ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΦΘΑΝΟΥΝ ΝΑ ΚΡΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΟ!

ΦΘΑΝΟΥΝ ΝΑ ΚΡΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΟ

Τώρα δὲν φθάνει ποὺ κρίνουν λαϊκούς, ὅλους τους πολιτικούς καὶ τούς ἐκκλησιαστικούς, ἀλλὰ κρίνουν καὶ Ἁγίους καὶ φθάνουν νὰ κρίνουν καὶ τὸν Θεό. «Ὁ Θεός, λένε, στὸ τάδε θέμα ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐνεργήση· δὲν ἐνήργησε σωστὰ. Αὐτὸ ὁ Θεὸς δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ κάνη»! Ἀκοῦς κουβέντα; «Βρέ, παιδί μου, ἐσύ θὰ πῆς;». «Γιατί; Λέω τὴν γνώμη μου», σοῦ λέει καὶ δὲν καταλαβαίνει πόση ἀναίδεια ἔχει αὐτό. Τὸ κοσμικό πνεῦμα ἔχει καταστρέψει πολλά καλά πράγματα. Προχωράει τὸ κακό σὲ ἄσχημη κατάσταση, σὲ βλασφημία. Κρίνουν τὸν Θεό καὶ οὔτε τούς πειράζει ὁ λογισμός ὅτι εἶναι βλασφημία. Εἶναι καὶ μερικοί ποὺ ἔχουν μπόι καὶ, ἄν ἔχουν καὶ λίγη λογική, ἀρχίζουν: «Αὐτός εἶναι γιὰ μία χούφτα, ἐκεῖνος περπατάει στραβά, ὁ ἄλλος κάνει ἔτσι»καὶ δὲν ὑπολογίζουν κανέναν.

Ἦρθε μία φορά στὸ Καλύβι ἕνας καὶ μοῦ λέει: «Ὁ Θεὸς δὲν ἔπρεπε αὐτὸ νὰ τὸ κάνη ἔτσι». «Ἐσύ, τοῦ λέω, μπορεῖς νὰ κρατήσης μία πετρούλα στὸν ἀέρα; Αὐτὰ  τὰ ἀστέρια ποὺ βλέπεις, δὲν εἶναι μπίλιες ποὺ γυαλίζουν. Εἶναι ὁλόκληροι ὄγκοι ποὺ κινοῦνται ἰλιγγιωδῶς καὶ συγκρατοῦνται, χωρίς νὰ ἐκτροχιάζωνται». «Αὐτό, κατὰ τὴν γνώμη μου, δὲν ἔπρεπε νὰ γίνη ἔτσι», ξαναλέει. Ἀκοῦς κουβέντα! Μά ἐμεῖς θὰ κρίνουμε τὸν Θεό; Μπῆκε ἡ λογική καὶ ἔλειψε ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Καὶ ἄν τοῦ πῆς τίποτε, σοῦ λέει: «Μὲ συγχωρῆς, τὴν γνώμη μου εἶπα· δὲν μπορῶ νὰ πῶ τὴν γνώμη μου;». Τί ἀκούει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς! Εὐτυχῶς ποὺ δὲν μᾶς παίρνει τοῖς μετρητοῖς.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ: Η ΛΟΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ!

Η ΛΟΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ

Ἡ λογική δὲν ἔχει καμμιά θέση στὴν πνευματική ζωή. Μπαίνουν Ἄγγελοι, Ἅγιοι ἀπὸ τὸ παράθυρο, τούς βλέπεις, μιλᾶς μαζί τους, φεύγουν… Ἄν πᾶς νὰ τὰ ἐξετάσης αὐτὰ  μὲ τὴν λογική, δὲν γίνεται. Στὴν ἐποχή μας ποὺ ἔχουν αὐξηθῆ οἱ γνώσεις, δυστυχῶς ἡ ἐμπιστοσύνη μόνο στὴν λογική κλόνισε τὴν πίστη ἀπὸ τὰ θεμέλια καὶ γέμισε τὶς ψυχές ἀπὸ ἐρωτηματικά καὶ ἀμφιβολίες. Γι’ αὐτὸ στερούμαστε τὰ θαύματα, γιατί τὸ θαῦμα ζῆται καὶ δὲν ἐξηγεῖται μὲ τὴν λογική. Ἀντίθετα, ἡ πίστη στὸν Θεό τραβάει τὴν θεϊκή δύναμη κάτω καὶ ἀναποδογυρίζει ὅλα τὰ ἀνθρώπινα συμπεράσματα. Κάνει θαύματα, ἀνασταίνει νεκρούς καὶ ἀφήνει μὲ στόμα ἀνοικτό τὴν ἐπιστήμη. Ὅλα τὰ πράγματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐξωτερικά φαίνονται ἀνάποδα. Ἄν δὲν ἀναποδογυρίση κανεὶς τὸ κοσμικό του φρόνιμα, νὰ γίνη πνευματικός ἄνθρωπος, ἀδύνατον εἶναι νὰ γνωρίση τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς φαίνονται παράξενα (ἀνά­ποδα). Ὅποιος νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ γνωρίση τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐξωτερική ἐπιστημονική θεωρία, μοιάζει μὲ ἀνόητο ποὺ θέλει νὰ δῆ τὸν Παράδεισο μὲ τὸ τηλε­σκόπιο.

Ἡ λογική κάνει πολύ κακό, ὅταν κανεὶς πάη νὰ ἐξετάση μὲ αὐτήν τὰ θεία, τὰ μυστήρια, τὰ θαύματα. Οἱ Καθολικοί μὲ τὴν λογική τους ἔφθασαν νὰ ἐξετάσουν τὴν Θεία Κοινωνία στὸ Χημεῖο, γιὰ νὰ δοῦν ἄν πράγματα εἶναι Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Οἱ Ἅγιοι ὅμως μὲ τὴν πίστη ποὺ εἶχαν, συχνά ἔβλεπαν Σάρκα καὶ Αἷμα στὴν ἁγία Λαβίδα. Σὲ λίγο θὰ φθάσουν νὰ περνοῦν καὶ τούς Ἁγίους ἀπὸ τὶς ἀκτίνες, γιὰ νὰ διαπιστώσουν τὴν ἁγιότητά τους! Πέταξαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἔβαλαν τὴν λογική τους καὶ τώρα ἀσχολοῦνται μὲ τὴν λευκή μαγεία. Σὲ ἕναν Καθολικό ποὺ εἶχε καλή διάθεση –ἔκλεγε ὁ καημένος – εἶπα: «Μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες διαφορές ποὺ ἔχουμε εἶναι καὶ αὐτή, ἐσεῖς βάζετε τὸν ἐγκέφαλο, ἐμεῖς τὴν πίστη. Ἐσεῖς ἀναπτύξατε τὸν ὀρθολογισμό καὶ γενικά τὸν ἀνθρώπινο παράγοντα. Μὲ τὴν λογική σας περιορίζετε τὴν θεϊκή δύναμη, γιατί τὴν θεία Χάρη τὴν πετᾶτε στὴν ἄκρη. Ἐσεῖς στὸν ἁγιασμό ρίχνετε συντηρητικό, γιὰ νὰ μή χαλάση. Ἐμεῖς στὰ χαλασμένα ρίχνουμε ἁγιασμό καὶ γίνονται καλά. Πιστεύουμε στὴν Χάρη ποὺ ἁγιάζει καὶ ὁ ἁγιασμός κρατάει καὶ διακόσια καὶ πεντακόσια χρόνια, δὲν χαλάει ποτέ».
Καλύτερα εἶναι αὐτοί ποὺ πᾶνε στὸ Λεμπέτι , παρά αὐτοί οἱ Χριστιανοί ποὺ ἔχουν τὸν ὀρθολογισμό, δηλαδή τὴν ὑπερήφανη λογική.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΝΑ ΑΓΙΑΣΟΥΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΗ!

ΝΑ ΑΓΙΑΣΟΥΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΗ 

Καλή εἶναι ἡ γνώση, καλή εἶναι καὶ ἡ μόρφωση, ἀλλά, ἄν δὲν ἁγιασθοῦν, εἶναι χαμένα πράγματα καὶ ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή. Ἦρθαν μία φορά στὸ Καλύβι μερι­κοί φοιτητές φορτωμένοι μὲ βιβλία καὶ μοῦ λένε: «Ἤρθαμε, Γέροντα, νὰ συζητήσουμε γιὰ τὴν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴν γνώση;». «Ποιά γνώση, τούς λέω, αὐτή ποῦ ἀποκτιέται μὲ τὸ μυαλό;». «Ναί», μοῦ λένε. «Μά αὐτή ἡ γνώση, τούς λέω, σὲ πάει μέχρι τὸ φεγγάρι, δὲν σὲ ἀνεβάζει στὸν Θεό». Καλές εἶναι οἱ ἐγκεφαλικές δυνάμεις ποὺ ἀνεβάζουν τὸν ἄνθρωπο στὴν σελήνη, μὲ δισεκατομμύρια ἔξοδα καυσίμων κ.λπ., ἀλλὰ καλύτερες εἶναι οἱ πνευματικές δυνάμεις, ποὺ ἀνεβάζουν τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό, ποὺ εἶναι καὶ ὁ προορισμός του, καὶ μὲ λίγα καύσιμα, μὲ ἕνα παξιμάδι. Ρώτησα μία φορά ἕναν Ἀμερικάνο ποῦ ἦρθε στὸ Καλύβι: «Τί κατόρθωμα κάνατε σάν ἔθνος μεγάλο ποῦ εἶστε;». «Πήγαμε στὸ φεγγάρι», μοῦ ἀπάντησε. «Πόσο μακριά εἶναι;», τὸν ρωτάω. «Ἄς ποῦμε, μισό ἑκατομμύριο χιλιόμετρα», μοῦ λέει. «Πόσα ἑκατομμύρια ξοδέψατε, γιὰ νὰ πάτε στὸ φεγγάρι;». «Ἀπὸ τὸ 1950 μέχρι τώρα, μοῦ λέει, ἔχουμε ξοδέψει ποταμούς δολλαρίων». «Στὸν Θεό πήγατε; τὸν ρωτάω. Πόσο μακριά εἶναι ὁ Θεός;». «Ὁ Θεός, μοῦ λέει, εἶναι πολύ μακριά». «Ἐμεῖς ὅμως, τοῦ λέω, μ΄ ἕνα παξιμάδι πᾶμε στὸν Θεό!».

Ἡ φυσική γνώση βοηθάει νὰ ἀποκτήσουμε τὴν πνευματική γνώση. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος παραμένη στὴν φυσική γνώση, παραμένει στὴν φύση καὶ δὲν ἀνεβαίνει στὸν Οὐρανό. Δηλαδή παραμένει στὸν ἐπίγειο παράδεισο ποὺ ποτιζόταν ἀπὸ τὸν Τίγρη καὶ τὸν Εὐφράτη καὶ χαίρεται τὴν ὄμορφη φύση μὲ τὰ ζῶα, ἀλλὰ δὲν ἀνεβαίνει στὸν οὐράνιο Παράδεισο, νὰ χαρῆ μὲ τούς Ἀγγέλους καὶ τούς Ἁγίους. Γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε στὸν οὐράνιο Παράδεισο, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ πίστη στὸν Νοικοκύρη τοῦ Παραδείσου, γιὰ νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας, νὰ ταπεινωθοῦμε, γιὰ νὰ Τὸν γνωρίσουμε καὶ νὰ συνομιλοῦμε μαζί Του προσευχόμενοι καὶ νὰ Τὸν δοξάζουμε καὶ ὅταν μᾶς βοηθάη καὶ ὅταν μᾶς δοκιμάζη.

