δεδόξασται».


Ο δε Κωνσταντίνος Κανάρης με προσευχή ξεκίνησε για το κατόρθωμα στο λιμάνι της Χίου. Όσο έλειπαν από το νησί, όλος ο κόσμος γονατιστός προσευχόταν για τη σωτηρία τους. Καί η επιστροφή τους στα Ψαρά με προσευχή ευχαριστήριο κατέληξε. Οι ιερείς με τα εξαπτέρυγα, οι προύχοντες και όλος ο λαός τον συνόδευσαν στον ναό του Θεού. Εκείνη η πομπή πάνω στο μικρό αλλά τρισένδοξο νησάκι, μας θυμίζει τα χρόνια, που οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και οι χιλιοτραγουδισμένοι νικηταί ηρωικών αγώνων ανέβαιναν ταπεινοί προσκυνηταί στην Αγιά Σοφιά, για να ψάλουν «τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Τότε παρομοίως, ο θρυλικός μπουρλοτιέρης κατέθεσε στα πόδια της εικόνος της Θεοτόκου το στεφάνι του και έπεσε με το μέτωπο κατά γης προσκυνώντας προσευχόμενος και ευχαριστώντας από βάθους καρδιάς το Θεό. Κατόπιν εξομολογήθηκε, μετέλαβε των αχράντων Μυστηρίων και με ταπείνωσι και σεμνότητα απεσύρθη στο ήσυχο σπιτάκι του.


Αλλά και ο Γέρος του Μωρηά, ο Κολοκοτρώνης ευλαβείτο πολύ την Παναγία. Στα 1821 ξεκίνησε από την Καλαμάτα για την Τρίπολη. Στα χωριά που περνούσε, χτυπούσαν οι καμπάνες, οι ιερείς έβγαιναν με τα εξαπτέρυγα, άνδρες, γυναίκες, παιδά γονάτιζαν και έκαναν δεήσεις. Γρήγορα όμως ο πρώτος ενθουσιασμός έσβησε. Ο Αναγνωσταράς, ο Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας τράβηξαν γι’ αλλού. Ο Κολοκοτώνης απέμεινε κατάμονος με το άλογό του στην Καρύταινα. Τι θα έκαμνε; Τι θα μπορούσε να κάνη ένας μονάχος, ολομόναχος; Το παν! Όταν φλογίζη την καρδιά του η φλόγα της πίστεως. Αλλ’ ας αφήσουμε τον ίδιο το Γέρο να μας διηγηθή τι έκανε: «Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαιράκια τους, απέ εκατέβηκα κάτου˙ ήτον μια εκκλησιά εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς». Σίμωσε, έδεσε το άλογό του σ’ ένα δέντρο, μπήκε μέσα, γονάτισε:

-Παναγιά μου, είπε, από τα βάθη της καρδιάς του, και τα μάτια του δάκρυσαν. Παναγιά μου, βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν. Έκανε το σταυρό του. Ασπάσθηκε την εικόνα της, βγήκε από το εκκλησάκι, πήδησε στ’ άλογό του κι έφυγε.

Λίγο πριν αρχίσει τον αγώνα στα Δερβενάκια είπε:
-Έλληνες, απόψε ήλθε η Παναγία και μου είπεν: «Η Παναγία, σκέπη, βοηθός και προστασία!» Μακάρι και σήμερα στην Παναγία να προσβλέπουμε και τούτη τη δέηση να λέμε: «Παναγιά μου ψύχωσε τους Έλληνες!».

Ακόμη, η Καπετάνισσα Μπουμπουλίνα είπε στους Προκρίτους και στους Δημογέροντες:
«Έχασα τον σύζυγόν μου. Ευλογητός ο Θεός! Ο πρεσβύτερος υιός μου έπεσε με τα όπλα ανά χείρας. Ευλογητός ο Θεός! Ο δεύτερος και μόνος υιός μου, 14ετής την ηλικίαν, μάχεται μετά των Ελλήνων και πιθανώς να εύρη ένδοξον θάνατον. Ευλογητός ο Θεός! Υπό το σημείον του Σταυρού θα ρεύση επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσωμεν ή θα παύσωμεν μεν ζώντες, αλλά θα έχωμεν την παρήγορον ιδέαν, ότι εν τω κόσμω δεν αφήσαμεν όπισθεν ημών δούλους τους Έλληνας».





