ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ: ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ!

 Για τη νηστεία
Αγίου Μάρκου του Ασκητού
 
Εκείνοι που αρχίζουν την άσκηση και την εκτελούν, και οι νέοι και οι μεγαλύτεροι, έχοντας το σώμα τους δυναμωμένο, χωρίς να φοβούνται ούτε την κούραση, ούτε την ταλαιπωρία, πρέπει με πολλή προθυμία να έχουν διαρκώς αρχηγό τους τη χρησιμότερη και ασφαλέστερη νηστεία. Να τρώνε από καιρό σε καιρό το ψωμί με τη ζυγαριά, και το νερό να το πίνουν με μέτρο, και να χρησιμοποιούν τόσο, ώστε να φεύγουν από το δείπνο πεινασμένοι και διψασμένοι, για να μη εμποδίζονται από την ηδονή των φαγητών να προσφέρουν την αναγκαία υπηρεσία στον Θεό. Γιατί, αν θελήσουμε τρώγοντας να χορτάσουμε, γρήγορα κυριευμένοι από ακηδία θα στραφούμε σε άλλη επιθυμία, και αν την ικανοποιήσουμε και αυτήν τρώγοντας, θα την αποδοκιμάσουμε και αυτήν όπως και την πρώτη και θα την εγκαταλείπουμε. Και δεν μπορούμε, εάν σκεφθούμε μέσα μας επιθυμία ή νηστεία, να επιμείνουμε στην παράκληση χορτάτοι. Τι πιο πολυτελές μεταξύ των τροφών υπάρχει από το μάννα; Κι όμως, μόλις το έφαγε και, χόρτασε ο Ισραηλιτικός λαός, όταν δεν είχε κάτι καλύτερο να επιθυμήσει, επιθύμησε το κατώτερο, σκόρδα και κρεμμύδια, επειδή στον χορτασμό η επιθυμία του άλλου είναι έμφυτη. Εφόσον λοιπόν μόλις χορτάσουμε ψωμί, επιθυμούμε κάτι άλλο, τρώγοντας ψωμί να μη χορταίνουμε, ώστε, επιθυμώντας αυτό, να επιθυμούμε πάντοτε να χορτάσουμε, με σκοπό και τη ζημιά της επιθυμίας να αποφύγουμε, και να επιτύχουμε τη δικαίωση από την εγκράτεια.
Άλλ’ ίσως πει κάποιος από τους πιο οκνηρούς ως προς τη νηστεία. Μήπως είναι αμαρτία το να τρώγει ο άνθρωπος; Αλλ’ ούτε και εγώ το συμβουλεύω αυτό επειδή είναι αμαρτία. Αλ’ επειδή η αμαρτία αποτελεί επακόλουθο αυτού. Και ο Ισραήλ δεν αμάρτησε επιθυμώντας τα σκόρδα και τα κρεμμύδια, αλλά με την επιθυμία, μιλώντας άσχημα εναντίον του Θεού, ασέβησε. Γιατί είπε- «Μήπως μπορεί ο Θεός να στρώσει τραπέζι στην έρημο;». Και όταν τους ετοιμάσθηκε το τραπέζι, τότε εκδηλώθηκε η οργή του Θεού μεταξύ τους, και σκότωσε, δένοντας τους χειροπόδαρα, τους αρχηγούς τους, για να μη επιθυμήσουν πάλι ζώντας άλλη τροφή, και επαναστατήσουν πάλι εναντίον του Ύψιστου, και εξολοθρευθούν και οι υπόλοιποι από αυτούς. ’Έργο μας είναι να εξουσιάσουμε την αυθάδη κοιλιά μας. Γιατί είναι Θεός για εκείνους που νικώνται από αυτήν και δεν είναι δυνατόν να αθωωθεί όποιος την ανέχεται. Όμως δεν είναι μόνο ο χορτασμός επικίνδυνος, αλλά και η ασιτία. Γιατί, εάν περάσουν περισσότερες μέρες χωρίς να φάμε τίποτε, η αδιαφορία μπαίνοντας μέσα μας θα επαναστατήσει και θα μας πολεμήσει, και τότε την αγρυπνία μας κατά τη νύχτα θα την μεταβάλει σε ύπνο. ενώ την προσευχή της ημέρας σε σαρκικούς λογισμούς, ώστε εμείς από τον ύπνο να μη ωφεληθούμε καθόλου, ενώ από τους σαρκικούς λογισμούς να βλαφθούμε πάρα πολύ. Γιατί αρχίζουμε, επειδή ασκούμε τη νηστεία περισσότερο από τους άλλους, να υπερηφανευόμαστε και να περιφρονούμε τους μικρότερους, πράγμα που είναι φοβερότερο από κάθε αμάρτημα. Γιατί, όπως ένας άμυαλος γεωργός, εάν αφήσει άσπαρτο το χωράφι του, που το προετοίμασε με πολλά έξοδα, κόπιασε με ζημιά, έτσι και εμείς· εάν τη σάρκα μας, την όποια υποτάξαμε με πολύ κόπο, δεν την καταπονήσουμε με τα λόγια της προσευχής, η προσπάθειά μας θα αποβεί μάλλον εις βάρος μας.
Άλλ’ ίσως κάποιος να πει Εάν η δικαίωση βρίσκεται στην προσευχή, τότε ποια η ανάγκη της νηστείας; Είναι μεγάλη και με κάθε τρόπο. Γιατί, όπως κάποιος από τους φτωχούς γεωργούς, εάν σπείρει σε ακαλλιέργητο χωράφι χωρίς να οργώσει το χώμα, θα θερίσει αγκάθια αντί για σιτάρι, έτσι και εμείς εάν, αφού βασανίσαμε τη σάρκα μας με τη νηστεία, δεν σπείρουμε τον λόγο της προσευχής, αντί για δικαίωση, θ’ αποκομίσουμε αμαρτίες. Γιατί η σάρκα μας αυτή προέρχεται από εκείνη τη γη. και εάν δεν την φροντίσουμε τόσο πολύ. όσο εκείνην, δεν θα βλαστήσει ποτέ καρπό δικαιοσύνης. Και τα λέγω αυτά όχι για να αποθαρρύνω εκείνους που θέλουν να ωφεληθούν από τη νηστεία, αλλά για να προτρέψω εκείνους που θέλουν να ασκήσουν την απάθεια του σώματός τους με διάκριση και φόβο Θεού. Γιατί, με όποιον τρόπο ωφελεί εκείνους που την πλησιάζουν με περίσκεψη, με τον ίδιο τρόπο βλάπτει εκείνους που καταφεύγουν σ’ αυτήν ασυλλόγιστα. Εκείνοι λοιπόν που επιθυμούν να έχουν ωφέλεια απ’ αυτήν. πρέπει να προφυλάσσονται και από τη βλάβη της. Και το ψωμί που τρώμε μετά την συμπλήρωση της νηστείας, την οποία ορίζουμε για τον εαυτό μας, αυτό να το διαιρούμε σε μέρη ίσα προς τις μέρες της νηστείας, ώστε, τρώγοντας ένα μικρό κομμάτι κάθε μέρα, να φιμώσουμε την επιθυμία της σάρκας μας, και να έχουμε την καρδιά μας αφοσιωμένη στην ωφελιμότερη προσευχή, ώστε με τη δύναμη του Θεού, φυλαγμένοι από την έπαρση, να διανύουμε όλες τις μέρες της ζωής μας με ταπεινοφροσύνη, χωρίς την όποια κανένας δεν ευαρέστησε τον Θεό.
Γιατί, εάν φροντίζαμε την ταπεινοφροσύνη, δεν θα είχαμε ανάγκη από παιδεία· καθόσον όλα το κακά και δεινά που συμβαίνουν σε μας, συμβαίνουν εξαιτίας της υπερηφανείας μας. Πράγματι, αν στον ‘Απόστολο Παύλο, για να μη επαρθεί, δόθηκε άγγελος του Σατανά, πόσο μάλλον σε μας τους έπη ρ μένους δεν θα δοθεί ο ίδιος ο Σατανάς, για να μας καταπατεί μέχρι να ταπεινωθούμε; Οι προπάτορες μας ήταν κύριοι του σπιτιού τους, και πλούτο είχαν, και για τις γυναίκες και τα παιδιά τους φρόντιζαν, και με τον Θεό μιλούσαν λόγω της ειλικρινούς ταπεινοφροσύνης τους. Ενώ εμείς και από τον κόσμο αναχωρήσαμε, και τα σπίτια μας εγκαταλείψαμε και χλευαζόμαστε από τους δαίμονες εξαιτίας της αλαζονείας μας. Εκείνος που επαίρεται αγνοεί τον εαυτό του. Γιατί, αν γνώριζε τον εαυτό του και την αφροσύνη του με την οποία συμπεριφέρεται, δεν θα υπερηφανευόταν. Και αυτός που αγνοεί τον εαυτό του, πως μπορεί να γνωρίσει τον Θεό; Γιατί, αν δεν μπόρεσε να καταλάβει την αφροσύνη του, πως θα μπορέσει να καταλάβει τη σοφία του Θεού. από την όποια βρίσκεται πολύ μακριά και είναι ξένος προς αυτήν; Καθόσον εκείνος που γνωρίζει τον Θεό, βλέπει σαν σε καθρέφτη τη μεγαλοσύνη του, και κακίζει τον εαυτό του, όπως έκανε ο μακάριος Ιώβ, ο όποιος λέγει- «Προηγουμένως μόνο με τα αυτιά μου άκουα για σένα. Τώρα όμως σε είδα με τα μάτια μου. Γι’ αυτό ελεεινολόγησα τον εαυτό μου και έλειωσα. Αισθάνομαι ότι είμαι χώμα και στάχτη».
Εκείνοι λοιπόν που μιμούνται τον Ιώβ, αυτοί βλέπουν τον Θεό. και αυτοί που τον βλέπουν, αυτοί τον γνωρίζουν. Αν λοιπόν Θελήσουμε να δούμε τον Θεό. ας ελεεινολογήσουμε τον εαυτό μας και ας δείξουμε ταπεινοφροσύνη. ώστε, όχι μόνο να τον βλέπουμε απέναντι μας, αλλά και έχοντας τον μέσα μας να κατοικεί και να αναπαύεται. να τον απολαμβάνουμε. Γιατί με τον τρόπο αυτόν η αφροσύνη μας θα σοφισθεί με τη σοφία του. και η αδυναμία μας θα ενισχυθεί με τη δύναμή του, δυναμώνοντας μας για χάρη αυτού που μας αξίωσε της δωρεάς αυτής, για να δοξαστεί περισσότερο σε μας και να καταντροπιάσει υπερβολικά τον εχθρό μας διάβολο για χάρη μας, με τον ίδιο τον Κύριό μας τον Ιησού Χριστό, γιατί, σ’ αυτόν πρέπει η δόξα και μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια στους αιώνες. Αμήν.