Ὅταν κανεὶς ἔχη μία στοιχειώδη μόρφωση, αὐτή εἶναι ἐργαλεῖο ποὺ βοηθάει. Δὲν ζητάει ὅμως νὰ ἀποκτήση γνώσεις, γιὰ νὰ βοηθήση ἤ γιὰ νὰ λέη ἐξυπνάδες, ἀλλὰ γιὰ νὰ βοηθηθῆ. Ἄν προσπαθήση κανεὶς νὰ ἁγιάση ὅ,τι τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἔρχεται ἡ Χάρις καὶ φωτίζει. Ἐκεῖ μέσα εἶναι καὶ ἡ δογματική καὶ ἡ θεολογία, γιατί ζῆ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἄλλος μπορεῖ νὰ εἶναι ἁπλός καὶ νὰ μή θέη νὰ μάθη περισσότερα, ἀλλὰ νὰ ἀρκῆται σὲ ὅ,τι τοῦ δώση ὁ Θεός.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθῆ καὶ φωτισθῆ, τότε ἁγιάζεται καὶ τὸ μυαλό του καὶ ἡ δύναμη αὐτή τοῦ λογικοῦ, ἐνῶ, πρίν ἁγιασθῆ, εἶναι σαρκική ἡ ἐνέργεια τοῦ μυαλοῦ. Ἄν ἕνας πάη ἐγωιστικά, ἐνῶ εἶναι ἀγράμματος, νὰ ἑρμηνεύση τὰ δόγματα καὶ διαβάζη τὴν Ἀποκάλυψη, τὰ Πατερικά κ.λπ., σκοτίζεται, καὶ τελικά φθάνει σὲ ἀπιστία. Τὸν ἐγκαταλείπει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, γιατί μὲ ἐγωισμό προχώρησε. Βλέπετε, ἡ ταπείνωση βοηθάει σὲ ὅλα, αὐτή δίνει τὴν δύναμη. Τὸ σοφώτερο πράγμα ποὺ θὰ σκεφτῶ, ἡ πιὸ σοφή λύση ποὺ θὰ βρῶ, εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀνοησία, ὅταν ἔχη τὸν ἐγωισμό μέσα της, ἐνῶ ἡ ταπείνωση εἶναι πραγματική σοφία. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀγώνας νὰ γίνεται μὲ φιλότιμο καὶ μὲ πολλή ταπείνωση. Διαφορετικά, ἀντί νὰ ὠφελήση, ἔχει τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Σκοτίζεται ὁ νοῦς καὶ μετά λέει κανεὶς βλάσφημα πράγματα, γιατί προχώρησε ἐγωιστικά. Εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις του. Ἐδῶ ἕνας μορφωμένος, ἄν πάη νὰ ἑρμηνεύση τὰ δόγματα, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ βλαφθῆ, πόσο μᾶλλον ἕνας ἀγράμματος, ἄν πάη νὰ διεισδύση μέσα στὸ πνεῦμα τὸ πατερικό, χωρίς νὰ ἔχη πνευματική κατάσταση! Γιατί, ἄν εἶχε λίγη πνευματική κατάσταση, δὲν θὰ τὸ ἔκανε αὐτό. Θὰ ἔλεγε: «Ἄν μου χρειάζεται κάτι, ὁ Θεὸς θὰ φωτίση. Ἄς ἐφαρμόσω αὐτὰ ποὺ καταλαβαίνω. Εἶναι τόσα πολλά!».

Ὅταν ἤμουν μικρός καὶ διάβαζα τὸ Εὐαγγέλιο, ἄν δὲν καταλάβαινα κάτι, δὲν προσπα­θοῦσα νὰ τὸ ἑρμηνεύσω. Σκεφτόμουν: «Κάτι καλό λέει, ἀλλὰ ἐγώ δὲν τὸ καταλαβαίνω». Καὶ μετά ἔβλεπα, ὅταν χρειαζόταν αὐτό, τάκ, ἐρχόταν ἡ ἑρμηνεία, ἀλλὰ καὶ πάλι ἔλεγα: «Ἄς ρωτήσω καὶ κάποιον ἄλλον πῶς τὸ ἑρμηνεύουν αὐτό». Καὶ ἦταν ἀκριβῶς ἔτσι ὅπως τὸ εἶχα καταλάβει. Γιατί εἶναι ἀναίδεια νὰ προσπαθῆ κανεὶς νὰ ἑρμηνεύση τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ μάλιστα ὅταν δὲν καταλαβαίνη. Γι’ αὐτό, ὅταν μελετᾶτε, νὰ μήν τὰ ἑρμηνεύετε μὲ τὸ μυαλό, ἀλλὰ νὰ φέρνετε καλούς λογισμούς, μέχρι νὰ ἔρθη ὁ θεῖος φωτισμός τῆς διακρίσεως, γιὰ νὰ ἐρμηνεύωνται μόνα τους.

Ἕνα θεῖο νόημα ἔχει πολλά θεία νοήματα. Μερικά μπορεῖ νὰ τὰ καταλάβη τώρα καὶ μερικά ἀργότερα. Ἕνας μπορεῖ νὰ διαβάζη-νὰ διαβάζη, νὰ μαθαίνη πολλά, καὶ νὰ μήν μπορῆ νὰ μπῆ καθόλου μέσα στὸ νόημα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄλλος μπορεῖ νὰ μή διαβάζη πολύ, ἀλλὰ νὰ ἔχη ταπείνωση, ἀγωνιστικό πνεῦμα, καὶ τὸν φωτίζει ὁ Θεὸς καὶ μπαίνει στὸ νόημα. Αὐτός ποὺ θέλει νὰ διαβάση περισσότερο, μπορεῖ νὰ τὸ θέλη ἀπὸ κενοδοξία ἤ γιὰ εὐχαρίστηση. Εἶναι σάν ἕναν ποὺ βλέπει μία πάλη καὶ δὲν κοιτάζει πῶς πάλεψαν, γιὰ νὰ βοηθηθῆ, νὰ γίνη παλαιστής, ἀλλὰ κοιτάζει συνέχεια τὸ ρολόι του, γιὰ νὰ προλάβη νὰ παρακολουθήση καὶ ἄλλη πάλη καὶ ἄλλη, καὶ παλαιστής δὲν γίνεται, ἀλλὰ μένει θεατής.

Ὅταν λέμε, «αὐτός εἶναι καλλιεργημένος ἄνθρωπος», ἐννοοῦμε καλλιεργημένο πνευματικά, ὥριμο πνευματικά. Ἔχω παρατηρήσει πώς ὑπάρχει καὶ ἀγράμματος πολύ ὑπερήφανος καὶ ἀγράμματος πολύ ταπεινός, καὶ μορφωμένος πολύ ὑπερήφανος καὶ μορφωμένος πολύ ταπεινός. Δηλαδή, ἡ ἐσωτερική καλλιέργεια εἶναι ὅλη ἡ βάση. Γι’ αὐτὸ λέει καὶ Μ. Βασίλειος: «Τὸ σπουδαιότερο εἶναι νὰ ἔχης ὑψηλή θέση καὶ ταπεινό φρόνημα». Ἕνας ποὺ ἔχει μία θέση, καὶ νὰ ἔχη καὶ λίγο ὑπερηφάνεια, δικαιολογεῖται κάπως. Ἀλλά ἕνας ποὺ δὲν ἔχει θέση, ἄν ἔχη ὑπερηφάνεια, εἶναι τελείως ἀδικαιο­λόγητος. Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ καλλιέργεια τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ ἐσωτερική καλλιέργεια. Ἄν εἶναι καλλιεργημένος κανείς, εἶναι καὶ μορφωμένος, ἔχει καὶ ταπεινό φρόνημα, αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ καλό. Γιὰ ἕναν ὅμως ποὺ δὲν ἔχει μεγάλη μόρφωση, ὅταν ἔχη πολύ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του, εἶναι πολύ βαρύ.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ: ΜΙΑ ΘΕΪΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ ΣΕ ΜΟΝΑΧΟ!

Τό ἔτος 1988, μετά ἀπό ὀκτώ ἀκριβῶς χρόνια, ἀπό τήν ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου  ἀπό τόν τάφο του, ὁ πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων Διόδωρος διώρισε νέον ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Χοζεβᾶ, τόν ἱερομόναχο Συνέσιο, ἀφοῦ ἐν τῶν μεταξύ εἶχε κοιμηθῆ ὁ προηγούμενος ἡγούμενος π. Ἀμφιλόχιος.

Τότε ὁ π. Συνέσιος ἦτο ἡλικίας 24 ἐτῶν. Τό 1980 ἦλθε στήν μονή Χοζεβᾶ καί ἕνας διάκονος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω, μέ τό ὄνομα Νικηφόρος. Ἀλλά οὔτε ὁ π. Συνέσιος, οὔτε καί ὁ διάκονος εἶχαν εὐλάβεια στόν ὅσιο Ἰωάννη καί συχνά περιφρονοῦσαν καί κακολογοῦσαν τόν Ἅγιο.
Κάποια ἡμέρα, πού εἶχαν ἔλθει στήν Μονή πολλοί ρουμᾶνοι προσκυνητές, ὁ ἡγούμενος π. Συνέσιος ἐμάλωσε ἄγρια τον π. Ἰωαννίκιο, μαθητή τοῦ ὁσίου Ἰωάννου, διότι ἔφερε πολλούς ἀνθρώπους νά προσκυνήσουν τό λείψανο τοῦ Ὁσίου καί ἀκόμη τούς ἔδωσε μερικά βιβλία μέ τόν τίτλο «Πνευματική τροφή» βιβλίο πού ἔγραψε ὁ ὅσιος καί περιέχει ποιήματά του καί διδασκαλίες του. Ἐξ αἰτίας τῆς ὀργῆς καί νοερᾶς ταραχῆς του ὁ π. Συνέσιος άπηγόρευσε στόν π. Ἰωαννίκιο νά γράφη κάτι γιά τόν μακαριστό Γέροντά του, λέγοντας ὅτι τό σῶμα του μυρίζει ἄσχημα καί πρέπει πάλι νά ταφῆ.

Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος ἀναστέναξε βαθειά καί εἶπε:
-Δέν θά συμπληρωθοῦν σαράντα ἡμέρες καί σύ ὁ ἴδιος μέ τόν μαθητή σου Νικηφόρο, θά ἰδῆτε ἐάν ὁ ὅσιος Ἰωάννης εἶναι ἤ ὄχι ἅγιος.

Τήν δεύτερη ἡμέρα τό πρωΐ ὁ ἡγούμενος Συνέσιος μπῆκε στήν ἐκκλησία, ἔχοντας κομμένη τήν γενειάδα του. Ὅταν ὁ π. Ἰωαννίκιος τόν ἐρώτησε τί συμβαίνει, ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
-Αὐτή τήν νύκτα ἦλθε ἕνας μοναχός σέ μένα, μέ κτύπησε σκληρά καί ἔβαλε στό κελλί μου φωτιά, ἀλλά δέν ὑπῆρχε κάτι εὔφλεκτο στό κελλί μου, ἐκτός ἀπό τήν γενειάδα μου.

Κατόπιν, μέσα στό διάστημα  τῶν 40 ἡμερῶν, αὐτός ὁ μοναχός, ὁ ὁποῖος μπῆκε στό κελλί τοῦ π. Συνεσίου, μέ κλειδωμένη τήν πόρτα κι αὐτός δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν ὅσιο Ἰωάννη, ἐρχόταν καί τόν κτυποῦσε κάθε νύκτα, μέχρις ὅτου ὁμολογήση τό σφάλμα του καί διορθώση τόν λογισμό του. Μετά ὁ ἡγούμενος ἐπίστευσε στόν ὅσιο, προσευχήθηκε καί ζήτησε νά τόν συγχωρήση.

Ὅλο αὐτό τό διάστημα ὁ διάκονος Νικηφόρος, παρότι ἐγνώριζε ὅλα αὐτά πού συνέβαιναν στόν ἡγούμενο, συνέχιζε νά καταδικάζει καί περιφρονεῖ τόν ὅσιο Ἰωάννη. Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος τόν συμβούλευσε νά εἶναι πολύ προσεκτικός μέ τούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ γιά νά μή τιμωρηθῆ κι αὐτός ἀπό τόν Ἅγιο.