Ιδού και τα επιβεβαιωτικά λόγια του στρατηγού Μακρυγιάννη:
«Οι αγωνισταί βάστηξαν την θρησκείαν του τόσους αιώνες με τους Τούρκους-και τους κάναν τόσα μαρτύρια και την βάσταξαν˙ και λευτέρωσαν και την Πατρίδα τους, αυτείνοι με την θρησκεία τους, οπού ήταν πεντακόσιοι Τούρκοι εις τον αριθμόν κι αυτείνοι ένας και χωρίς τ’αναγκαία του πολέμου και την μάθησιν οι περισσότεροι˙ και τ’άρματά τους δεμένα με σκοινιά. Καί η πίστι εις τον Θεόν-λευτέρωσαν την Πατρίδα τους».

Διήλθον 194 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί μας είπαν το ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η΄ΘΑΝΑΤΟΣ και θυσιάστηκαν για την ελευθερία μας. Στα ιερά τους κόκκαλα θεμελιώθηκε το κράτος του Νέου Ελληνισμού. Αλήθεια, δύο ερωτήματα προβάλλουν επιτακτικά: 1. Πως εκδηλώνουμε την ευγνωμοσύνη και τιμή προς τους ήρωες του 1821; 2.Πόσο ακλόνητη και δυνατή είναι η πίστη μας στην πρόνοια του Θεού και στην προστασία της Παναγίας; 

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: ΚΑΙ ΕΙΠΑΝ ΟΙ ΑΘΡΗΣΚΟΙ ΠΟΥ ΕΒΑΛΑΜΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΒΕΡΚΟ ΜΑΣ!


Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας, να μή μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. 
Και βγήκαν ακόμη να' ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. 
 
Στρατηγός Μακρυγιάννης

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

ΕΝΑ ΦΟΒΕΡΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΜΑΓΕΙΑΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

Από το βιβλίο «ΟΡΑΜΑΤΑ και ΘΑΜΑΤΑ» του τίμιου Χριστιανού αγωνιστή της Επανάστασης του 1821 Στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη, πολύτεκνου με 12 παιδιά. Σημειώνει με το ίδιο του το χέρι ανάμεσα στα πολλά άλλα, κι΄ αυτά τα παρακάτω:

«…Όταν θα βαρούσαμε τουφέκι με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, βλέπει ένας άλλος αγωνιστής, Χριστιανός καλός, τις δύο του μηνός ξημερώνοντας, ότι βρέθηκε εις το περιβόλι μου αυτός κι΄ ένας λαμπροφορεμένος ώς Δεσπότης• καί παρουσιάστηκα κι΄ εγώ. Του λέγει αυτουνού του αγωνιστή ο Δεσπότης: «αυτόν που γλέπεις ( εμένα δηλαδή ) θα τον σώσω απο τον κίντυνον και θα τον βγάλω απο αυτείνη την μαγαρισά» ( πού κάποιοι του έχουν φτιάξει) καί παρουσιάζεται και μία στέρνα με μαγαρισές. 

Και σταύρωσε κι΄ έλαμψε ο τόπος!. Κι΄ ξύπνησε ο άνθρωπος, ήρθε και μου το είπε. Αφού τελειώσαμεν από τον κίντυνο, συμβρίσκομαι με την γυναίκα μου και γκαστρώνεται
.
Ώς τώρα σας έγραφα, αναγνώστες, Θεοτικά. Τώρα όμως θα σας γράψω και δαιμονικά συμβάντα:

Η γυναίκα μου αφού γκαστρώθη, επιάσαμεν μιάν φαγωμάρα κ  γκρίνια μεγάλη: με όλη την φαμελιά. Κι΄ άρχισε η γυναίκα νά σώνεται, κι΄ όλο έρευε. Ήφερα γιατρούς, τόσα πράματα! Καί σάπισαν και τα στήθια της, την πονούσαν, όπου δέν κοιμάτο νύχτα και ημέρα. 
Έρχεται ένας αγωνιστής από την Αίγυπτο, σάν έμαθε την πολιτική μεταβολή πού απόκτησε η πατρίδα Σύνταγμα, για ν’ απολάψει τα δίκαια του.