Τρίτη 9 Απριλίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ: ΟΤΑΝ Ο ΝΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ, ΤΟΤΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΛΗΣΜΟΝΕΙΤΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ!

Όταν ο νους είναι στον Θεό,
τότε ο κόσμος λησμονείται εντελώς!
 
Κύριος εἶναι ἐλεήμων, αὐτὸ τὸ γνωρίζει ψυχή μου, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸ περιγράψω. Εἶναι ὑπερβολικὰ πράος καὶ ταπεινός, καὶ ὅταν Τὸν δεῖ ἡ ψυχή, τότε ἀλλάζει καὶ γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον καὶ γίνεται καὶ ἡ ἴδια πραεία καὶ ταπεινή.
Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι ὅλος στόν Θεό, τότε ὁ κόσμος λησμονεῖται ἐντελῶς. Όποιος αγαπάει τον Κύριο, σκέφτεται πάντα Εκείνον. Η θύμηση του Θεού γεννάει την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε και δεν θα προσεύχεσαι και χωρίς την προσευχή, δεν θα παραμείνει η ψυχή στην αγάπη του Θεού, γιατί η χάρη του Αγίου Πνεύματος έρχεται με την προσευχή.
Η προσευχή προφυλάσσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, γιατί ο νους, όταν προσεύχεσαι, είναι απασχολημένος με το Θεό και στέκεται με ταπεινό πνεύμα ενώπιον του Κυρίου, τον Οποίο γνωρίζει η ψυχή του προσευχομένου.

Ἅγιος Σιλουανός

ΟΣΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ: Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ!

 Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Η γνωριμία μας με το Θεό
 
Πως θα γνωρίσουμε το Θεό

Πολύ μας αγαπάει ο Κύριος’ αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε Εκείνος κατά το μέγα Του έλεος. Γέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο και γράφω την αλήθεια από αγάπη για τους ανθρώπους. Το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι το Θεό. Ήμουνα χειρότερος κι από έναν βρωμερό σκύλο, εξαιτίας των αμαρτιών μου’ σαν άρχισα όμως να ζητώ συγχώρηση από το Θεό, Αυτός μου έδωσε όχι μόνο τη συγχώρηση αλλά και το Άγιο Πνεύμα. Έτσι, εν Πνεύματι Αγίω, γνώρισα το Θεό. Βλέπεις αγάπη που έχει ο Θεός για μας; Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να περιγράψει την ευσπλαχνία Του; Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ, πιστεύετε στο Θεό, πιστεύετε πως υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, που μαρτυρεί για το Θεό σ’ όλες τις εκκλησίες μας, αλλά και στην ψυχή μου. Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη. Και η αγάπη αυτή πλημμυρίζει όλες τις ψυχές των ουρανοπολιτών αγίων. Και το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στη γη, στις ψυχές όσων αγαπούν το Θεό. Εν Πνεύματι Αγίω οι ουρανοί βλέπουν τη γη, ακούνε τις προσευχές μας και τις προσκομίζουν στο Θεό.
 
Ζούμε στη γη και δεν βλέπουμε το Θεό, δεν μπορούμε να Τον δούμε. Αλλά σαν έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή, τότε θα δούμε το Θεό, όπως Τον είδε ο άγιος Στέφανος (Πραξ. 7, 55-56). Η ψυχή και ο νους αναγνωρίζουν αμέσως με το Άγιο Πνεύμα ότι Αυτός είναι ο Κύριος. Έτσι ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, με το Άγιο Πνεύμα, αναγνώρισε στο μικρό βρέφος τον Κύριο (Λουκ. 2, 25-32). Έτσι και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, με το Άγιο Πνεύμα επίσης, αναγνώρισε τον Κύριο και Τον υπέδειξε στους ανθρώπους. Και στον ουρανό και στη γη ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, όχι με την επιστήμη. Και τα παιδιά που δεν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Χωρίς το Άγιο Πνεύμα κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό και πόσο πολύ μας αγαπάει. Ακόμα κι αν διαβάζουμε ότι μας αγάπησε και έπαθε από αγάπη για μας, σκεφτόμαστε γι’ αυτά μόνο με το νου, αλλά δεν καταλαβαίνουμε όπως πρέπει, με την ψυχή, την αγάπη του Χριστού. Όταν όμως μας διδάξει, τότε γνωρίζουμε με ενάργεια και αισθητά την αγάπη’ τότε γινόμαστε όμοιοι με τον Κύριο.
 