Ὁ Νικηφόρος ὅμως δέν ἤθελε νά βαδίσει τήν σωστή καί εὐθεία ὁδό καί ἡ τιμωρία τοῦ Ἁγίου δέν ἄργησε νά ἔλθη. Μετά ἀπό μερικές ἡμέρες αὐτός ὁ διάκονος ἄρχισε νά πηγαίνει στούς βεδουΐνους, νά τρώγει μαζί τους καί νά κοιμᾶται στίς καλύβες τους. Μετά ἀπό ἕξι μῆνες ὁ Νικηφόρος ἔφυγε ἀπό τήν Ἱεριχώ, ἀποσχηματίσθηκε καί δέχθηκε τήν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καί ὠνομάσθηκε Μουσταφᾶς. Καί τό χειρότερο ἀκόμη νυμφεύθηκε μία χήρα ἀράβισσα μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε καί δύο παιδιά.
Μετά ἀπό ὅσα συνέβησαν στόν ἡγούμενο π. Συνέσιο καί στόν διάκονο Νικηφόρο, τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἔστειλε ἕνα νέον ἡγούμενο, τόν π. Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος προερχόταν ἀπό τήν μονή τοῦ ἁγίου Σάββα.

Ὁ νέος ἡγούμενος π. Ἀντώνιος δέν ὕβριζε τόν ὅσιο Ἰωάννη, ἀλλά οὔτε καί τόν τιμοῦσε σάν ἅγιο, δεδομένου ὅτι τόν θεωροῦσε σάν ἕνα ἁπλό καλόγερο. Ἀλλά ὁ Πανάγαθος Θεός, γιά τήν ἀγάπη του πού εἶχε πρός τούς ἀνθρώπους, ἐλέησε καί τόν ἡγούμενο νά τόν βοήθησε νά πιστεύσει στήν ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καί ἔτσι νά λυτρωθῆ ἀπό τήν ἀπιστία του.

Κάποια ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὅταν ὁ π. Ἀντώνιος ἦλθε στήν ἐκκλησία γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, προσκύνησε πρῶτα τά Λείψανα τῶν Ἁγίων τῆς ἐκκλησίας καί μετά ἐπῆγε καί προσκύνησε καί τό ὁλόσωμο Λείψανο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου.

Ἀφοῦ προσκύνησε τά Ἅγια λείψανα, ἐπῆγε στό ἀναλόγιο καί ἐρώτησε τούς Πατέρας:
-Ποιός ἐράντισε μέ ἄρωμα τήν λειψανοθήκη μέ τό σῶμα τοῦ πατρός Ἰωάννου;

Οἱ Πατέρες τοῦ ἀπήντησαν ὅτι δέν ἔκανε κανείς αὐτό τό ἔργο. Ὁ ἡγούμενος στενοχωρήθηκε καί ἐκάλεσε τούς ἄλλους Πατέρες νά ἔλθουν δίπλα στήν λειψανοθήκη τοῦ Ὁσίου γιά νά αἰσθανθοῦν κι αὐτοί τήν εὐωδία. Τότε ὁ π. Ἰωαννίκιος εἶπε ὅτι ἔτσι εύωδιάζει πάντοτε ἡ Λειψανοθήκη τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου. Μετά ὁ ἡγούμενος εἶπε:
Δέν εἶναι δυνατόν, διότι ἐγώ μέχρι τώρα πρώτη φορά αἰσθάνθηκα αὐτή τήν ὡραία εὐωδία.

Καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὁ ἡγούμενος, ἐπειδή δέν ἐπίστευε ἀκράδαντα, δέν εἶχε ποτέ προσκυνήσει τό Σκήνωμα τοῦ Ὁσίου, ὁπότε δέν εἶχε αἰσθανθῆ καί καμμία εὐωδία.Ἀλλά, ὅταν ταπεινώθηκε καί προσκύνησε τόν ὅσιο Ἰωάννη, κατά τρόπο θαυμαστό ἀξιώθηκε νά μεταλάβη αὐτῆς τῆς θείας δωρεᾶς, πού πηγάζει σάν πηγή ἀπό τό ἅγιο σῶμα του.

Τήν δεύτερη ἡμέρα, μετά ἀπό ὅσα συνέβησαν, ἦλθε μία ὁμάδα ἑλλήνων προσκυνητῶν. Μαζί τους εἶχαν κι ἕνα ἄνδρα δαιμονισμένο καί δεμένον μέ ἁλυσίδες. Αὐτός πολλές φορές ἔσπαζε τίς ἁλυσίδες του, ἔφευγε ἀπό τά χέρια τῶν σωματοφυλάκων του καί πολλοί πού τοῦ ἔδειχναν τήν ἀγάπη τους, τούς κτυποῦσε ἄσχημα.

Ὅταν πλησίαζαν στό μοναστήρι, τά δαιμόνια ἀλλάλαζαν δυνατά καί αὐτοί πού τά ἄκουγαν, ἐξεπλήττοντο. Ἔλεγαν:
-Τί ἔχεις μ᾿ἐμᾶς, Ἰωάννη; Δέν μᾶς διώχνεις!  Δέν μπορεῖς νά μᾶς βασανίσεις!  Δικός μας εἶναι! Ἄφησέ μας! Μή μᾶς κτυπᾶς!

Μέ πολλή δυσκολία κατάφεραν νά τόν φέρουν στήν ἐκκλησία καί, ὅταν τόν ἄγγιξαν στό Λείψανο τοῦ Ὁσίου, ὁ δαιμονισμένος οὔρλιαξε καί ἔκαμε σάν ἕνα ἄγριο θηρίο. Μετά ἔπεσε κάτω σάν νεκρός καί ἐπί μία περίπου ὥρα δέν ἐκινεῖτο, ἀλλά ἵδρωνε ἀργά ἀργά.
Βλέποντας τό θαῦμα αὐτό ὁ π. Ἀντώνιος ἔτρεξε νά εἰδοποιήσει τόν π. Ἰωαννίκιο γιά νά ἰδῆ καί νά σημειώσει τό θαῦμα, διότι εὑρισκόταν στήν σπηλιά τοῦ ὁσίου Γέροντός του Ἰωάννου.

από το βιβλίο: «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ – ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥΣ» – Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010.

ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΣΟΦΙΑΣ ΧΟΤΟΚΟΥΡΙΔΟΥ (ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ)

Πνευματικά λόγια, γεμάτα με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος από την ασκήτρια της Κλεισούρας Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, μία λαϊκή ασκήτρια, παράδειγμα για όλους μας.

«Ἐγὼ θὰ φύγω, ἀλλὰ νὰ ξέρετε· ἡ λαιμαργία θὰ χάσει τὸν κόσμον, ἡ λαιμαργία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια…».

«Καμμία φορὰ ὁ κόσμος ἀγριεύει, καὶ ὅταν ἔχει καὶ ὅταν δὲν ἔχει. Ὅταν δὲν ἔχει, ἀγριεύει χειρότερα».

«Ποτὲ μὴν πεῖτε ὅτι εἶμαι ἐγὼ καὶ περιφανεύεστε, καὶ σηκώνετε τὸ κεφάλι ψηλά. Γιατὶ θά ‘ρθεῖ μία ὥρα ποὺ θὰ χτυπήσει, θὰ σὲ ἀνεβάσει πάνω στὸ λευκάδι –βγαίναμε ἔξω καὶ μᾶς ἔδειχνε τὸ λευκάδι– καὶ μετὰ θὰ σὲ πετάξει κάτω, στὴ ρίζα».

«Θὰ μιλᾶς σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ σ’ ἕνα μικρὸ παιδάκι θὰ μιλᾶς· θὰ τὸ λὲς καλημέρα. Κι αὐτὸ εἶναι σπλάχνο τοῦ Θεοῦ. Ἄσε ποὺ εἶναι μικρό. Γέννημα θρέμμα τοῦ Θεοῦ εἶναι».

«Ἡ περηφάνεια δὲν εἶναι ζωή. Σκαλιὰ κάνει ὁ Θεός. Ἀλλὰ ποιός τὰ ξέρει τὰ σκαλιά; Σὲ ἀνεβάζει καὶ ὕστερα σὲ κατεβάζει».

«Ἐγὼ εἶμαι πολλὰ ἁμαρτωλή. Πῶς θὰ ἀξιωθῶ νὰ δῶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ;»

«Ἐλᾶτε ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἐλᾶτε στὴν Παναγία· ἂν ἀγαπᾶτε, ἐλάτε στὴν Παναγία».

«Ἄχ, ἂν κάνουμε ἕνα καλό, λέμε κάναμε ἕναν καλόν. Μὲ ποιά δύναμη κάναμε τὸ καλό; Μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ· ἔδωσέ σε ὁ Θεὸς εὐλογία καὶ ἔκανες τὸ καλό».

«Μικροὶ μεγάλοι νὰ ἔρθουν στὴν μετάνοια, νὰ μετανοοῦν. Νὰ γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐπάνω. Αὐτοὶ δὲν τὸ γνωρίζουν, σὰν τὰ ἄλογα ζῶα τρῶνε τὴν Παρασκευή. Παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μετανοοῦν, αὐτοὶ δὲν μετανοοῦν».

«Σᾶς παρακαλῶ, ὅποιος κάνει ὑπομονή, χαρὰ σ’ αὐτόν. Ὅποιος κάνει ὑπομονή, σὰν τὸν ἥλιο θὰ λάμψει. Πολλὴ ὑπομονὴ νὰ κάνετε».

«Τὸ στόμα τὸ χρυσὸ ἐμίλησε καὶ εἶπε: Οἱ πεθεράδες νὰ σκεπάζουν, οἱ γεροντάδες νὰ σκεπάζουν. Οἱ νέοι νὰ φυλάγουν τὰ λόγια του Θεοῦ· τριαντάφυλλα στὸ στόμα, χρυσὸ κρασάκι στὸ στόμα (=ἡ Θεία Κοινωνία), νὰ εἶναι πάντα μὲ τὸν Θεόν.»

«Καὶ οἱ νέοι νὰ βάλουν στὸ νοῦ τους τὰ παντάψηλα τοῦ Θεοῦ λόγια. Τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ σὰν τριαντάφυλλα νὰ εἶναι μέσα εἰς τὴν καρδίαν».

«Τὸ στόμα νὰ γίνει βασιλικὸς καὶ τριαντάφυλλον».

«Ἐγὼ χορτάτη εἶμαι ἀπ’ ὅλα· μόνον θυμίαμα δὲν χορταίνω, καντήλια, –πῶς νὰ στὸ πῶ;– κεριὰ δὲν χορταίνω».

«Ὅταν δίνετε νὰ μὴ λέτε ἔδωσα, ἔχασα, τάισα. Ὁ Θεὸς σᾶς ἔδωσε τὰ ὑπάρχοντα, ὁ Θεὸς ἔδωσε εὐλογία, γιὰ νὰ δίνετε· ὅταν ἔρχονται ἀπὸ μακριά, νὰ φιλοξενεῖτε καὶ νὰ τὰ δίνετε ὅλα».

«Δῶσε στοὺς φτωχούς. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀχόρταγοι, ἀνόητοι, βλάσφημοι, λαίμαργοι».

«Ἐγὼ θὰ φύγω, ἀλλὰ νὰ ξέρετε· ἡ λαιμαργία θὰ χάσει τὸν κόσμον, ἡ λαιμαργία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια».

«Ὁ Θεὸς περιμένει, περιμένει».

«Ἡ Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στὸν Υἱόν της: «Υἱέ μου καὶ Θεέ μου, δῶσε στὸν κόσμον σοφία. Συγχώρησε τὸν κόσμον.» Παναγία μου, προσκυνῶ τὴν χάρη σου. Ὁ Κύριος λέει: Ἐγὼ κατέβηκα, σταυρώθηκα, καρφώθηκα καὶ αὐτοὶ δὲν πιστεύουν.» Ἀναμένει ὁ Θεός, ἀναμένει. Κάνει ὑπομονή».

«Πολλὰ ὑπομονήν· πολλὰ ὑπομονήν.

«Τὰ μάτια κλειστά, τὸ στόμα κλειστό, τὰ αὐτιὰ κλειστά, γιὰ νὰ κερδίσουμε. Ὁ κόσμος τί κάνει, τί εἶδες, τί ξέρεις; Δὲν εἶδα τίποτα, δὲν ξέρω, χαπὰρ κι ἔχω (=δὲν ἔχω χαμπέρι, δὲν παίρνω εἴδηση). Δὲν ἀκούω, δὲν βλέπω».