Αυτός ήτον μαζί μου εις τον αγώνα της πατρίδος. Βλέπει την φαμελιά μου σ’ αυτείνη την κατάστασιν, λέγει: 

«Αυτής, της έχουν κάμωμα δαιμονικό». 

Εγώ λέγω ότι αυτό δέν το πιστεύω• με βιάζει όμως να το πιστέψω… Μου λέγει λοιπόν: «το βράδυ θα ιδούμεν τί είναι, το βράδυ!». Έκατσε όλη μέρα μαζί μου• το βράδυ, τα μεσάνυχτα, με παίρνει εμένα, και παίρνω κι΄ άλλον έναν άνθρωπο, οτι φοβήθηκα μόνος μου, και κατεβαίνουμε εις το περιβόλι μου. Και γυμνώνεται αυτός,  καθώς τον έκαμε η μάνα του• κι΄ άρχισε, ώς μίαν ώρα να λέει κάτι ακατάληπτα (λόγια)… Είπε εκεί, είπε, είπε… τότε μας λέγει: «φέρτε μου ένα τσαπάκι». 

Καί σκάβει εις την πόρτα, όπου τρώμεν ψωμί από μέσα, και βγάζει ένα πράμα δεμένο: ένα πανί, δεμένο με πλήθος σπάγγους. Καί του κόβομε αυτά τα σκοινιά κ τ’ ανοίγομε• κ ήταν μέσα τρία πιρούνια μεγάλα, κι΄ ήταν πλήθος βελόνες, και υδράργυρος, και στάχτη, και κοκαλάκια από πεθαμένους, καί κομμάτια από τα σκουτιά της γυναικός μου και από τα δικά μου. Καί φαινόταν κι΄ εκείνα τα κομμάτια από τα σκουτιά μας που ήταν κομμένα και τρυπημένα… 
Καί τα πήρε και τα τσάκισε όλα αυτά τα καρφιά και τίς βελόνες, καί τ’ άλλα τάκαψε καί τα πέταξε έξω εις τα χωράφια. Και μετά άρχισε η γυναίκα μου ν’ αναλαβαίνει… Όμως τα στήθια της την πονούσαν ακόμα. 

Ήρθε ο καιρός, και κάνει δύο παιδιά, σερνικά. Βλέπω εις τον ύπνο μου: «αυτά να τα βαφτίσεις το Νέον έτος. Το ένα να το ειπείς Δημήτρη καί τ’ άλλο Γιώργη». Αυτό το είδαν καί άλλοι εις τον ύπνο τους. Καί τάβγαλα καθώς είδα, καί εις την βάφτισιν τους μαζώχτηκαν ένα πλήθος ανθρώπων. 
Καί ακολούθως σημειώνω την Ευσπλαχνία του Θεού.

Αφού τα γέννησε, ώς δεκαοχτώ ημέρες, ήτον η γυναίκα πολύ καλά – ξυπνάγει με μεγάλες φωτιές καί παραλογισμούς, πονούσαν τα στήθια της κ όλο της το σώμα, όσο πήγαινε: εις το χερότερον. Ήφερα – είχα τρείς γιατρούς, τους καλύτερους• έκαμεν αρκετές ημέρες, αδυνάτισε πολύ από τα αίματα, από πλήθος βδέλλες, κ γλυστήρια ( κλύσματα ) και γιατρικά• πλέον φρένιασε: ούτε μιλούσε, ούτε γνώριζε, ούτε μπορούσε να αισθανθεί να πάρει γιατρικόν. 

Σάν την είδαν οι γιατροί σ’ αυτείνη την κατάστασιν, απολπίστηκαν. Τότε μου λένε: «δέν είναι πλέον ελπίδος ! Και σου το λέμεν, ότι είσαι στρατιωτικός και δεν πάει να σε απελπίζουνε όλα αυτά• ότι τέτοιος είναι τούτος ο κόσμος, ( αυτά έχει η ζωή ) κι΄ ο Θεός είναι δυνατός !» και φύγανε. Κοντά τα μεσάνυχτα έρχεται ο Αλέξαντρος, γιατρός, συγγενής μου. Την είδε εις την ίδια κατάστασιν, σηκώθηκε κ’ έφυγε πολλά λυπημένος. Τότε κι΄ εγώ απολπίστηκα. 