Καθένας μας μπορεί να κρίνει για το Θεό κατά το μέτρο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που γνώρισε. Γιατί πώς είναι δυνατό να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε για πράγματα που δεν είδαμε ή δεν ακούσαμε και δεν ξέρουμε; Οι άγιοι λένε πως είδαν το Θεό. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που λένε ότι δεν υπάρχει Θεός. Είναι φανερό πως μιλούν έτσι, γιατί δεν Τον γνώρισαν΄ αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως ο Θεός δεν υπάρχει. Οι άγιοι μιλούν για πράγματα που πραγματικά είδαν και γνωρίζουν. Δεν λένε, για παράδειγμα, πως είδαν ένα άλογο μήκους ενός χιλιομέτρου ή ένα πλοίο δέκα χιλιομέτρων, που δεν υπάρχουν. Κι εγώ νομίζω, πως, αν δεν υπήρχε Θεός, δεν θα μιλούσαν καν γι’ Αυτόν στη γη. Οι άνθρωποι όμως θέλουν να ζουν σύμφωνα με το δικό τους θέλημα και γι’ αυτό λένε πως δεν υπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας έτσι μάλλον πως υπάρχει. Όλων των λαών η ψυχή αισθανόταν πως υπάρχει ο Θεός, αν και δεν ήξεραν να λατρεύουν τον αληθινό Θεό. Το Άγιο Πνεύμα όμως δίδαξε πρώτα τους προφήτες, έπειτα τους αποστόλους, ύστερα τους αγίους πατέρες και επισκόπους μας, κι έτσι έφτασε ως εμάς η αληθινή πίστη. Εμείς γνωρίσαμε τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Και όταν Τον γνωρίσαμε, τότε στερεώθηκε σ’ Αυτόν η ψυχή μας. Γνωρίστε, λαοί, ότι πλαστήκαμε για να δοξάζουμε τον ουράνιο Θεό, και να μην προσκολλάστε στη γη, γιατί ο Θεός είναι Πατέρας μας και μας αγαπάει σαν πολυπόθητα παιδιά Του. Όποιος δεν γνωρίζει τη χάρη, δεν την επιζητεί. Οι άνθρωποι προσκολλήθηκαν στη γη, γι’ αυτό οι πιο πολλοί δεν ξέρουν πως τίποτα το γήινο δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος.
 
Πολλοί φιλονικούν για την πίστη – και δεν υπάρχει τέλος σ’ αυτές τις φιλονικίες-, ενώ, αντί να φιλονικούμε, πρέπει να προσευχόμαστε μόνο στο Θεό και την Παναγία, και ο Κύριος θα μας δώσει το φωτισμό χωρίς φιλονικίες, και μάλιστα γρήγορα. Πολλοί μελέτησαν όλες τις θρησκείες, αλλά δεν γνώρισαν την αληθινή πίστη όπως πρέπει. Όποιος όμως προσεύχεται στο Θεό με ταπείνωση να τον φωτίσει, σ’ αυτόν ο Κύριος θα δώσει να μάθει πόσο αγαπάει τον άνθρωπο. Οι υπερόπτες ελπίζουν να μάθουν τα πάντα με τον νου τους, αλλά ο Θεός τους έθεσε όρια.
 
Ο Κύριος είπε: «Όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται… ίνα θεωρή την δόξαν την εμήν» (πρβλ. Ιω. 12, 26’ 17, 24). Οι άνθρωποι όμως δεν κατανοούν τις Γραφές, τις βρίσκουν σχεδόν ακατανόητες. Μόνο όταν τους διδάξει το Άγιο Πνεύμα, τότε όλα γίνονται κατανοητά και η ψυχή αισθάνεται σαν να είναι στους ουρανούς. Γιατί το ίδιο Άγιο Πνεύμα είναι στους ουρανούς και στη γη και στην Αγία Γραφή και στις ψυχές όσων αγαπούν το Θεό. Χωρίς Πνεύμα Άγιο οι άνθρωποι πλανώνται και αδυνατούν να γνωρίσουν αληθινά το Θεό και την ανάπαυση κοντά Του, έστω κι αν μελετούν συνεχώς.
 
Ω αδελφοί, σας παρακαλώ και σας ικετεύω στο όνομα της ευσπλαχνίας του Θεού: Πιστεύετε στο Ευαγγέλιο και στη μαρτυρία της Αγίας Εκκλησίας, και τότε θα γευθείτε, ήδη απ’ αυτή τη γη, τη μακαριότητα του παραδείσου. Αληθινά, η βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας: Η αγάπη του Θεού χαρίζει στην ψυχή τον παράδεισο. Πολλοί πρίγκιπες και άρχοντες εγκατέλειψαν τους θρόνους τους, όταν γνώρισαν την αγάπη του Θεού. Κι αυτό είναι ευνόητο, γιατί η αγάπη του Θεού είναι φλογερή. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος η χαρά της ψυχής φτάνει ως τα δάκρυα, και τίποτα επίγειο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Πόσο ευτυχισμένοι είμαστε εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί! Τι Θεό έχουμε! Είναι αξιολύπητοι όσοι δεν γνώρισαν το Θεό. Αυτοί δεν βλέπουν το αιώνιο φως, και μετά το θάνατο πορεύονται στο αιώνιο σκοτάδι. Αυτό το ξέρουμε, γιατί το Άγιο Πνεύμα πληροφορεί μέσα στην Εκκλησία τους αγίους για το τι υπάρχει στον ουρανό και τι στον άδη. Ω, πόσο αξιολύπητοι είναι οι πλανεμένοι άνθρωποι! Αυτοί δεν μπορούν να ξέρουν τι είναι η αληθινή χαρά. Μερικές φορές διασκεδάζουν και γελούν, αλλά το γέλιο και η απόλαυση, που δοκιμάζουν, θα μεταβληθούν σε θρήνο και θλίψη. Δική μας χαρά είναι ο Χριστός. Με τα πάθη Του μας έγραψε στο βιβλίο της ζωής, και στη βασιλεία των ουρανών θα είμαστε αιώνια με το Θεό και θα βλέπουμε τη δόξα Του και θα ευφραινόμαστε μαζί Του. Η χαρά μας είναι το Άγιο Πνεύμα. Είναι τόσο γλυκό και ευχάριστο! Αυτό μαρτυρεί στην ψυχή για τη σωτηρία.
 
Τα επίγεια μαθαίνονται με την επίγεια διάνοια, ενώ ο Θεός και όλα τα επουράνια γνωρίζονται μόνο με το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό παραμένουν απρόσιτα στο νου που δεν αναγεννήθηκε.
 
Τι μας εμποδίζει να γνωρίσουμε το Θεό
Η απιστία προέρχεται από την υπερηφάνεια. Ο υπερήφανος ισχυρίζεται πως θα γνωρίσει τα πάντα με το νου του και την επιστήμη, αλλά η γνώση του Θεού παραμένει ανέφικτη γι’ αυτόν, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνο με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος.
 