«Μυρίζω χῶμα, τὸ χῶμα μᾶς ἔπλασε, στὸ χῶμα θὰ πᾶμε. Ἐλᾶτε ἐσεῖς ποὺ εἶστε καλοί, θὰ ἁγιάσετε τὸ χῶμα».

«Τὸ καλὸν τὸ σῶμα θὰ ἁγιάσετε τὸ χῶμα, τὸ σῶμα τὸ κακὸν θὰ βρωμίσει τὸ χῶμα. Νὰ μετανοήσετε, νὰ πάρετε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ».

«Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κάνει σοφὸν τὸν ἄνθρωπο. Ποιός εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; Ὄχι νὰ φοβᾶσαι τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ φοβᾶσαι νὰ μὴν στενοχωρήσεις τὸν ἄλλο, νὰ μὴν τὸν βλάψεις, νὰ μὴν τὸν ἀδικήσεις, νὰ μὴν τὸν κατηγορήσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ σοφία. Ὕστερα τὰ ἄλλα, γιὰ νὰ ζήσεις, σὲ φωτίζει ὁ Θεὸς τί νὰ κάνεις».

«Ἅμα τὰ πράγματα τὰ ἀφήκεις στὸν Θεό, ἔρχονται μονάχα. Μὴν προσπαθεῖς νὰ βγάλεις, ἅμα δὲν σὲ δώσει ὁ Θεός. Ὅσο τρέχεις, τόσο λίγο βγάζεις (=κερδίζεις)».

«Νὰ σκεπάζετε, νὰ σᾶς σκεπάζει ὁ Θεός».

«Τὸ σίδερο πῶς τὸ βάζουν στὴν φωτιὰ ἐπάνω, καὶ κοπανοῦνε. Καὶ κοπανίζουνε καὶ τὸ βάζουν στὴν φωτιά. Καὶ κοπανοῦνε καὶ πάλι τὸ βάζουνε στὴν φωτιά. Ἐμεῖς σὰν τὸ σίδερο πρέπει νὰ εἴμαστε».

«Ἂν κάποιος θυμώσει, νὰ πάει ἀμέσως νὰ μιλήσει, νὰ λέει δῶσε μου ἕνα κάτι, καὶ νὰ μιλήσει. Θυμὸν νὰ μὴν κρατοῦμε. Ὁ θυμὸς εἶναι κακὸν πράγμα. Ὅποιος εἶναι θυμωμένος καὶ ἀντίδωρο δὲν πρέπει νὰ παίρνει».

«Νὰ μὴν κάνετε χρέη, νὰ εἶστε ἐλεύθεροι, ἡ ψυχὴ νὰ φύγει ἀπάνω».

«Τὴν Κυριακὴ νὰ μὴν κάνεις οὔτε πίττες οὔτε τίποτα, μόνο τὶς πιὸ ἀναγκαῖες δουλειές. Ἡ Κυριακὴ εἶναι μέρα τοῦ Θεοῦ. Κυριακὴ νὰ μὴ δουλεύετε. Ὅποιος δουλεύει τὴν Κυριακὴ εἶναι κλέφτης. Τὰ χέρια του λερώνει, ὅπως οἱ κλέφτες. Τὴν Δευτέρα νὰ κάνετε καλωσύνες».

«Πολλὰ λόγια νὰ μὴ λέτε, λίγα καὶ εὐλογημένα. Νὰ ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν καὶ ἡ καρδία σας νὰ λάμπει ὡσὰν τὸν ἥλιον».

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Σοφία, ἡ ἀσκήτισσα τῆς Παναγίας» ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Κλεισούρας. (Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία).

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ: ΔΙΨΑ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ!


ΔΙΨΑ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ!

Διψᾶ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ μὲ δάκρυα Τὸν ζητῶ. Πῶς νὰ μὴ Σὲ ζητῶ; Σὺ μὲ ζήτησες πρῶτος καὶ μοῦ ἔδωσες νὰ γευθῶ τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἡ ψυχή μου Σὲ ἀγάπησε ἕως τέλους.

Βλέπεις, Κύριε, τὴ λύπη καὶ τὰ δάκρυά μου … Ἂν δὲν μὲ προσείλκυες μὲ τὴν ἀγάπη Σου, δὲν θὰ Σὲ ζητοῦσα ὅπως Σὲ ζητῶ. Ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο μοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ Σὲ γνωρίσω καὶ χαίρεται ἡ ψυχή μου, γιατί Σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου καὶ ὁ Κύριός μου καὶ Σὲ διψῶ μέχρι δακρύων.

Ποθεῖ ἡ ψυχή μου τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ζητῶ, μὲ δάκρυα. Εὔσπλαχνε Κύριε, Σὺ βλέπεις τὴν πτώση μου καὶ τὴ θλίψη μου. Ταπεινὰ ὅμως παρακαλῶ τὸ ἔλεός Σου: Χορήγησέ μου, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος. Ἡ θύμησή της ὁδηγεῖ τὸ νοῦ μου νὰ ξαναβρῆ τὴν εὐσπλαχνία Σου. Κύριε, δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως, γιὰ νὰ μὴ ξαναχάσω τὴ χάρη Σου καὶ ξαναρχίσω νὰ τὴν θρηνῶ, ὅπως θρηνοῦσε ὁ Ἀδὰμ γιὰ τὸν παράδεισο καὶ τὸν Θεὸ.

Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Δίψα Θεού

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΛΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΞΕΧΝΑΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΘΕΟ!

ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΛΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΞΕΧΝΑΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΘΕΟ

Ἕνα παιδάκι, ὅταν παίζη καὶ εἶναι ἀφοσιωμένο στὰ παιχνίδια του, οὔτε καν καταλαβαίνει, ὅταν ὁ πατέρας τοῦ εἶναι δίπλα καὶ τὸ χαϊδεύη. Λίγο ἄν διακόψη τὰ παιχνίδια του, τότε θὰ τὸ καταλάβη. Ἔτσι καὶ ὅταν ἔχουμε μέριμνα, δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δίνει καὶ δὲν τὸ αἰσθανό­μαστε. Πρόσεξε νὰ μή σπαταλᾶς τὶς πολύτιμες δυνάμεις σου σὲ περιττές μέριμνες καὶ μάταια πράγματα ποὺ θὰ γίνουν ὅλα σκόνη μία μέρα. Τότε καὶ σωματικά κουράζεσαι καὶ τὸν νοῦ σου σκορπᾶς ἄσκοπα καὶ μετά δίνεις τὴν κούρασή σου μὲ τὰ χασμουρητά στὸν Θεό τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, σάν τὴν θυσία ποὺ ἔκανε ὁ Κάιν. Ἑπόμενο εἶναι τότε καὶ ἡ ἐσωτερική σου κατάσταση νὰ εἶναι κατάσταση «Κάιν», μὲ ἄγχος καὶ ἀναστε­ναγμούς ποὺ θὰ τὰ προκαλῆ τὸ ταγκαλάκι ποὺ θὰ εἶναι δίπλα σου.

Νὰ μή σπαταλᾶμε ἄσκοπα τὸν καρπό, τὴν ψίχα, τῶν δυνάμεών μας μένουν τὰ τσόφλια γιὰ τὸν Θεό. Ἡ μέριμνα τραβάει ὅλο τὸ μεδούλι τῆς καρδιᾶς καὶ δὲν ἀφήνει τίποτε γιὰ τὸν Χριστό. Ἄν δής ὅτι ὁ νοῦς σου συνέχεια φεύγει καὶ πάει σὲ δουλειές κ.λπ.. πρέπει νὰ καταλάβης ὅτι δὲν πᾶς καλά καὶ νὰ ἀνησυχήσης, γιατί ἔχεις ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ καταλάβης ὅτι εἶσαι πιὸ κοντά στὰ πράγματα παρά στὸν Θεό, στὴν κτίση καὶ ὄχι στὸν Κτίστη.

Πολλές φορές, δυστυχῶς, μία κοσμική εὐχαρίστηση ξεγελάει ἀκόμη καὶ τὸν μοναχό, ὅταν κάνη μία ἐργασία. Ὁ ἄνθρωπος, φυσικά, εἶναι πλασμένος νὰ κάνη τὸ καλό, γιατί καὶ ὁ Δημιουργός του εἶναι καλός. Ἀλλά ὁ μοναχός ἀγωνίζεται ἀπὸ ἄνθρωπος νὰ γίνη Ἄγγελος. Γι' αὐτὸ ἡ ἐργασία του γιὰ τὰ ὑλικά θὰ πρέπη νὰ εἶναι περιορισμένη μόνο στὰ πιὸ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ ἐργάζεται στὰ πνευματικά. Τότε καὶ ἡ χαρὰ του θὰ προέρχεται ἀπὸ τούς πνευματικούς καρπούς ποὺ θὰ παράγη, θὰ εἶναι πνευματική, καὶ θὰ τρέφεται, ἀλλὰ καὶ θὰ τρέφη πλουσιοπάροχα.

Μὲ τὴν πολλή δουλειά καὶ μέριμνα ξεχνάει κανεὶς τὸν Θεό. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Πάπα-Τύχων: «Ὁ Φαραώ ἔδινε πολλή δουλειά καὶ πολύ φαγητό στούς Ἰσραηλίτες, γιὰ νὰ ξεχάσουν τὸν Θεό». Στὴν ἐποχή μας ὁ διάβολος ἀπορρόφησε τούς ἀνθρώπους στὴν ὕλη, στὸν περισπασμό, δουλειά πολλή, φαΐ πολύ, γιὰ νὰ ξεχνοῦν τὸν Θεό, καὶ ἔτσι νὰ μήν μποροῦν –ἤ μᾶλλον νὰ μή θέλουν – νὰ ἀξιοποιήσουν τὴν ἐλευθερία ποὺ τούς δίνεται γιὰ τὸν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς. Εὐτυχῶς ὅμως, χωρίς νὰ τὸ θέλη ὁ διάβολος, βγαίνει καὶ κάτι καλό, δὲν εὐκαιροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἁμαρτήσουν ὅσο θέλουν.

ΟΠΟΥ ΠΟΛΥΣ ΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΣ, ΕΚΕΙ ΠΟΛΛΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΠΑΡΑΣΙΤΑ

Ἔκανα μόνον τὰ ἀπαραίτητα γιὰ ἐδῶ, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ κάνω τὰ ἀπαραίτητα γιὰ πάνω, γιὰ τὸν Οὐρανό. Ἄν χαθῆς μὲ τὰ ἐπίγεια, χάνεις τὸν δρόμο σου γιὰ τὸν Οὐρανό. Κάνεις τὸ ἕνα, μετά θέλεις καὶ τὸ ἄλλο. Καὶ ἄν μπής σ' αὐτὸ τὸ γρανάζι, χάθηκες! Ἄν χαθῆς μὲ τὰ ἐπίγεια, χάνεις τὰ οὐράνια. Ὅπως τὰ οὐράνια δὲν ἔχουν τελειωμό, ἔτσι καὶ τὰ ἐπίγεια δὲν ἔχουν τελειωμό. Ἤ θὰ χαθῆς ἐδῶ ἤ θὰ... «χαθῆς» ἐκεῖ. Ξέρεις τί εἶναι νὰ «χάνεσαι» ἐκεῖ πάνω! Ὤ, ἔλεγα τὴν εὐχή καὶ βυθιζόμουν! Βυθίσθηκες καμμιά φορὰ στὴν εὐχή;

Ἡ πολλή δουλειά μὲ τὴν κόπωσή της καὶ τὸν περισπασμό, ἰδίως ὅταν γίνεται μὲ βιασύνη, δὲν βοηθάει. Παραμερίζει τὴν νήψη καὶ ἀγριεύει τὴν ψυχή. Δὲν μπορεῖ ὄχι μόνο νὰ προσευχηθῆ κανείς, ἀλλὰ οὔτε νὰ σκεφθῆ. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργήση μὲ σύνεση, καὶ ἔτσι οἱ ἐνέργειές του δὲν εἶναι σωστές.
Γι' αὐτὸ προσέξτε, μή σπαταλᾶτε τὸν χρόνο σᾶς ἄσκοπα, χωρίς νὰ τὸν ἀξιοποι­ῆτε στὰ πνευματικά, γιατί θὰ φθάσετε σὲ σημεῖο νὰ ἀγριέψετε πολύ καὶ νὰ μήν μπορῆτε πλέον νὰ κάνετε πνευματικά. Θὰ θέλετε νὰ ἀσχολῆσθε μὲ δουλειές ἤ νὰ συζητᾶτε ἤ θὰ ἐπιδιώκετε νὰ ὑπάρχουν θέματα, γιὰ νὰ βρίσκεσθε σὲ δουλειά. Μὲ τὴν παράλειψη τῆς εὐχῆς καὶ τῶν πνευματικῶν καθηκόντων ὁ ἐχθρός καταλαμβάνει τὰ πνευματικά μας ὑψώματα καὶ μᾶς πολεμάει καὶ μὲ τὴν σάρκα καὶ μὲ λογισμούς. Μᾶς ἀχρηστεύει ὅλες τὶς δυνάμεις, τὶς ψυχικές καὶ σωματικές, καὶ κόβει τὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεό, ὅποτε εἶναι ἑπόμενο νὰ αἰχμαλωτισθῆ ἡ ψυχή μας στὰ πάθη.