Μαζώνω τα παιδιά μου, πηγαίνω εις τις εικόνες, κάνομεν τις μετάνοιες μας, και κλαίγαμε και έλεγα: 
«Κύριε! αυτά τα παιδιά ανήλικα είναι, και τόσον κόσμο εδώ μέσα, τί να τους κάμω εγώ ο δυστυχής;». 

(Γιόμωσε και το σπίτι ξένους ανθρώπους μέσα – έξω, καταφανίστηκε και το σπίτι μου, μια κι΄ όποιος είχε διάθεση μέ έκλεβε..).

Εκεί οπού έκανα την προσευκή μου με τα παιδιά μου, μού’ ρθε εις την ιδέα μου: (αύριο ξημέρωνε Κυριακή) άν ζήσει η γυναίκα μου ώς αύριο, να στείλω τα παιδιά εις την Εκκλησία απο μίαν λαμπάδα, να κάμουν την προσευκή τους – κι΄ ο Θεός άς γένει Έλεος εις αυτά που θα μείνουν ορφανά...
Σηκώθηκα, πήγα εις τήν άρρωστη, της έβαλα και δύο γυναίκες συγγενείς της, κι΄ ό,τι απαιτείται να της πιάσουνε ( κλείσουνε ) τα μάτια όταν της βγεί η ψυχή. Εγώ, λυπημένος κ μπαϊλντισμένος, τόσες ημέρες άυπνος, με πονούσε και το κεφάλι, είπα των γυναικών να σταθούν με τήν άρρωστη κι΄ εγώ να πέσω να κοιμηθώ ολίγον. 

Εκεί που πήγα εις την ταράτσα να κοιμηθώ, σήκωσα τα μάτια μου εις τον ουρανό, και περικαλούσα κι΄ έκλαιγα• και λέγω: «Βαγγελίστρα μου (Παναγία μου), πολλές φορές μ’ έσωσες κι’ εμένα και το σπίτι μου όλο (κι΄ εγώ στάθηκα αχάριστος). Καί  τώρα να μου βρεθείς, ότι είμαι χαμένος!»• κι΄ έγειρα. Την ίδιαν στιγμή οι γυναίκες αποκοιμήθηκαν και η άρρωστη ήταν μόνη της. 
Πηγαίνει ένα σύγνεφο και κατεβάζει την γυναίκα κάτω απο το στρώμα – και τέτοια λευτεριά πήρε που δέν την είχε ούτε όταν ήταν κορίτσι! 

Πήρε να ξημερώσει, μπήκα κ εγώ μέσα να ιδώ άν την συγύρισαν ( την πεθαμένη) καλά, ή όχι; Ανοίγοντας την πόρτα, μου λέγει: «άντρα, να πάς εις την Βαγγελίστρα!»• καί μου λέγει όλα αυτά τα συμβάντα.
Εγώ, αδελφοί, περικαλιόμουνα απ΄ έξω, Την ίδια ώρα έστειλα κι΄ ήρθαν οι παπάδες, διάβασαν, και σηκώθηκε εντελώς. Ήρθαν οι γιατροί, μου είπαν: «έγινε μεταβολή». Εγώ δέν τους είπα τίποτας από αυτά• τους πλέρωσα κ τους ευκαρίστησα. 

Κι΄ εγώ κι΄ η άρρωστη όμως, γνωρίζαμε τον αληθινό Γιατρό ! – 
Μετανογάγω όμως ( το ξεχνάω ) καί πάλε δέν πηγαίνω εις την Χάρη Της ( στο τάμα πού είχα στην Τήνο).
Σε δύο ημέρες, βλέπει ένας Χριστιανός εις τον ύπνο του οτι ήρθε ένας καλόγερος εις το σπίτι μου, και μιά μαυροφόρα, εις τον οντά που κοιμούμαι μόνος μου, και λέγει η γυναίκα ότι: «Εγώ δέν ήθελα να ματάρθω σ’ εσέναν, ο Γιάννης με παρακίνησε ( ήτον ο Άγιος Γιάννης ο Βαφτιστής), οτι σ’ έσωσα τόσες φορές καί δέν ήρθες εις το σπίτι Μου, Με γέλασες. Σου γιάτρεψε κι΄ ο Μονογενής Μου, κι΄ εγώ τον περικάλεσα κι΄ ήρθαμε καί σου γιατρέψαμε το ταίρι σου να μήν μείνουν αρφανά τόσα αδύνατα χελιδονάκια ( τα παιδιά σου ) καί γιάτρεψε ο Μονογενής Μου ( ο Χριστός ) το στήθος της κι΄ Εγώ το χέρι της, που θα πάγαινε ( πέθαινε ) από αυτά• καί της έβγαλε τόσα σάπια απο του καταραμένου ( σατανικά μάγια ) τις ενέργειες».
Τότε εγώ άρχισα να κλαίγω. Μου λέγει: 