Ο Κύριος αποκαλύπτεται στις ταπεινές ψυχές. Σ’ αυτές δείχνει τα έργα Του, που είναι ακατάληπτα για το νου μας. Με τον φυσικό μας νου μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τα γήινα πράγματα, κι αυτά μερικώς, ενώ ο Θεός και όλα τα ουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα. Μερικοί μοχθούν σ΄ όλη τους τη ζωή για να μάθουν τι υπάρχει στον ήλιο ή στη σελήνη ή κάτι παρόμοιο, αλλ’ αυτά δεν ωφελούν την ψυχή. Αν όμως προσπαθούσαμε να γνωρίσουμε τι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, τότε θα βλέπαμε στην ψυχή του αγίου τη βασιλεία των ουρανών, ενώ στην ψυχή του αμαρτωλού σκοτάδι και κόλαση. Και είναι ωφέλιμο να το ξέρουμε, γιατί θα είμαστε αιώνια είτε στη βασιλεία είτε στην κόλαση.
 
Ο νωθρός στην προσευχή εξετάζει με περιέργεια τα πάντα, όσα βλέπει στη γη και στον ουρανό, αλλά δεν γνωρίζει ποιος είναι ο Κύριος ούτε προσπαθεί να το μάθει. Κι όταν ακούει διδασκαλία για το Θεό, λέει: “Μα πώς είναι δυνατό να γνωρίσουμε το Θεό; Κι εσύ από που Τον γνωρίζεις;”. Θα σου πω: Μαρτυρεί το Άγιο Πνεύμα, Αυτό γνωρίζει και μας διδάσκει. “Άλλα μήπως το Πνεύμα είναι ορατό;”. Οι απόστολοι Το είδαν να κατεβαίνει σε πύρινες γλώσσες, κι εμείς Το αισθανόμαστε μέσα μας. Είναι γλυκύτερο από καθετί γήινο. Αυτό γεύονταν οι προφήτες και μιλούσαν στο λαό, και ο λαός τους πρόσεχε. Οι άγιοι απόστολοι έλαβαν Άγιο Πνεύμα και κήρυξαν σωτηρία στον κόσμο χωρίς να φοβούνται τίποτα, γιατί τους ενίσχυε αυτό το Πνεύμα. Το ίδιο και οι μάρτυρες και οι ασκητές πήγαιναν χαρούμενοι στο μαρτύριο και την κακοπάθεια. Γιατί το Άγιο Πνεύμα, το αγαθό και γλυκύ, έλκει την ψυχή στην αγάπη του Κυρίου. Κι έτσι η ψυχή, χάρη στη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος, δεν φοβάται τα βασανιστήρια.
 
Πολλοί άνθρωποι λένε σήμερα πως δεν υπάρχει Θεός. Μιλούν έτσι γιατί στην καρδιά τους ζει υπερήφανο πνεύμα, που τους υποβάλλει ψέματα εναντίον της Αλήθειας και της Εκκλησίας του Θεού. Νομίζουν πως είναι σοφοί, ενώ στην πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνονται καν ότι τέτοιοι λογισμοί δεν είναι δικοί τους, αλλά προέρχονται από τον εχθρό. Αν όμως κανείς τους δεχθεί στην καρδιά του και τους αγαπήσει, τότε γίνεται συγγενής με το πονηρό πνεύμα. Και είθε να μη δώσει ο Θεός σε κανένα να πεθάνει σε τέτοια κατάσταση. Αντίθετα, στην καρδιά των αγίων ζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που τους κάνει συγγενείς του Θεού. Οι άγιοι νιώθουν ολοκάθαρα πως είναι πνευματικά παιδιά του ουράνιου Πατέρα, και γι’ αυτό λένε: “Πάτερ ημών…“.
 
Η υπερηφάνεια εμποδίζει την ψυχή να μπει στο δρόμο της πίστεως. Στον άπιστο δίνω μια συμβουλή. Ας πει: “Κύριε, αν υπάρχεις, φώτισε με, και θα Σε υπηρετήσω μ΄ όλη μου την καρδιά και μ’ όλη μου την ψυχή”. Και ο Κύριος θα φωτίσει οπωσδήποτε μια τέτοια ταπεινή σκέψη και προθυμία για την υπηρεσία του Θεού. Δεν πρέπει όμως να λέει: “Αν υπάρχεις, παίδεψέ με”. Γιατί αν έρθει η τιμωρία, είναι δυνατό να μη βρει τη δύναμη να ευχαριστήσει το Θεό και να μετανοήσει. Όταν ο Κύριος σε φωτίσει, τότε η ψυχή σου θα Τον αισθανθεί, θα αισθανθεί πως την συγχώρησε και την αγαπάει. Θα το μάθεις με την πείρα σου, και η χάρη του Αγίου Πνεύματος θα μαρτυρεί στην ψυχή τη σωτηρία, και θα θέλεις τότε να διακηρύσσεις σ’ όλο τον κόσμο: “Πόσο πολύ μας αγαπάει ο Κύριος!”. Ο Απόστολος Παύλος, όσο δεν γνώριζε τον Κύριο, Τον καταδίωκε. Όταν όμως Τον γνώρισε, τότε γύρισε σ΄ όλη την οικουμένη κηρύσσοντας το Χριστό. Για να σωθείς, είναι ανάγκη να ταπεινωθείς. Γιατί τον υπερήφανο, και με τη βία να τον βάλεις στον παράδεισο, κι εκεί δεν θα βρει ανάπαυση. Κι εκεί δεν θα είναι ικανοποιημένος και θα λέει: “Γιατί δεν είμαι εγώ στην πρώτη θέση;”. Αντίθετα, η ταπεινή ψυχή είναι γεμάτη αγάπη και δεν επιδιώκει πρωτεία, αλλά επιθυμεί για όλους το καλό και ευχαριστιέται με όλα.
 
Δείξαμε μεγάλη αμέλεια και δεν καταλαβαίνουμε πια αν υπάρχει η κατά Χριστόν ταπείνωση και αγάπη. Βέβαια, η ταπείνωση αυτή και η αγάπη γίνονται γνωστές μόνο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς όμως δεν ξέρουμε ότι, για να προσελκύσουμε τη χάρη κοντά μας, πρέπει να την ποθήσουμε μ’ όλη μας την ψυχή. Άλλα πώς θα ποθήσουμε κάτι που δεν το γνωρίζουμε καθόλου; Και όμως, όλοι μας τη γνωρίζουμε τη χάρη, έστω και λίγο, γιατί το Άγιο Πνεύμα κινεί κάθε ψυχή στην αναζήτηση του Θεού. Ω, πώς πρέπει να παρακαλούμε τον Κύριο να δώσει στην ψυχή το ταπεινό Άγιο Πνεύμα! Η ταπεινή ψυχή έχει μεγάλη ανάπαυση, ενώ η υπερήφανη βασανίζει η ίδια τον εαυτό της. Ο υπερήφανος δεν γνωρίζει την αγάπη του Θεού και βρίσκεται μακριά Του. Υπερηφανεύεται πως είναι πλούσιος ή επιστήμων ή ένδοξος, μα δεν ξέρει την τραγικότητα της φτώχειας και της απώλειάς του, αφού δεν γνώρισε το Θεό. Απεναντίας, εκείνον που αγωνίζεται εναντίον της υπερηφάνειας, τον βοηθάει ο Κύριος να νικήσει αυτό το πάθος.
 