Ὁ Πάπα-Τύχων ἔλεγε στούς μοναχούς ὅτι πρέπει νὰ ζοῦν ἀσκητικά, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὶς μέριμνες, καὶ ὄχι νὰ δουλεύουν σάν ἐργάτες καὶ νὰ τρῶνε σάν κοσμικοί. Γιατί τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι οἱ μετάνοιες, οἱ νηστεῖες, οἱ προσευχές ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τοῦ ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ζωντανούς καὶ πεθαμένους, καὶ λίγη δουλειά γιὰ τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ μήν ἐπιβαρύνη τούς ἄλλους.

Ἄν ἀσχολῆσαι μὲ τὰ ἀπαραίτητά της ὑπακοῆς, καὶ περισπασμό νὰ ἔχης, δὲν θὰ πάθης ζημιά. Ἐὰν τὸ ἐνδιαφέρον σου γιὰ τὸ διακόνημα ποὺ σου ἀναθέτουν ἤ γιὰ νὰ βοηθήσης μία ἀδελφή δὲν ξεπεράση τὰ ὅρια, ἡ λαχτάρα θὰ εἶναι γιὰ τὴν εὐχή καὶ ἡ βοήθειά σου θὰ εἶναι θετική. Ὅταν ὅμως μόνος του κανεὶς ξεπερνάη τὰ ὅρια καὶ προσθέτη περισπασμό καὶ ἀσχολῆται μὲ χαμένα πράγματα, τότε σκορπάει ὁ νοῦς καὶ φεύγει ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ὅταν ὁ νοῦς δὲν εἶναι στὸν Θεό, πῶς θὰ νιώση κανεὶς τὴν χαρὰ τοῦ Θεοῦ; Ἡ καρδιά εὔκολα παγώνει. Καὶ ἐγώ, ὅταν ὅλη τὴν ἡμέρα ἔχω κόσμο, ἄν καὶ εἶναι πνευματικό τὸ ἔργο, ὅταν τὸ βράδυ πάω νὰ προσευχηθῶ, δὲν εἶναι ἡ καρδιά μου ὅπως ὅταν προσεύχωμαι ὅλη τὴν ἡμέρα. Γεμίζει τὸ μυαλό μὲ ἕνα σωρό πράγματα καὶ εἶναι δύσκολο νὰ τὰ ἀποβάλη κανείς. Ὅσο μπορεῖς νὰ λές τὴν εὐχή μέσα στὴν ἡμέρα καὶ νὰ σιγοψάλλης.

Πολύ βοηθάει καὶ ἡ λίγη πνευματική μελέτη, ἰδίως πρίν ἀπὸ τὴν προσευχή. Πολύ θερμαίνει τὴν ψυχή καὶ σκορπάει τὶς μέριμνες τῆς ἡμέρας, καὶ τότε, μὲ ἐλευθερωμένη τὴν ψυχή καὶ μεταφερμένη στὴν πνευματική θεία ἀτμόσφαιρα, κινεῖται ἀπερίσπαστα ὁ νοῦς. Μὲ ἕνα κομματάκι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἤ ἀπὸ τὸ Γεροντικό ποὺ ἔχει μικρά κομματάκια ἀλλὰ δυνατά, ὁ νοῦς μεταφέρεται σὲ πνευματικό χῶρο καὶ δὲν φεύγει πιά. Γιατί ὁ νοῦς εἶναι σάν ἕνα ζωηρό παιδί ποὺ τρέχει πότε ἀπὸ 'δω, πότε ἀπὸ 'κει. Ἅμα ὅμως τὸ γλυκάνης μὲ καμμιά καραμέλλα, δὲν φεύγει.

Τὸ ἀπερίσπαστο καὶ τὸ ἀμέριμνο φέρνουν τὴν ἐσωτερική ἡσυχία καὶ τὴν πνευματική ἐπιτυχία. Οἱ μέριμνες ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν ὑπάρχη πολύς περισπασμός, ὑπάρχουν πολλά πνευματικά παράσιτα καὶ οἱ πνευματικοί ἀσύρματοι δὲν ἐργάζονται μὲ σήματα καλά. Ὁ μοναχός εἶναι ἀδικαιολόγητος νὰ μήν κάνη πνευματική ζωή. Οἱ καημένοι οἱ λαϊκοί ἔχουν ἕνα σωρό φροντίδες, καὶ πάλι κάνουν προσπάθεια. Ὁ μοναχός δὲν ἔχει τὶς φροντίδες ποὺ ἔχουν ἐκεῖνοι. Οὔτε γιὰ ἐνοίκια σκέφτεται οὔτε γιὰ χρέη οὔτε ἄν ἔχη ἤ δὲν ἔχη δουλειά. Καὶ τὸν Πνευματικό του κοντά τὸν ἔχει καὶ τὴν Ἐκκλησία μέσα στὸ Μοναστήρι, προσευχές, Εὐχέλαια, Παρακλήσεις, Λειτουργίες. Ἔχει τὸ ἀμέριμνο καὶ κοιτάει πῶς νὰ γίνει ἄγγελος, δὲν ἔχει ἄλλο σκοπό. Ἐνῶ ὁ λαϊκός ἔχει τόσες φροντίδες! Κοιτάει πῶς νὰ ἀναθρέψη τὰ παιδιά τοῦ κ.λπ. καὶ ἀγωνίζεται παράλληλα καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἔλεγε ὁ Γερό-Τρύφων: «Ὁ μοναχός θέλει ἀγρυπνία; Μπορεῖ. Θέλει νηστεία; Μπορεῖ. Οὔτε γυναίκα οὔτε παιδιά ἔχει. Ὁ κοσμικός δὲν μπορεῖ. Ἔχει παιδιά... Τὸ ἕνα θέλει παπούτσια, τὸ ἄλλο θέλει ροῦχα, τὸ ἄλλο θέλει...».

ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΜΕΡΙΜΝΑ

Πρέπει νὰ ζητοῦμε πρῶτα τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ αὐτή νὰ εἶναι ἡ μέριμνά μας, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα θὰ μᾶς δοθοῦν. Ἅμα ξεχνιέται ὁ ἄνθρωπος σ΄ αὐτήν τὴν ζωή, χάνει τὸν καιρό του καὶ χαραμίζεται. Ἅμα δὲν ξεχνιέται καὶ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, τότε ἔχει νόημα αὐτή ἡ ζωή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται πῶς νὰ βολευτῆ ἐδῶ, βασανισμένος εἶναι, καὶ κουράζεται καὶ κολάζεται.

Νὰ μή σᾶς πιάνη ἀγωνία καὶ μανία: «Τώρα πρέπει νὰ κάνουμε αὐτό, ὕστερα ἐκεῖνο», γιατί θὰ σᾶς βρῆ σὲ τέτοια κατάσταση ὁ Ἀρμαγεδών. Καὶ μόνον ἡ ἀγωνία στὸ φτιάξιμο εἶναι δαιμονικό. Γυρίστε τὸ κουμπί στὸν Χριστό, γιατί διαφορετικά θὰ ζῆτε δῆθεν κοντά στὸν Χριστό, ἀλλὰ ἐσωτερικά θὰ ὑπάρχει ὅλο τὸ κοσμικό φρόνημα, καὶ φοβᾶμαι μήν τὸ πάθετε σάν τὶς μωρές παρθένες.

Οἱ φρόνιμες παρθένες δὲν εἶχαν μόνον καλωσύνη, εἶχαν καὶ τὴν καλή μέριμνα, εἶχαν ἐγρήγορση, δὲν εἶχαν ἀδιαφορία. Οἱ μωρές παρθένες εἶχαν ἀδιαφορία, δὲν εἶχαν ἐγρήγορση. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε: «Γρηγορεῖτε». Ἦταν παρθένες ἀλλὰ μωρές. Καὶ ἄν μία εἶναι ἐκ γενετῆς μωρή, εἶναι εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό Γι’ αὐτήν. Πάει δίχως ἐξετάσεις στὴν ἄλλη ζωή. Μία ὅμως ποὺ ἔχει μυαλό καὶ ζῆ μωρά, αὐτή θὰ εἶναι ἀναπολόγητη τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Βλέπετε καὶ στὴν περίπτωση τῆς Μάρθας καὶ τῆς Μαρίας ποῦ ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιο, πῶς ἡ μέριμνα ἔκανε τὴν Μάρθα νὰ φερθῆ κατὰ κάποιον τρόπο μὲ ἀναίδεια; Φαίνεται ὅτι στὴν ἀρχή καὶ ἡ Μαρία τὴν βοηθοῦσε, ἀλλά, ὅταν εἶδα νὰ μήν τελειώνη τὶς ἑτοιμασίες της, τὴν ἄφησε καὶ ἔφυγε. «Τί, θὰ χάσω ἐγώ τὸν Χριστό μου γιὰ τὶς σαλάτες καὶ τὰ γλυκά;», σκέφθηκε. Λές καὶ ὁ Χριστός εἶχε πάει νὰ φάη τὶς σαλάτες καὶ τὰ φαγητά τῆς Μάρθας. Καὶ τότε ἡ Μάρθα πειράχθηκε καὶ εἶπε: «Κύριε, οὐ μέλλει σοί ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην μὲ κατέλιπε διακονεῖν;».
Ἄς προσέξουμε νὰ μήν πάθουμε καὶ ἐμεῖς σάν τὴν Μάρθα. Ἄς εὐχηθοῦμε νὰ γίνουμε καλές «Μαρίες».

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΗΣΥΧΙΑ!

ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΗΣΥΧΙΑ

Σκοπός εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἀξιοποιήση ὅλα γιὰ ἀγώνα. Νὰ προσπαθήση νὰ ἀποκτήση τὴν ἐσωτερική ἡσυχία. Νὰ ἀξιοποιήση τὸν θόρυβο βάζοντας δεξιό λογισμό. Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ καλή ἀντιμετώπιση. Ὅλα μὲ καλούς λογισμούς νὰ τὰ ἀντιμετωπίζη. Μέσα στὸν θόρυβο, ἄν πετύχη τὴν ἐσωτερική ἡσυχία, ἔχει πολλή ἀξία. Ἄν δὲν πετύχη τὴν ἡσυχία μέσα στὴν ἀνησυχία, οὔτε στὴν ἡσυχία θὰ ἡσυχάση. Ὅταν ἔρθη στὸν ἄνθρωπο ἡ ἐσωτερική ἡσυχία, ἡσυχάζουν ὅλα μέσα του, καὶ τίποτε δὲν τὸν ἐνοχλεῖ. Ἄν θέλη τὴν ἐξωτερική ἡσυχία, γιὰ νὰ ἡσυχάση ἐσωτερικά, ὅταν βρεθῆ στὴν ἡσυχία, τὴν ἡμέρα θὰ πάρη ἕνα καλάμι καὶ θὰ διώχνη τὰ τζιτζίκια καὶ τὸ βράδυ θὰ διώχνη τὰ τσακάλια, γιὰ νὰ μήν τὸν ἐνοχλοῦν. Θὰ διώχνη δηλαδή αὐτὰ  ποὺ θὰ μαζεύη ὁ διάβολος. Τί νομίζετε; Ποιά εἶναι ἡ δουλειά του; Ὅλα μας τὰ φέρνει ἀνάποδα ὁ διάβολος, μέχρι ποὺ μᾶς ἀναποδογυρίζει.