«μήν κλαίς. Ξέρεις ποιός σε φυλάγει εσένα;» Ευθύς, είχε απο κάτω απο το ράσο της μιά λαμπάδα καί την σήκωσε απάνω κι΄ άναψε: «αυτό το Φώς του Αφεντός Μας ( Χριστού ) σε φυλάγει! Καί να’ ρθείς εις το σπίτι Μου». 

Έρχεται ο άνθρωπος την αυγή, μου λέγει όλα αυτά. 
Τότε εγώ αποφασίζω να πάγω καί να πάρω και το παιδί που το γιάτρεψε απο τις πληγές και τό’ ταξα να το πάρω να πάμεν – αρχινάγω κ συλλογιούμαι: «πού να πάρω παιδί !», φοβόμουν και την θάλασσα, δέν είχα και έξοδα εις το χέρι• καί δι’ αυτά όλα άρχισα να μετανογώ δια το παρόν, να μήν πάγω. Καί φοβόμουν καί την εξουσία, να μήν δημιουργηθούν καχυποψίες οτι πάγω να κάμω συνομωσίες (οτι είχα ζητήσει την άδεια όταν ήτον ο Λόντος υπουργός, κ δέν μου την έδωσε)• αυτά όλα μού’ φερναν δυσκολίες.
Την άλλη βραδυά βλέπει μιά γυναίκα την Χάρη Της ( την Παναγία ), τον Α-Γιάννη, τον Άγιον Σπυρίδωνα κ τον Άγιον Νικόλα, κ ήρθαν εις την κάμαρη, κ βαστούσα εγώ το παιδί εις τα χέρια• μου λέγει η Χάρη Της: «μήν παίρνεις το παιδί μαζί σου τώρα• κ μήν φοβάσαι απο αυτούς, δέν σου κάνουν τίποτας• κ μήν φοβάσαι κ την θάλασσα: θα σε πάρω Εγώ, κι΄ ο Γιάννης ( Άγιος Ιωάννης ), κι΄ ο Σπύρος κι΄ ο Νικόλας να σε πάμεν καί να σε φέρωμεν πίσω εις την οικίαν σου». 
Αφού έρχεται η γυναίκα κ μου λέγει αυτά (όσα εγώ συλλογιόμουν μόνος μου, μου τα λέγει αυτείνη!) – παίρνω έναν άνθρωπο, κατεβαίνω κάτω, ήταν καί το παπόρι δια να φύγει, μπήκα μέσα• έπεσα να κοιμηθώ απάνω (δέν μπορούσα κάτω εις τ’ αμπάρι) – μου λένε: «σήκω!». Εγώ έλπιζα οτι ήμαστε ακόμα εις τον Περαία, ανακατώνονταν οι άνθρωποι κ θα σηκώσουν σίδερο ( άγκυρα ) να φύγουμε – μου λένε: «σήκω, θα βγούμε εις την Σύρα!». 