Είναι αδύνατο ν’ αγαπήσουμε και να γνωρίσουμε τον Κύριο, αν δεν ζήσουμε σύμφωνα με τις εντολές Του. Ο άνθρωπος όμως από μόνος του είναι ανίκανος να τηρήσει τις εντολές του Θεού. Γι’ αυτό ο Ιησούς είπε: «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν” (Ματθ. 7, 7). Αν δεν ζητάμε, βασανίζουμε μόνοι μας τον εαυτό μας και χάνουμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
 
Στον αγώνα μας πρέπει να είμαστε ανδρείοι. Ο Κύριος αγαπάει την ανδρεία και συνετή ψυχή. Αν δεν έχουμε ανδρεία και σύνεση, τότε πρέπει να τα ζητάμε από το Θεό και να υπακούμε στους πνευματικούς, γιατί σ΄ αυτούς ζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο άνθρωπος μάλιστα, που ο νους του έπαθε βλάβη από δαιμονική ενέργεια, ιδίως αυτός πρέπει να υπακούει στον πνευματικό και να μην εμπιστεύεται καθόλου τον εαυτό του. Οι ψυχικές συμφορές μας έρχονται από την υπερηφάνεια, ενώ τις σωματικές τις παραχωρεί πολλές φορές ο Θεός από αγάπη για μας, όπως έγινε με τον πολύαθλο Ιώβ. Είναι πολύ δύσκολο να διαγνώσεις μέσα σου την υπερηφάνεια. Να όμως μερικά συμπτώματα: Αν σε προσβάλλουν δαίμονες ή σε βασανίζουν κακοί λογισμοί, αυτό σημαίνει πως δεν έχεις ταπείνωση. Γι’ αυτό, έστω κι αν δεν αντιλήφθηκες την υπερηφάνειά σου, ταπεινώσου. Αν είσαι οξύθυμος ή, όπως λένε, νευρικός, αυτό είναι αληθινή συμφορά. Κι αν πάσχεις από παροξυσμούς και φοβίες, θα γιατρευτείς με τη μετάνοια, με το ταπεινό φρόνημα και με την αγάπη για τον αδελφό σου, ακόμα και για τους εχθρούς. Όποιος δεν αγαπάει τους εχθρούς, σε αυτόν δεν έχει κατοικήσει ακόμα η χάρη του Θεού.
 
Στην πλάνη πέφτει κανείς είτε από απειρία είτε από υπερηφάνεια. Κι αν είναι από απειρία, ο Κύριος θεραπεύει γρήγορα αυτόν που πλανήθηκε. Αν όμως είναι από υπερηφάνεια, τότε θα υποφέρει για πολύν καιρό η ψυχή, ώσπου να μάθει την ταπείνωση, και τότε θα θεραπευθεί από τον Κύριο. Στην πλάνη πέφτουμε, όταν νομίζουμε πως είμαστε πιο συνετοί και έμπειροι από τους άλλους, ακόμα κι από τον πνευματικό μας πατέρα. Έτσι σκέφτηκα κι εγώ με την απειρία μου, και γι’ αυτό υπέφερα. Ευχαριστώ βαθιά το Θεό, γιατί έτσι με ταπείνωσε, με νουθέτησε και δεν πήρε το έλεός Του από μένα. Και τώρα σκέφτομαι πως χωρίς εξομολόγηση στον πνευματικό δεν είναι δυνατό ν΄ απαλλαγούμε από την πλάνη, γιατί στον πνευματικό έδωσε ο Θεός τη χάρη του “δεσμείν και λύειν“.
 
Η κοινωνία με το Θεό
Όποιος αγαπάει τον Κύριο, σκέφτεται πάντα Εκείνον. Η θύμηση του Θεού γεννάει την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε και δεν θα προσεύχεσαι’ και χωρίς την προσευχή, δεν θα παραμείνει η ψυχή στην αγάπη του Θεού, γιατί η χάρη του Αγίου Πνεύματος έρχεται με την προσευχή. Η προσευχή προφυλάσσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, γιατί ο νους, όταν προσεύχεσαι, είναι απασχολημένος με το Θεό και στέκεται με ταπεινό Πνεύμα ενώπιον του Κυρίου, τον Οποίο γνωρίζει η ψυχή του προσευχομένου. Ο αρχάριος όμως χρειάζεται χειραγωγό, επειδή η ψυχή, πριν έρθει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, έχει μεγάλο πόλεμο εναντίον των εχθρών και δεν μπορεί να διακρίνει η ίδια, αν η γλυκύτητα που δοκιμάζει, προέρχεται από τον εχθρό. Αυτό μπορεί να το διακρίνει μόνο εκείνος που γεύθηκε ο ίδιος το Άγιο Πνεύμα. Αυτός αναγνωρίζει τη χάρη κατά τη γεύση. Όποιος θέλει να ασκεί την προσευχή χωρίς χειραγωγό και, μέσα στην υπερηφάνειά του, φαντάζεται ότι μπορεί να τη διδαχθεί από τα βιβλία, αυτός βρίσκεται κιόλας στην πλάνη. Τον ταπεινό όμως τον προστατεύει ο Κύριος· έτσι, αν πράγματι δεν υπάρχει έμπειρος οδηγός, αυτός καταφεύγει στον υπάρχοντα πνευματικό, και ο Κύριος θα τον σκεπάσει χάρη στην ταπείνωσή του. Σκέψου ότι στον πνευματικό ζει το Άγιο Πνεύμα, και αυτός θα σου πει το ωφέλιμο. Αν όμως σκεφτείς πως ο πνευματικός ζει με αμέλεια και διερωτηθείς, “Πώς είναι δυνατό να έχει το Άγιο Πνεύμα;”, θα υποστείς εξαιτίας αυτής της σκέψης σου μεγάλο πειρασμό, και ο Κύριος θα σε ταπεινώσει και θα επιτρέψει να πέσεις σε κάποια πλάνη. Η προσευχή δίνεται στον προσευχόμενο. Η προσευχή που γίνεται μόνο από συνήθεια, χωρίς καρδιά συντριμμένη για τις αμαρτίες της, δεν είναι αρεστή στο Θεό.
 
Ω άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση, και ο Κύριος θα σου χαρίσει να γευθείς τη γλυκύτητα της προσευχής. Κι αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, γίνε ταπεινός, γίνε εγκρατής, εξομολογήσου ειλικρινά και θα σε αγαπήσει η προσευχή. Γίνε υπάκουος, υποτάξου ευσυνείδητα στις αρχές, μείνε ευχαριστημένος με όλα, και τότε ο νους σου θα καθαριστεί από μάταιους λογισμούς. Να θυμάσαι πως σε βλέπει ο Κύριος, γι’ αυτό πρόσεχε, μήπως λυπήσεις με κάτι τον αδελφό· μην τον κατακρίνεις και μη τον στενοχωρήσεις ούτε μ’ ένα βλέμμα, και το Πνεύμα το Άγιο θα σε αγαπήσει και θα σε βοηθήσει σε όλα.
 
Το Άγιο Πνεύμα μοιάζει πολύ με αγαπημένη, γνήσια μητέρα. Η μητέρα αγαπάει το παιδί της και πονάει γι’ αυτό. Έτσι και το Άγιο Πνεύμα σπλαχνίζεται, συγχωρεί, θεραπεύει, νουθετεί και χαροποιεί. Και αναγνωρίζεται το Άγιο Πνεύμα στην ταπεινή προσευχή.
 