Σὲ μία Σκήτη δύο γεροντάκια πῆραν ἕνα γαϊδουράκι ποὺ εἶχε ἕνα κουδουνάκι. Ἕνας νέος μὲ ἡσυχαστικές τάσεις παραπονιόταν γιὰ τὸ κουδουνάκι ποὺ εἶχε τὸ ζῶο καὶ πῆρε ὅλους τους Κανόνες, γιὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουν γαϊδουράκι στὴν Σκήτη! Οἱ ἄλλοι Πατέρες εἶπαν ὅτι δὲν τούς ἐνοχλεῖ. Τοῦ λέω: «Δὲν φθάνει ἐκεῖ πέρα ποῦ δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν τὰ γεροντάκια, ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦνται μὲ τὸ γαϊδουράκι; Ἄν δὲν εἶχε κουδουνάκι καὶ τὸ ἔχαναν, θὰ ἔπρεπε νὰ πᾶμε ἐμεῖς νὰ τὸ βροῦμε. Παρα­πονιόμαστε κιόλας;». Ἄν δὲν ἔχουμε ἔτσι καλούς λογισμούς καὶ δὲν ἀξιοποιήσουμε τὰ πάντα στὰ πνευματικά, τότε καὶ σὲ Ἁγίους κοντά νὰ πᾶμε, δὲν θὰ κάνουμε προκοπή. Βρέθηκα λ.χ. σὲ στρατόπεδο; Νὰ ἀξιοποιήσω τὴν σάλπιγγα σάν καμπάνα καὶ τὸ ὅπλο νὰ μοῦ θυμίζη τὰ πνευματικά ὄπλα κατὰ τοῦ διαβόλου. Ἐὰν δὲν τὰ ἀξιοποιήσουμε ὅλα στὰ πνευματικά, θὰ μᾶς ἐνοχλῆ ἀκόμη καὶ ἡ καμπάνα. Ἤ ἐμεῖς θὰ τὰ ἀξιοποιήσουμε ἤ ὁ διάβολος θὰ τὰ ἐκμεταλλευθῆ. Ὁ ἀνήσυχος καὶ στὴν ἔρημο θὰ μεταφέρη τὸν ἀνή­συχο ἑαυτό του. Πρῶτα ἀπ' ὅλα ἡ ψυχή θὰ πρέπη νὰ ἀποκτήση τὴν ἐσωτερική ἡσυχία μέσα στὴν ἐξωτερική ἀνησυχία, γιὰ νὰ μπορέση νὰ ἡσυχάση ἔξω στὴν ἡσυχία.
  
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ!

ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ

Οἱ κοσμικοί λένε: «Καλότυχοι αὐτοί ποὺ ζοῦν στὰ παλάτια καὶ ἔχουν ὅλες τὶς εὐκολίες». Ἀλλ' ὅμως μακάριοι εἶναι αὐτοί ποὺ κατόρθωσαν νὰ ἁπλοποιήσουν τὴν ζωή τους καὶ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὴν θηλειά τῆς κοσμικῆς αὐτῆς ἐξελίξεως τῶν πολλῶν εὐκολιῶν, ἴσον τῶν πολλῶν δυσκολιῶν, καὶ ἀπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὸν φοβερό ἄγχος τῆς σημερινῆς ἐποχῆς μας. Ἄν δὲν ἁπλοποιήση τὴν ζωή τοῦ ὁ ἄνθρωπος, βασανίζεται. Ἐνῶ, ἄν τὴν ἁπλοποιήση, δὲν θὰ ἔχη αὐτὸ τὸ ἄγχος.

Ἕνας Γερμανός μία φορά στὸ Σινά εἶπε σὲ ἕνα Βεδουϊνάκι ποὺ ἦταν πανέξυπνο: «Ἐσύ εἶσαι ἔξυπνο, μπορεῖς νὰ μάθης γράμματα». «Καί μετά;», τὸν ρωτάει ἐκεῖνο. «Με­τά θὰ γίνης μηχανικός». «Καὶ μετά;». «Μετά θ' ἀνοίξης ἕνα συνεργεῖο αὐτοκινήτων». «Καί μετά;». «Μετά θὰ τὸ μεγαλώσης». «Καί μετά;». «Μετά θὰ πάρης καὶ ἄλλους νὰ δουλεύουν καὶ θὰ ἔχης πολύ προσωπικό». «Δηλαδή, τοῦ λέει, νὰ ἔχω ἕναν πονοκέφαλο, νὰ βάλω ἄλλον ἕναν πονοκέφαλο καὶ μετά νὰ βάλω καὶ ἕναν ἄλλον; Δὲν εἶναι καλύτερα τώρα ποῦ ἔχω ἥσυχο τὸ κεφάλι μου;». Ὁ περισσότερος πονοκέφαλος εἶναι ἀπὸ αὐτές τὶς σκέψεις, νὰ κάνουμε αὐτό, νὰ κάνουμε ἐκεῖνο. Ἄν ἦταν πνευματικές οἱ σκέψεις, θὰ ἐνίωθε κανεὶς πνευματική παρηγοριά καὶ δὲν θὰ εἶχε πονοκέφαλο.

Τώρα καὶ στούς κοσμικούς τονίζω πολύ τὴν ἁπλότητα. Γιατί πολλά ἀπὸ αὐτὰ  ποὺ κάνουν, δὲν χρειάζονται καὶ τούς τρώει τὸ ἄγχος. Τούς μιλάω γιὰ τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἀσκητικότητα. Συνέχεια φωνάζω: «Ἁπλοποιῆστε τὴν ζωή σας, γιὰ νὰ φύγη τὸ ἄγχος». Καὶ τὰ περισσότερα διαζύγια ἀπὸ 'κει ξεκινοῦν. Πολλές δουλειές, πολλά πρά­γματα ἔχουν νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ζαλίζονται. Δουλεύουν καὶ οἱ δύο, πατέρας καὶ μάνα, ἀφήνουν καὶ τὰ παιδιά ἐγκαταλελειμμένα. Κούραση, νεῦρα – μικρό θέμα, μεγάλος καυγᾶς – αὐτόματο διαζύγιο μετά, ἐκεῖ φθάνουν. Ἄν ἁπλοποιοῦσαν ὅμως τὴν ζωή τους, θὰ ἦταν καὶ ξεκούραστοι καὶ χαρούμενοι. Αὐτὸ τὸ ἄγχος εἶναι καταστροφή!

Μία φορά βρέθηκα σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ἦταν ὅλο πολυτέλεια καὶ, καθώς συζητούσαμε, μοῦ εἶπαν: «Ζοῦμε στὸν Παράδεισο, ἐνῶ ἄλλοι ἄνθρωποι στερούνται». «Ζῆτε στὴν κόλαση, τούς λέω. «Ἄφρον, ταύτη τῇ νυκτί», εἶπε ὁ Θεὸς στὸν πλούσιο. Ἄν ὁ Χριστός μὲ ρωτοῦσε: «Ποῦ θέλεις νὰ σὲ βάλουμε, σὲ μία φυλακή ἤ σὲ ἕνα σπίτι σάν αὐτό;», θὰ ἔλεγα: «Σὲ μία σκοτεινή φυλακή». Γιατί ἡ φυλακή θὰ μὲ βοηθοῦσε. Θὰ μοῦ θύμιζε τὸν Χριστό, θὰ μοῦ θύμιζε τους ἁγίους Μάρτυρες, θὰ μοῦ θύμιζε τούς ἀσκητές ποὺ ἦταν στὶς ὀπές τῆς γής, θὰ μοῦ θύμιζε καλογερική. Ἡ φυλακή θὰ ἐμοίαζε καὶ λίγο μὲ τὸ κελλί μου καὶ θὰ χαιρόμουν. Αὐτὸ τὸ δικό σας τί θὰ μοῦ θύμιζε καὶ σὲ τί θὰ μὲ βοηθοῦσε; Γι' αὐτὸ οἱ φυλακές μὲ ἀναπαύουν καλύτερα ὄχι μόνον ἀπὸ ἕνα σαλόνι κοσμικό ἀλλὰ καὶ ἀπ'ἕνα ὡραῖο κελλί μοναχοῦ. Χίλιες φορές στὴν φυλακή παρά σὲ ἕνα τέτοιο σπίτι».

Κάποτε ποὺ εἶχα φιλοξενηθῆ στὴν Ἀθήνα σ' ἕναν φίλο μου, μὲ παρακάλεσε νὰ δεχθῶ ἕναν οἰκογενειάρχη πρίν φωτίση, γιατί ἄλλη ὥρα δὲν εὐκαιροῦσε. Ἦρθε λοιπόν χαρούμενος καὶ συνέχεια δοξολογοῦσε τὸν Θεό. Εἶχε καὶ πολλή ταπείνωση καὶ ἁπλότητα καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ εὔχωμαι γιὰ τὴν οἰκογένειά του. Ὁ ἀδελφός αὐτός ἦταν περίπου τριάντα ὀκτώ ἐτῶν καὶ εἶχε ἑπτά παιδιά. Δυὸ τὸ ἀνδρόγυνο καὶ ἄλλοι δυὸ οἱ γονεῖς του, ἐν ὅλῳ ἕντεκα ψυχές, καὶ ἔμεναν ὅλοι σὲ ἕνα δωμάτιο. Μοῦ ἔλεγε μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε: «Ὄρθιούς μας χωράει τὸ δωμάτιο, ἀλλά, ὅταν ξαπλώνουμε, δὲν μᾶς παίρνει, εἶναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τῷ Θεῶ, τώρα κάναμε ἕνα ὑπόστεγο γιὰ κουζίνα καὶ βολευτήκαμε. Ἐμεῖς ἔχουμε καὶ στέγη. Πάτερ μου, ἐνῶ εἶναι ἄλλοι ποὺ μένουν στὴν ὑπαιθρο». Ἡ ἐργασία τοῦ ἦταν σιδερωτής. Ἔμενε στὴν Ἀθήνα καὶ ἔφευγε πρίν φωτίση, γιὰ νὰ βρεθῆ ἐγκαίρως στὸν Πειραιά ὅπου ἐργαζόταν. Ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία καὶ τὶς πολλές ὑπερωρίες τὰ πόδια τοῦ εἶχαν κιρσούς καὶ τὸν ἐνοχλοῦσαν, ἀλλὰ ἡ πολλή ἀγάπη του πρὸς τὴν οἰκογένειά του τὸν ἔκανε νὰ ξεχνάη τούς πόνους καὶ τὶς ἐνοχλήσεις. Ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα τὸν ἑαυτό τοῦ συνέχεια καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν ἔχει ἀγάπη, γιατί δὲν κάνει καλωσύνες σάν Χριστιανός, καὶ ἐπαινοῦσε τὴν γυναίκα του ὅτι ἐκείνη κάνει καλωσύνες, γιατί ἐκτός ἀπὸ τὰ παιδιά καὶ τὰ πεθερικά της ποὺ φρόντιζε, πήγαινε καὶ ἔπαιρνε τὰ ροῦχα ἀπὸ τούς γέρους τῆς γειτονιᾶς, τὰ ἐπλένε, τούς συγύριζε καὶ τὰ σπίτια, τούς ἐφτίαχνε καὶ καμμιά σούπα. Ἔβλεπε κανεὶς στὸ πρόσωπο τοῦ καλοῦ αὐτοῦ οἰκογενειάρχη ζωγραφισμένη τὴν θεία Χάρη. Εἶχε μέσα τοῦ τὸν Χριστό καὶ ἦταν γεμά­τος χαρὰ καὶ τὸ δωμάτιό του γεμάτο ἀπὸ παραδεισένια χαρά. Ἐνῶ αὐτοί ποὺ δὲν ἔχουν μέσα τούς τὸν Χριστό, εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἄγχος, καὶ δυὸ ἄνθρωποι νὰ εἶναι, δὲν χωρᾶνε μέσα σὲ ἕντεκα δωμάτια. Ἐνῶ οἱ ἕντεκα αὐτοί ἄνθρωποι μὲ τὸν Χριστό, χωροῦσαν μέσα σ' ἕνα δωμάτιο.