Τηράγω, βλέπω Σύρα. Εβήκαμεν έξω, εις τους φίλους• έφαγα ψωμί• θέλανε να μου κάμουν τραπέζι άλλοι το βράδυ – είπα του παιδιού κρυφά κ’ έπιασε καΐκι• σε δύο ώρες πήγαμε εις την Τήνο• επήγα σ’ έναν κουμπάρο μου, έκατσα 23 ημέρες• πήγα εις την Χάρη Της, νήστεψα κ ξεμολογήθηκα να μεταλάβω.
Είπα των επιτρόπων να μου βάλουν ένα σκουτί να κοιμηθώ κάτω, εις την εκκλησίαν οπου φανερώθη η Χάρη Της• μού’ στρωσαν μπροστά εις την εικόνα. Η εκκλησιά είναι μεγάλη. Εκει μέσα, λέγω του ανθρώπου μου: «εσύ σύρε πέρα τις εικόνες καί κοιμήσου – καί άν θέλεις, δοξολόγα τον Θεόν καί την Χάρη Της • ει δέ, κοιμήσου• ό,τι θέλεις ακολούθα». Άρχισα εγώ να κάμω τις μετάνοιες μου καί την αμαρτωλή μου προσευκή εις τους Σωτήρας της πατρίδος μου καί θρησκείας μου κι’ εμένα του αμαρτωλού κι΄ όλης μου της οικογένειας μου.
Αφού άρχισα τις μετάνοιες μου κ την προσευκή μου καμπόση ώρα, πήγα εις την Χάρη Της να ασπαστώ, να κοιμηθώ ολίγον κ πάλε να σηκωθώ• άμα πήγα να ασπαστώ, κάνει έναν χτύπο η εικόνα, οπου δέν μπορώ να σας το παραστήσω! 

Ξυπνάγει ο άνθρωπος απο το πέρα μέρος, οπου τ’ άκουσε, ήρθε εκεί, «τί ήταν αυτό;» μου λέγει – μήτε εγώ ήξερα μήτε εκείνος. Μετάλαβα την αυγή. Πήγαινα, όσες μέρες στάθηκα: πήγαινα εις την Χάρη Της, λυτρωνόμουν. Καί καθόμουν με τους επιτρόπους κ πατέρες. Εκεί ήμουν τυχερός, δια της Φώτισής Της: πήρα καί μίαν εικόνα, (μεγέθους) όση είναι η Χάρη Της ασημένια, « Ο Ευαγγελισμός» οκτακοσίων 800 χρόνων• την είχαν πάγει απο την Κρήτη εις την Χάρη Της καί μου την δώσανε. Καί χωρίς να νιώσω την θάλασσα, γύρισα πίσω εις το σπίτι μου, με την Αγαθότητά Της καί με την Ευσπλαχνία Της.
Σημείωσα, αδελφοί, όσα μοναχός μου δοκίμασα καί είδα το Έλεός Της, καί όσα μου είπαν οι άνθρωποι. Καί θα σημειώσω κι΄ άλλα πολλά. Όποιος θέλει, άς πιστεύει – όποιος δέν θέλει, άς κάμει ό,τι αγαπάει.
Γυρίζοντας εις το σπίτι απο την Χάρη Της, εκείνον τον χτύπο οπου έκαμεν η εικόνα όταν πήγα να μεταλάβω, πάντοτες τον ακούγω εδώ εις τις εικόνες. Ήταν Σαρακοστή, νηστέψαμε καί κάμαμε το Ευκέλαιό μας (ότι Ευκέλαιον δέν συνήθιζα να κάνω – κι΄ είδα εις τον ύπνο μου τον Α-Γιώργη κ τον Άγιον Δημήτρη κ μου λένε: πρίν βαφτίσω τα δύο δίδυμα μωρά μου ότι«όταν θα μεταλαβαίνεις με όλους της φαμελιάς σου να κάνετε πρώτα το Ευκέλαιόν σας καί τότε να μεταλαβαίνετε». Απο τότε όποτε θα μεταλάβωμεν, κάνομεν πρώτα το Ευκέλαιόν μας. Το λοιπόν, ήμουν νηστεμένος να μεταλάβωμεν την αυγή.
(Έρχεται στο όνειρό μου) ένας ασκημο-άνθρωπος άγριος και μου παρουσιάζει μιά γριά να κάμω (μαζί της) την "επιθυμία" μου! 

Και τρωγόμουν με αυτόν τον αναθεματισμένο… Καί παρουσιάζεται η Χάρη Της (Παναγία) με τον Α-Γιάννη κ άλλους Αγίους καί σηκώνει το χέρι Της καί του λέγει: «καταραμένε! Νά’ χεις καί του Μονογενή Μου την κατάρα καί την δική Μου! Όπου ήρθες καί πειράζεις τον άνθρωπο!»

Κι΄ έσκασε (αυτός) κι΄ έγινε στάχτη...