Όποιος αγαπάει τους εχθρούς, αυτός γρήγορα θα γνωρίσει τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Όποιος όμως δεν τους αγαπάει – γι’ αυτόν δεν θέλω ούτε καν να γράψω. Όμως τον λυπάμαι, γιατί βασανίζει τον εαυτό του και τους άλλους και δεν θα γνωρίσει τον Κύριο.
 
Στις εκκλησίες τελούνται οι ιερές ακολουθίες και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σ’ αυτές. Η ψυχή, ωστόσο, είναι ο καλύτερος ναός του Θεού, και όποιος προσεύχεται εσωτερικά, γι’ αυτόν όλος ο κόσμος έγινε ναός του Θεού. Αυτό όμως δεν είναι για όλους. Πολλοί προσεύχονται προφορικά ή προτιμούν να προσεύχονται με βιβλία. Και αυτό καλό είναι και ο Κύριος δέχεται την προσευχή τους. Αν όμως κανείς προσεύχεται και σκέφτεται άλλα πράγματα, ο Κύριος δεν εισακούει αυτή την προσευχή.
 
Η αδιάλειπτη προσευχή προέρχεται από την αγάπη και χάνεται εξαιτίας της κατακρίσεως, της αργολογίας και της ακράτειας. Όποιος αγαπάει το Θεό, αυτός μπορεί να Τον σκέφτεται μέρα και νύχτα, γιατί το ν’ αγαπάς το Θεό καμιά εργασία δεν το παρεμποδίζει.
 
Η αληθινή ελευθερία
Όλοι μας ταλαιπωρούμαστε στη γη και ζητάμε ελευθερία, μα λίγοι ξέρουν τι είναι η ελευθερία και που βρίσκεται. Κι εγώ θέλω επίσης ελευθερία και την αναζητώ μέρα και νύχτα. Έμαθα πως βρίσκεται κοντά στο Θεό και δίνεται απ’ Αυτόν σ’ όσους έχουν ταπεινή καρδιά, σ’ όσους μετανόησαν και έκοψαν το θέλημά τους ενώπιον του Κυρίου. Σ’ όποιον μετανοεί, ο Θεός δίνει την ειρήνη Του και την ελευθερία να Τον αγαπάει. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο στον κόσμο από την αγάπη του Θεού και του πλησίον. Σ’ αυτά βρίσκει η ψυχή ανάπαυση και χαρά.
 
Η καρδιά μου πονάει για όλο τον κόσμο και προσεύχομαι με δάκρυα γι’ αυτόν, να μετανοήσουν όλοι και να γνωρίσουν το Θεό, να ζήσουν με αγάπη και να γευθούν τη γλυκύτητα της ελευθερίας του Θεού. Ω, όλοι οι άνθρωποι, προσευχηθείτε και κλάψτε για τις αμαρτίες σας, για να σάς συγχωρήσει ο Κύριος. Όπου υπάρχει άφεση αμαρτιών, εκεί βρίσκεται η ελευθερία της συνειδήσεως και η αγάπη, έστω και λίγη.
 
Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι η αληθινή ελευθερία: η αγάπη για το Θεό και τον πλησίον. Εδώ βρίσκεται και η ελευθερία και η ισότητα. Στην κοσμική τάξη είναι αδύνατο να υπάρξει ισότητα- αυτό όμως δεν έχει σημασία για την ψυχή. Δεν μπορεί να είναι ο καθένας βασιλιάς ή άρχοντας, πατριάρχης ή ηγούμενος ή διοικητής. Μπορεί όμως ο καθένας, σε όποια τάξη κι αν ανήκει, ν’ αγαπάει το Θεό και να είναι ευάρεστος σ’ Εκείνον- κι αυτό είναι το σπουδαίο. Και όσοι αγαπούν περισσότερο το Θεό στη γη, θα έχουν περισσότερη δόξα στη βασιλεία των ουρανών και θα είναι πιο κοντά στον Κύριο. Ο καθένας θα δοξαστεί κατά το μέτρο της αγάπης του.
 
Η θεία χάρη δεν αφαιρεί την ελευθερία, αλλά συνεργεί μόνο στην εκπλήρωση των εντολών του Θεού. Ο Αδάμ βρισκόταν στην κατάσταση της χάριτος, αλλά δεν του αφαιρέθηκε το αυτεξούσιο. Οι άγγελοι παραμένουν επίσης στο Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν τους έχει αφαιρεθεί η ελεύθερη βούληση.
 
Ο Κύριος έδωσε στη γη το Άγιο Πνεύμα· και όσοι το έλαβαν, αισθάνονται τον παράδεισο μέσα τους. Ίσως πεις: “Γιατί λοιπόν δεν έχω κι εγώ μια τέτοια χάρη;”. Επειδή εσύ δεν παραδόθηκες στο θέλημα του Θεού, αλλά ζεις σύμφωνα με το δικό σου θέλημα.
 
Παρατηρήστε εκείνον που αγαπάει το θέλημά του: Δεν έχει ποτέ ειρήνη στην ψυχή του και δεν ευχαριστιέται με τίποτα. Γι’ αυτόν όλα γίνονται όπως δεν θα έπρεπε. Όποιος όμως δόθηκε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, έχει την καθαρή προσευχή και η ψυχή του αγαπάει τον Κύριο.
 
Έτσι δόθηκε στο Θεό η Υπεραγία Παρθένος: “Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου” (Λουκ. 1, 38). Αν λέγαμε κι εμείς, “Ιδού ο δούλος Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου“, τότε τα ευαγγελικά λόγια του Κυρίου θα ζούσαν στις ψυχές μας, η αγάπη του Θεού θα βασίλευε σ΄ όλο τον κόσμο και η ζωή στη γη θα ήταν απερίγραπτα ωραία. Αλλά μολονότι τα λόγια του Κυρίου ακούγονται τόσους αιώνες σ΄ όλη την οικουμένη, οι άνθρωποι δεν τα καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να τα παραδεχθούν. Όποιος όμως ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αυτός θα δοξαστεί και στον ουρανό και στη γη.
 
(Από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.)

Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Η ΑΚΗΔΙΑ ΑΧΡΗΣΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ!

 Όσιος Παΐσιος: Η ακηδία αχρηστεύει τον άνθρωπο!
 
- Γέροντα, τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην ακηδία και την αθυμία;
- Ακηδία είναι η πνευματική τεμπελιά, ενώ η ραθυμία αναφέρεται και στην ψυχή και στο σώμα. Καλύτερα όμως να λείψουν και τα δύο. Η ακηδία και η ραθυμία μερικές φορές κολλούν και σε ψυχές που έχουν πολλές προϋποθέσεις για πνευματική ζωή, που έχουν ευαισθησία, φιλότιμο.
Σε έναν αδιάφορο ο πειρασμός δεν κάνει τόσο κακό. Ένας ευαίσθητος όμως άνθρωπος, αν στενοχωρηθή, νιώθει μετά ακηδία. Πρέπει να βρη τί τον στενοχώρησε και να το αντιμετωπίση πνευματικά, για να ξαναβρή το κουράγιο και να πάρη μπρος η μηχανή του. Να προσέχη να μην αφήνη αθεράπευτες πληγές, γιατί μετά κάμπτεται από τα τραύματά του. Το ψυχικό τσάκισμα, το οποίο στην συνέχεια φέρνει και το σωματικό, τον αχρηστεύει. Ο γιατρός δεν βρίσκει τίποτε, γιατί την βλάβη την έχει προκαλέσει ο πειρασμός. Πόσες ψυχές που έχουν φιλότιμο, ευαισθησία, τις βλέπω αχρηστευμένες!
 