Ἀκόμη καὶ πνευματικοί ἄνθρωποι, ὅσους χώρους καὶ νὰ ἔχουν, βλέπεις νὰ μή χωροῦν, γιατί μέσα τους δὲν ἔχει χωρέσει ὁ Χριστός ὁλόκληρος. Ἄν οἱ γυναῖκες ποὺ ζοῦσαν στὰ Φάρασα ἔβλεπαν τὴν πολυτέλεια ποὺ ὑπάρχει σήμερα, ἀκόμη καὶ σὲ πολλά Μοναστήρια, θὰ ἔλεγαν: «Θὰ ρίξη ὁ Θεὸς φωτιά νὰ μᾶς κάψη! Ἐγκατάλειψη Θεοῦ!». Ἐκεῖνες μάζευαν τὶς δουλειές τάκα-τάκα. Πρωί-πρωί ἔπρεπε νὰ βγάλουν τὰ γίδια, μετά νὰ συμμάσουν τὸ σπίτι. Ὕστερα πήγαιναν στὰ ἐξωκκλήσια ἤ μαζεύονταν στὶς σπηλιές, καὶ μία ποὺ ἤξερε λίγα γράμματα διάβαζε τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου της ἡμέρας. Μετά δωσ' τοῦ μετάνοιες, ἔλεγαν καὶ τὴν εὐχή. Καὶ δούλευαν, κουράζονταν. Μία γυναίκα ἔπρεπε νὰ ξέρη νὰ ράβη ὅλα τὰ ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ. Καὶ τὰ ἔρραβαν μὲ τὸ χέρι. Μηχανές τοῦ χεριοῦ λίγες εἶχαν σὲ καμμιά πόλη, στὰ χωριά δὲν εἶχαν. Ἄν ὑπῆρχε στὰ Φάρασα ὅλο καὶ ὅλο μία μηχανή τοῦ χεριοῦ. Ἔρραβαν ἀκόμη καὶ τοῦ ἄνδρα τὰ ροῦχα καὶ ἦταν πιὸ ἄνετα, καὶ τὶς κάλτες τὶς ἔπλεκαν στὸ χέρι. Εἶχαν γοῦστο, μεράκι, ἀλλὰ τούς περίσσευε καὶ χρόνος, γιατί τὰ εἶχαν ὅλα ἁπλά. Οἱ Φαρασιῶτες δὲν κοιτοῦσαν λεπτομέρειες. Ζοῦσαν τὴν χαρὰ τῆς καλογερικῆς. Καὶ ἄν, γιὰ παράδειγμα, ἡ κουβέρτα δὲν ἦταν καλά στρωμένη καὶ κρεμόταν λίγο ἀπὸ τὴν μία μεριά καὶ ἔλεγες: «Σιάξε τὴν κουβέρτα», θὰ σοῦ ἔλεγαν: «Σὲ ἐμποδίζει στὴν προσευχή σου;».

Αὐτήν τὴν χαρὰ τῆς καλογερικῆς οἱ ἄνθρωποι σήμερα δὲν τὴν γνωρίζουν. Νομίζουν ὅτι δὲν πρέπει νὰ στερηθοῦν, νὰ ταλαιπωρηθοῦν. Ἄν σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι λίγο καλογερικά, ἄν ζοῦσαν πιὸ ἁπλά, θὰ ἦταν ἥσυχοι. Τώρα βασανίζονται. Ἄγχος καὶ ἀπελπισία στὴν ψυχή. «Ὁ τάδε πέτυχε ποὺ ἐφτίαξε δύο πολυκατοικίες ἤ ποὺ ἔμαθε πέντε γλῶσσες κ.λπ.! Ἐγώ δὲν ἔχω οὔτε ἕνα διαμέρισμα, δὲν ξέρω οὔτε μία ξένη γλώσσα. Ὤχ, χάθηκα!». Ἔχει κάποιος ἕνα αὐτοκίνητο καὶ ἀρχίζει: «Ὁ ἄλλος ἔχει καλύτερο. Νὰ πάρω καὶ ἐγώ». Παίρνει τὸ καλύτερο, ὕστερα μαθαίνει ὅτι ἄλλοι ἔχουν ἀεροπλάνα ἀτομικά καὶ πάλι βασανίζεται. Τελειωμό δὲν ἔχουν. Ἐνῶ ἄλλος ποὺ δὲν ἔχει αὐτοκίνητο, ὅταν δοξάζη τὸν Θεό, χαίρεται: «Δόξα τῷ Θεῶ, λέει, ἄς μήν ἔχω αὐτοκίνητο, ἔχω γερά τὰ πόδια μου καὶ μπορῶ νὰ περπατήσω. Πόσοι ἄνθρωποι εἶναι μὲ κομμένα πόδια, δὲν μποροῦν νὰ ἐξυπηρετηθοῦν, νὰ βγοῦν ἕναν περίπατο, θέλουν ἕναν ἄνθρωπο νὰ τούς ὑπηρετή, ἐνῶ ἐγώ ἔχω τὰ πόδια μου!». Κί ἕνας κουτσός τοὺ λέει: «Καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν καὶ τὰ δυὸ πόδια;», καὶ αὐτός χαίρεται.

Ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀπληστία εἶναι μεγάλο κακό. Ὁ κυριευμένος ἀπὸ ὑλικά πράγματα εἶναι κυριευμένος πάντα ἀπὸ στενοχώρια καὶ ἄγχος, γιατί πότε τρέμει μήν τοῦ τὰ πάρουν καὶ πότε μήν τοῦ πάρουν τὴν ψυχή. Μία μέρα ἦρθε ἕνας πλούσιος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, ἔχασα τὴν ἐπαφή μὲ τὰ παιδιά μου, ἔχασα τὰ παιδιά μού». «Πόσα παιδιά ἔχεις;», τοῦ λέω. «Δύο, μοῦ λέει. Τὰ μεγάλωσα μὲ τὸ πουλιοῦ τὸ γάλα. Τί ἤθελαν καὶ δὲν τὸ εἶχαν! Ἀκόμη καὶ αὐτοκίνητο τὰ πήρα». Ἀπὸ τὴν συζήτηση βγῆκε ὅτι εἶχε καὶ αὐτός δικό του αὐτοκίνητο καὶ ἡ γυναίκα τοῦ δικό της καὶ τὰ παιδιά δικό τους. «Εὐλογημένε, τοῦ λέω, ἐσύ, ἀντί νὰ λύσης τὰ προβλήματά σου, τὰ μεγάλωσες. Τώρα θέλεις ἕνα μεγάλο γκαράζ γιὰ τὰ αὐτοκίνητα, ἕναν μηχανικό νὰ τὸν πλη­ρώνης τετραπλάσια, γιὰ νὰ τὰ διορθώνης, χώρια ποὺ κινδυνεύετε καὶ οἱ τέσσερις κάθε στιγμή νὰ σκοτωθῆτε. Ἐνῶ, ἄν εἶχες ἁπλοποιήσει τὴν ζωή σου, θὰ ἦταν ἑνωμένη ἡ οἰκογένειά σου, θὰ καταλάβαινε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ δὲν θὰ εἶχες αὐτὰ  τὰ προβλήματα. Δὲν φταῖνε τὰ παιδιά σου τώρα, ἐσύ φταῖς ποὺ δὲν φρόντισες νὰ δώσης ἄλλη ἀγωγή στὰ παιδιά σοῦ». Μία οἰκογένεια τέσσερα αὐτοκίνητα, ἕνα γκαράζ, ἕναν μηχανικό κ.λπ.! Ἄς πάη ὁ ἄλλος λίγο ἀργότερα. Ὅλη αὐτή ἡ εὐκολία γεννάει δυσκολίες.
Ἄλλη φορὰ ἦρθε ἕνας ἄλλος οἰκογενειάρχης στὸ Καλύβι – ἦταν πέντε ἄτομα ἡ οἰκογένειά του – καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, ἔχουμε ἕνα αὐτοκίνητο καὶ σκέφτομαι νὰ πάρουμε ἄλλα δύο. Θὰ μᾶς διευκολύνη». «Καί πόσο θὰ σᾶς δυσκολέψη τὸ σκέφτηκες; τοῦ λέω. Τὸ ἕνα τὸ βάζεις ἐκεῖ σὲ μία τρύπα, τὰ τρία ποῦ θὰ τὰ βάλης; Θὰ θέλης ἕνα γκαράζ καὶ μία ἀποθήκη γιὰ καύσιμα. Θὰ διατρέχετε τρεῖς κινδύνους. Καλύτερα νὰ ἔχετε ἕνα καὶ νὰ περιορίσετε τὶς ἐξόδους σας. Θὰ ἔχετε χρόνο νὰ δῆτε τὰ παιδιά σας. Θὰ ἔχετε τὴν ἠρεμία σας. Ἡ ἁπλοποίηση εἶναι τὸ παν». «Δὲν τὸ σκέφθηκα αὐτό», μοῦ λέει.

Μαρτυρική εἶναι ἡ ζωή τους, γιατί δὲν ἁπλοποιοῦν τὰ πράγματα. Οἱ περισσότερες εὐκολίες δυσκολίες προξενοῦν. Οἱ κοσμικοί πνίγονται ἀπὸ τὰ πολλά. Ἔχουν γεμίσει εὐκολίες-εὐκολίες καὶ ἔκαναν τὴν ζωή τούς δύσκολη. Ἄν δὲν ἁπλοποιήση κανεὶς τὰ πράγματα, μία εὐκολία γεννάει ἕνα σωρό δυσκολίες.
Ὅταν ἤμασταν μικρά, κόβαμε τὸ καρούλι στὶς ἄκρες, βάζαμε μία σφήνα μέσα καὶ κάναμε ἕνα ὡραῖο παιχνίδι καὶ χαιρόμασταν μ' αὐτό. Τὰ μικρά παιδιά χαίρονται μὲ ἕνα αὐτοκινητάκι πιὸ πολύ ἀπὸ ὅ,τι ὁ πατέρας τους, ὅταν ἀγοράζη μερσεντές. Ἄν ρωτήσης ἕνα κοριτσάκι: «Τί θέλεις, ἕνα κουκλάκι ἤ μία πολυκατοικία;», νὰ δής, θὰ σοῦ πῆ: «Ἕνα κουκλάκι». Καὶ τελικά τὰ μικρά παιδιά γνωρίζουν τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου.
Νὰ συλλάβη κανεὶς τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς. «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ...». Ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινᾶ ἡ ἁπλότητα καὶ κάθε σωστή ἀντιμετώπιση.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ ΝΑ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ!

Εάν θέλης να βοηθήσης την Εκκλησία, είναι καλύτερα να κοιτάξης να διορθώσης τον εαυτό σου, παρά να κοιτάς να διόρθωσης τους άλλους.
Αν διόρθωσης τον εαυτό σου, αµέσως διορθώνεται ενα κοµµατάκι της Εκκλησίας. Εάν φυσικά αυτό το έκαναν όλοι, η Εκκλησία θα ήταν διορθωµένη. 
Άλλα σήµερα οι άνθρωποι ασχολούνται µε όλα τα άλλα θέµατα εκτός από τον εαυτό τους. Γιατί το να ασχολήσαι µε τον εαυτό σου έχει κόπο, ενώ το να ασχολήσαι µε τους άλλους είναι εύκολο.
Εάν ασχοληθούµε µέ την διόρθωση του εαυτού µας και στραφούµε πιο πολύ στην «εσωτερική» δράσηπαρά στην εξωτερική, δίνοντας τα πρωτεία στην θεία βοήθεια, θα βοηθήσουµε τους άλλους περισσότερο και θετικώτερα. Επιπλέον θα έχουµε και την εσωτερική µας γαλήνη, η οποία θα βοηθάη αθόρυβα τις ψυχές που θα συναντάµε, γιατί η εσωτερική πνευµατική κατάσταση προδίδει την αρετή της ψυχής και αλλοιώνει ψυχές.
Όταν επιδίδεται κανείς στην εξωτερική δράση, πριν φθάση στην λαµπικαρισµένη εσωτερική πνευµατική κατάσταση, µπορεί να κάνη κάποιον πνευµατικό αγώνα, αλλά έχει στενοχώρια, άγχος, έλλειψη εµπιστοσύνης στον Θεό, και συχνά χάνει την ηρεµία του.
Εάν δεν κάνη καλό τον εαυτό του, δεν µπορεί να πη ότι το ενδιαφέρον του για το κοινό καλό είναι καθαρό. Όταν ελευθερωθή από τον παλαιό του άνθρωπο και από καθετί κοσµικό, έχει πλέον την θεία Χάρη, οπότε και ό ίδιος αναπαύεται, αλλά και κάθε είδους άνθρωπο αναπαύει.
Αν όµως δεν έχη Χάρη Θεού, δεν µπορεί ούτε στον εαυτό του να έπιβληθή ούτε τους άλλους να βοηθήση, για να φέρη θείο αποτέλεσµα. Πρέπει να βουτηχθή στην Χάρη και ύστερα να χρησιµοποιηθούν οι αγιασµένες πλέον δυνάµεις του για την σωτηρία των άλλων.

Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, «Πνευματική Αφύπνιση», Λόγοι Β”

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: 20 ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ


Για όλους και για όλα προσευχή. Πολλή προσευχή. Νηστεία και προσευχή διότι "τούτο το γένος των παθών και των δαιμόνων ουκ εκπορεύεται παρά μόνο με νηστεία και προσευχή".

1. Σε ξέχασαν; Δε σε πήραν ούτε τηλέφωνο; Δεν πειράζει. Και προπαντός μην παραπονείσαι

2. Σε αδίκησαν; Ξέχασέ το

3. Σε περιφρόνησαν; Να χαίρεσαι

4. Σε κατηγορούν; Μην αντιλέγεις

5. Σε κοροϊδεύουν; Μην απαντάς

6. Σε βρίζουν; Σιωπή και προσευχή

7. Σου αφαιρούν το λόγο; Σε διακόπτουν; Μη λυπάσαι

8. Σε κακολογούν; Μην αντιμάχεσαι

9. Σου μεταδίδουν ευθύνες τα παιδιά σου; Οι συγγενείς σου, οι δικοί σου οι άνθρωποι; Μη διαμαρτύρεσαι

10. Θυμώνουν μαζί σου; Να παραμένεις ήρεμος

11. Σου κλέβουν φανερά; Κάνε τον τυφλό

12. Σε ειρωνεύονται; Να μακροθυμείς

13. Δεν ακούνε τις συμβουλές σου; Ιδίως δεν ακούνε τις συμβουλές σου τα παιδιά σου; Πέσε στα γόνατα και κάνε προσευχή

14. Εκνευρισμός στο αντρόγυνο; Εσύ φταις, όχι ο άλλος

15. Έφταιξες; Ζήτησε συγγνώμη

16. Δεν έφταιξες; Πάλι ζήτησε συγγνώμη

17. Έχεις υγεία; Δόξαζε τον Θεόν

18. Έχεις αρρώστια; Έχεις καρκίνο; Ταλαιπωρείσαι, υποφέρεις, βασανίζεσαι, πονάς; Δόξαζε τον Θεόν

19. Γκρίνια, ανεργία, φτώχεια μέσα στο σπίτι; Νήστευσε, αγρύπνησε, κάνε προσευχή

20. Για όλους και για όλα προσευχή. Πολλή προσευχή. Πολλή προσευχή. Νηστεία και προσευχή διότι "τούτο το γένος των παθών και των δαιμόνων ουκ εκπορεύεται παρά μόνο με νηστεία και προσευχή".

Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Αναγνωστοπούλου

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ: Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ!

Η ταπεινοφροσύνη

Χρόνια κράτησε ο διωγμός των χριστιανών.
Ποτάμια χύθηκε το τίμιο αίμα των Μαρτύρων. Κι ήρθε κάποια στιγμή που η ειδωλολατρική μανία του αυτοκράτορα κορέστηκε, αφού είχε πια τελειωθεί μαρτυρικά και ο άγιος Επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, ο Πέτρος.
 
-Δεν με έκρινε άξιο ο Κύριος να μαρτυρήσω για την πίστη, δίπλα στους αδελφούς μου, σκεπτόταν ο Αντώνιος. Θα πορευτώ λοιπόν στη βαθιά έρημο για να δώσω την τελική μάχη με τον πονηρό μονολόγησε αποφασιστικά και κάτι σαν κρυμμένη υπερηφάνεια πήγε να σκιάσει την απόφαση του τούτης της χάρης. Σαν να ‘νιωσε κείνη την ώρα ο ασκητής πως ξεχωρίζει ο ερημίτης από πολλούς –σαν να ήταν η παλαίστρα της ερήμου ανώτερη μορφή χριστιανικής ζωής.
 
Τον πείραξε τούτος ο λογισμός, σαν αγκαθιών κάρφωμα βαθύ κι όρμησε τούτη η σκέψη να του πνίξει όλα τα λουλούδια που η μαρτυρική του προαίρεση είχε συλλέξει όλα τα χρόνια του διωγμού. Έμπειρος όμως πια αγωνιστής γρήγορα κατανόησε πως είχε πάλι να κάνει με παγίδα αντίδικου. Γι’ αυτό έπεσε σε βαθιά προσευχή.
-Κύριε, φανέρωσε μου, αν μέσα στην πόλη με τους θορύβους της μπορεί να φτάσει ο πιστός τα μέτρα τα πνευματικά που κατακτάει στη βαθειά έρημο ο ασκητής...
 
Δεν είχε ακόμα αποτελειώσει τούτο το αίτημα στον Πανάγαθο και φωνή ακούστηκε να του λέει:
-Το Ευαγγέλιο είναι ένα για όλους τους ανθρώπους, Αντώνιε. Κι αν θέλεις να βεβαιωθείς, πως αν κάνει κάνεις το θέλημα του Θεού σώζεται και αγιάζεται όπου και να ‘ναι, πέρασε, καθώς φεύγεις από την Αλεξάνδρεια, από το μαγαζάκι του μπαλωματή, που είναι άσημο και φτωχικό. Είναι εκεί κάτω στο τελευταίο της πόλης παραδρόμι.
-Στο μαγαζάκι του μπαλωματή, Κύριε; Και ποιός εκεί μπορεί να με βοηθήσει, να ρίξει φως στο λογισμό;απάντησε απορημένος ο Αντώνιος.
-Θα σου εξηγήσει ο μπαλωματής, ξανάκουσε την ίδια φωνή.
-Ο μπαλωματής; Τι ξέρει αυτός ο άνθρωπος από αγώνες και πειρασμούς; Τι γνώρισε ο πτωχός βιοπαλαιστής, από της πίστης τις κορυφές κι απ’ την αλήθεια; Αναρωτήθηκε.
 
Αντίρρηση όμως δεν μπόρεσε να ορθώσει στη θεία υπόδειξη. Γι’ αυτό μόλις ξημέρωσε πήρε το δρόμο που έβγαζε από την πόλη. Όπως του είχε υποδείξει ο Θεός, στάθηκε, καθώς συνάντησε το τελευταίο παραδρόμι, και βρήκε το μαγαζάκι του μπαλωματή.
Χαρούμενα και σεβαστικά ο απλός άνθρωπος τον υποδέχτηκε και τον ρώτησε:
-Σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος, Αββά; Αγράμματος κι άξεστος χωρικός είμαι, μα για το ξένο, όποιος και να’ ναι, ο ντόπιος χρήσιμος πάντα είναι.
-Ο Κύριος με έχει στείλει να με διδάξεις, είπε ταπεινά ο ασκητής.
Πετάχτηκε επάνω απορημένος ο φτωχός βιοπαλαιστής.
-Εγώ; Τι μπορώ εγώ ο αγράμματος να διδάξω την αγιοσύνη σου; Δεν ξέρω να’ χω κάνει στη ζωή μου τίποτα το καλό και το αξιόλογο, κάτι που να μπορεί να σταθεί αψεγάδιαστο, μπροστά στα μάτια του Θεού.
-Πες μου τι κάνεις για να περνάς την ημέρα σου; Ξέρει ο Θεός, αλλιώς Εκείνος ζυγίζει και κρίνει τα πράγματα, επέμενε ο Αντώνιος.
-Εγώ, Αββά, ποτέ δεν έκανα τίποτα το καλό, μονάχα που αγωνίζομαι σύμφωνα με τις άγιες εντολές του Ευαγγελίου. Κι ακόμα προσπαθώ ποτέ να μην ξεχνώ και να μην παραβλέπω τις ελλείψεις και την πνευματική ακαρπία μου. Καθώς λοιπόν δουλεύω ολημερίς σκέπτομαι και λέω στον εαυτό μου: Ταλαίπωρε άνθρωπε, όλοι θα σωθούν και μόνο εσύ άκαρπος μένεις. Εξαιτίας της αμαρτίας σου, το Άγιο Πρόσωπο Του ποτέ δεν θα αξιωθείς να δεις.
-Σ’ ευχαριστώ Κύριε, υψώνοντας τα δακρυσμένα μάτια του προς τον ουρανό ο ασκητής. Κι ενώ ο μπαλωματής στεκόταν απορημένος για τούτο το φέρσιμο, ο ασκητής τον αγκάλιασε στοργικά και τον αποχαιρέτησε λέγοντας:
-Σ’ ευχαριστώ και εσένα, άγιε άνθρωπε. Σ’ ευχαριστώ, γιατί με δίδαξες πως τόσο εύκολα, μονάχα με τον ταπεινό λογισμό καθένας ζει την χάρη του Παραδείσου.
 
Κι ενώ ο φτωχός μπαλωματής συνέχισε να κοιτάζει αμήχανα, χωρίς τίποτα απ’ όλα αυτά να καταλαβαίνει, ο Αντώνιος πήρε το ραβδί κι ωφελημένος τράβηξε το μονοπάτι που οδηγούσε βαθιά στην έρημο.
Βάδιζε με μόνη συντροφιά του ραβδιού του το χτύπημα. Βάδιζε κι η προσευχή του καυτή σαν της έρημης γης τη λάβα υψωνόταν ολόισια στον ουρανό.
Πορευόταν ολημερίς και προσευχητικά αναλογιζόταν το μάθημα που είχε πάρει εκείνη την ημέρα από το φτωχό μπαλωματή.
-Η ταπεινοφροσύνη! Αυτό λοιπόν είναι το γρήγορο στρατί για του Παράδεισου την πόρτα, έλεγε με το λογισμό. Η ταπεινοφροσύνη είναι η στολή που ντύθηκε ο Θεός κι ήρθε στη γη σαν άνθρωπος, μονολογούσε ο Αντώνιος κι αγωνιζόταν να συλλάβει το μεγαλείο τούτης της άγιας αρετής.
 
Βάδιζε, προσευχόταν και στο νου του έφερνε όσα τον είχε διδάξει ο Θεός, ώσπου έξαφνα μπροστά του αντίκρισε ριγμένο καταγής πλήθος αναρίθμητο από πρωτόγνωρες παγίδες. Παγίδες κάθε είδους, επινοήσεις φοβερές, πανούργου νου πρωτότυπα εφευρήματα.
-Θεέ μου, αναφώνησε κι έστρεψε τρομαγμένο το βλέμμα και την ψυχή του στον ουρανό. Ποιός θα μπορούσε Κύριε να ξεφύγει ποτέ, από τέτοια εφευρήματα και πανουργίες;
Η ταπεινοφροσύνη, Αντώνιε. Αυτή μπορεί με μιας όλες αυτές να τις διαλύσει, ακούστηκε πάλι η γλυκιά, η γνώριμη φωνή βαθιά μεσ’ την καρδιά του. Κι ήταν αυτή η απάντηση που έχυσε μέσα του φως και του έδωσε κουράγιο για τις καινούργιες μάχες, που έμελλε βαθιά στην έρημο να δώσει, με του ανθρώπου τον προαιώνιο εχθρό.
 
Από το Γεροντικό