- Γέροντα, αισθάνομαι εξάντληση και δεν μπορώ να κάνω καθόλου πνευματικά1. Αυτό προέρχεται από κούραση ή μήπως είναι από ραθυμία;
- «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή»2, δεν λέει; Δεν είναι κούραση σωματική˙ ψυχικό τσάκισμα είναι. Αυτό είναι χειρότερο από την σωματική κούραση. Με το ψυχικό τσάκισμα ξεβιδώνεται κανείς και γίνεται σαν ένα όχημα που όλα τα εξαρτήματά του είναι καλά, αλλά η μηχανή του είναι διαλυμένη.
 
- Γέροντα, βλέπω ότι, ενώ πρώτα αγαπούσα τα πνευματικά, τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε.
- Γιατί δεν μπορείς να κάνης τίποτε; Δεν έχεις δυνάμεις; Εγώ βλέπω ότι έχεις. Δεν θυμάσαι παλιά, όταν χτιζόταν το μοναστήρι και δούλευες όλη μέρα στο γιαπί, πόσα πνευματικά έκανες;
 
- Μήπως, Γέροντα, φταίει που έδωσα όλον τον εαυτό μου στις δουλειές;
- Πιο πολύ φταίει που άφησες τον εαυτό σου χαλαρό. Κοίταξε να τον σκληραγωγήσης˙ να αγαπήσης την άσκηση. Εγώ, που έχω μισό πνεύμονα, ξέρεις πόσες μετάνοιες κάνω; Δεν μπορώ να σου πω. Μόνο για τα κομποσχοίνια, που κάνω με μικρές μετάνοιες, σου λέω ότι, όταν κουράζεται το ένα χέρι, κάνω τον σταυρό μου με το άλλο. Αυτά σου τα λέω από αγάπη. Άλλοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις που έχεις εσύ, και ξέρεις πώς αγωνίζονται, πώς παλεύουν; Εσύ για λοκατζής κάνεις! Πώς άφησες έτσι τον εαυτό σου; Εγώ θα προσεύχωμαι για σένα, αλλά, για να βοηθηθής, πρέπει κι εσύ να κάνης μια προσπάθεια. Κατάλαβες; Στα πνευματικά πρέπει να δώσης όλον τον εαυτό σου, και τότε θα αποδώσης και στην διακονία σου.
 
- Γέροντα, μερικές φορές , όταν είμαι στο κελλί, με πιάνει ακηδία.
- Στο κελλί σου δεν προσεύχεσαι, δεν μελετάς. Όσο μπορείς, να μην αφήνης να περνάη ο χρόνος χωρίς να κάνης τίποτε. Δεν μπορείς να προσευχηθής; Ας μελετήσης κάτι που σε βοηθάει εκείνη την ώρα. Διαφορετικά ο διάβολος μπορεί να εκμεταλλευθή την άσχημη κατάστασή σου και να σε εξουθενώση.
 
1. «Πνευματικά» είναι: ευχή με το κομποσχοίνι, μετάνοιες, πνευματική μελέτη κ.λπ. που κάνει ο μοναχός εκτός της διατεταγμένης Ακολουθίας και του μοναχικού κανόνος. Αυτά γίνονται και από λαϊκούς που αγωνίζονται στον κόσμο.
2. Τρίτον Μεγαλυνάριον της Μικράς και της Μεγάλης Παρακλήσεως εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον.
 
Πηγή: Από το βιβλίο «Περί προσευχής» Λόγοι ζ'

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΝΗΣΤΕΙΑ ΜΕ ΦΙΛΟΤΙΜΟ!

Όσιος Παΐσιος: Νηστεία με φιλότιμο!
 
Με την νηστεία ο άνθρωπος δείχνει την προαίρεσή του. Κάνει από φιλότιμο μια άσκηση και ο Θεός βοηθάει. Αν όμως ζορίζει τον εαυτό του και πει «τί να κάνω; είναι Παρασκευή, πρέπει να νηστέψω», θα βασανίζεται. Ενώ, αν μπει στο νόημα και νηστέψει από αγάπη για τον Χριστό, θα χαίρεται.

«Αυτήν την ημέρα, να σκεφθή, ο Χριστός σταυρώθηκε• ούτε νερό δεν Του έδωσαν να πιει, ξίδι Του έδωσαν. Κι εγώ δεν θα πιώ νερό όλη την ημέρα». Αν το κάνη αυτό, τότε θα νιώθει ανώτερη χαρά μέσα του από αυτόν που πίνει τα καλύτερα αναψυκτικά!
Και βλέπεις, πολλοί κοσμικοί μια Μεγάλη Παρασκευή δεν μπορούν να νηστέψουν, αλλά έξω από το Υπουργείο μπορούν να κάθωνται και να κάνουν απεργία πείνας για ένα πείσμα, για να πετύχουν κάτι. Εκεί ο διάβολος τους δίνει κουράγιο.
Αυτοκτονία είναι αυτό που κάνουν. Άλλοι πάλι, όταν έρχεται το Πάσχα, ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη» με χαρά και με όλη τους την δύναμη, γιατί θα φάνε καλά. Μοιάζουν με τους Ιουδαίους που ήθελαν να κάνουν βασιλιά τον Χριστό, επειδή τους τάισε στην έρημο. Θυμάστε τί λέει και ο Προφήτης; «Επικατάρατος ο ποιών τα έργα Κυρίου αμελώς».
Άλλο είναι, όταν κανείς έχει καλή διάθεση να νηστέψει, αλλά δεν μπορεί, γιατί, αν δεν φάη, τρέμουν τα πόδια του, πέφτει κάτω - δεν τον βοηθάει δηλαδή η αντοχή του, η υγεία του κ.λπ. - και άλλο να έχη δυνάμεις και να μη νηστεύει. Που είναι η καλή διάθεση τότε; Και η στενοχώρια αυτού που θέλει να κάνει
έναν αγώνα και δεν μπορεί, αναπληρώνει πολλή άσκηση, και αυτός έχει πιο πολύ μισθό από τον άλλον που έχει κουράγιο και κάνει έναν αγώνα, γιατί εκείνος νιώθει και μια ευχαρίστηση.
[...] Αν έχει κανείς απλότητα, ταπείνωση, δέχεται την Χάρη του Θεού, νηστεύει ταπεινά και τρέφεται θεϊκά. Τότε έχει θεϊκή δύναμη και πολλή αντοχή σε μεγάλες νηστείες.
[...]Ο άνθρωπος με την νηστεία γίνεται αρνί. Όταν γίνεται θηρίο, σημαίνει ότι η άσκηση που κάνει ή είναι πάνω από τις δυνάμεις του ή την κάνει από εγωισμό, γι’ αυτό δεν δέχεται θεία βοήθεια.
[...] Αν δεν φθάσει κανείς, ό,τι κάνει, να το κάνει από αγάπη προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπό του, κάνει σπατάλη.
Αν νηστεύει και έχει υπερήφανο λογισμό ότι κάτι κάνει, πάει χαμένη η νηστεία του. Είναι μετά σαν ένα τρύπιο ντεπόζιτο που δεν κρατάει τίποτε. Ρίξε νερό μέσα σε ένα τρύπιο ντεπόζιτο, σιγά-σιγά φεύγει όλο.
 
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 178-180)

Τρίτη 2 Απριλίου 2024

ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ: ΠΕΡΙ ΠΛΑΝΗΣ!

Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Περί πλάνης
 
Διερωτάται κανείς, όταν με αυτού του είδους τα θέματα πρόκειται να ασχοληθεί, πώς θα τα βγάλει πέρα, ή τι είδους συμπεράσματα θα επισημάνει, αφού πρόκειται να πλησίαση στην άβυσσον των βαθέων και σκοτεινών νοημάτων του σατανά, οπού ο γνόφος των ακατονόμαστων του δόλων και πονηριών. Στο βιβλίον του Ιώβ σκιαγραφείται η εικόνα αυτού του δράκοντος. «Τις αποκαλύψει πρόσωπον ενδύσεως αυτού; εις δε πτύξιν θώρακος αυτού τις αν εισέλθοι; πύλας προσώπου αυτού τις ανοίξει; Κύκλω οδόντων αυτού φόβος. Τα έγκατα αυτού ασπίδες χάλκεαι, σύνδεσμος δε αυτού ώσπερ σμυρίτης λίθος… Εν πταρμώ επιφαύσκεται φέγγος, οι δε οφθαλμοί αυτού είδος Εωσφόρου. Εκ στόματος αυτού εκπορεύονται ως λαμπάδες καιόμεναι και διαρριπτούνται ως εσχάραι πυρός. Εκ μυκτήρων αυτού εκπορεύεται καπνός καμίνου καιομένης πυρί ανθράκων. Η ψυχή αυτού άνθρακες, φλόξ δε εκ στόματος αυτού εκπορεύεται. Εν δε τραχήλω αυτού αυλίζεται δύναμις, έμπροσθεν αυτού τρέχει απώλεια…».
 
Δεν είναι παρέκβασις η από μέρους αυτή παράθεσις γραφικού χωρίου περί του τι εστί διάβολος και σατανάς, αφού προς αυτόν είναι όλη μας η πάλη και σπουδή, ως του μονίμου και κοινού μας πολεμίου και εχθρού. Ειδικά όμως μας επέβαλε την μνημόνευσίν του ο σχολιασμός, πού προτιθέμεθα να κάνωμε σ’ αυτό μας το κεφάλαιο για το πονηρώτερόν του επίτευγμα, την ΠΛΑΝΗΝ!
Κάθε διαβολικόν επίτευγμα ασφαλώς ολέθριον είναι, και κανείς δεν διαφωνεί. Εκείνο όμως πού συγκεντρώνει την μεγαλύτερην πονηρίαν και κακίαν, είναι και λέγεται πλάνη στην γενικότητα της· και η ουσία της είναι όλη η απάτη, όλον το ψέμα, όλος ο δόλος και η διαστροφή κάθε ορθής πραγματικότητας. Και τι παράξενον αυτό, αφού ο δημιουργός και γεννήτωρ της διάβολος είναι ο «ψεύστης και ο πατήρ αυτού»; Ευρισκόμενοι ήδη εις την μέσην κλίμακα της πνευματικής ανόδου, κατά την πατερικήν μας παράδοσιν, την λεγομένην φωτιστικήν, ανήκομεν στην αντίστοιχον πολεμικήν παράταξιν του εχθρού, οπού έχει σαν στόχο της, την διαστροφήν και παραμόρφωσιν της αληθείας. Δεν αγωνίζεται αυτή η διαβολική αντίστασις να εκτoπίση τον αγωνιστήν, όπως η πρώτη της μορφή, να τον βγάλει από την πίστιν και την θεογνωσίαν, αλλά τώρα προσπαθεί να τον αποπροσανατολίσει από την σωστήν κατεύθυνση, να δεχθεί συμβιβασμό και να νοθεύση την ορθήν δόξαν της παραδοθείσης αποκαλύψεως. Πλάνη, καμουφλαρισμένο ψεύδος, απάτη και δόλος, αντί της αλήθειας. Και πάλιν οι αλλοιώσεις και πάλιν οι μεταβολές. Μετά την ηλιόλουστη ημέρα της ανοίξεως ήλθε κακοκαιρία με ύπουλες και άγνωστες διαθέσεις. Μετά την ευθηνίαν και πάλιν η αφορία και πενία, μετά την γαλήνην και πάλιν η ταραχή · όχι όμως ανοικτά και φανερά, αλλά ύπουλα και δόλια και υποκριτικά. Περί των τοιούτων έγραφε ο μακάριος Δαυίδ: «ότι ουκ εστίν εν τω στόματι αυτών αλήθεια, η καρδία αυτών ματαία· τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών ταίς γλώσσαις αυτών εδολιούσαν».
Ξεκινώντας από τον χειρόγραφον ορισμόν του Γέροντος, μεταφέρω τα ίδια του λόγια. «Πλάνη, αγαπητέ μοι, καθ’ εαυτήν ονομάζεται η ουσιώδης εκ της ευθείας και αληθείας απομάκρυνσις, αρνούμενη ως ειπείν την αλήθεια και το ψευδός ασπασμένη». Αφού η χάρις επανέλθει, κατά την περιγραφήν μας, και επαναφέρει τον αγωνιστήν στη σωστή του πορείαν, ή μάλλον στην πατερικήν μας παράδοσιν της πνευματικής ανόδου και προκοπής, συναντά πάλιν άλλο ανάλογο εμπόδιο απαραίτητο για την πνευματική γυμνασία. Όπως στην πρώτη του πορεία έπρεπε να μάθη δια της πείρας τον όλεθρον της αυτοπεποιθήσεως και να ανάγει τα πάντα στον Θεόν μάλλον, παρά στις ουτιδανές ανθρώπινές του προσπάθειες· έτσι και τώρα, μετά την είσοδόν του στις τάξεις του φωτισμού και της επαφής του στην θεωρητικήν σφαίραν, πού ο νους του καθαρθείς καταξιούται, επιβάλλεται να μάθη, όχι εξ ακοής άλλ’ εκ της πείρας του, ότι και ο εχθρός δύναται πολλά από τα ιδιώματα της θεωρίας και χάριτος να μιμηθεί και να τα παραστήσει ψευδώς ως αλήθειαν.
Εάν δύναται να παρίσταται ως άγγελος φωτός και να υποδύεται τον ρόλον του σωτήρος, τι το δύσκολον και τα ιδιώματα της χάριτος να παραχαράξει; Επιτρέπει, λοιπόν, η παιδεύουσα μητέρα χάρις, να εισέλθει ο αθλητής στα σατανικά πειρατήρια, για να κερδίσει ιδιοχείρως εκ της πάλης του, ως λάφυρον, την πείραν και να δύναται να λέγει στο πλήρωμα της Εκκλησίας ως ο Παύλος και οι Πατέρες του ότι «ου γαρ τα νοήματα αυτού, του εχθρού, αγνοούμεν».
Τα ιδιώματα αυτής της αρρώστιας, πλάνης, είναι πάμπολλα και ποικίλλουν αναλόγως των προσώπων, των χαρακτήρων, των τόπων και τρόπων και άλλων πολλών αφορμών, πού μπορεί ο σατανάς να καλύψει το δόλωμα του. Εμείς πάντως θα ασχοληθούμε με την μορφήν, πού ανήκει στη δική μας συνέχεια, καθώς ο αείμνηστος Γέροντας μας παρέδωσε. Η αρχή της συνήθως μοιάζει με την πρώτη μορφή της απάτης, πού ο αρχέκακος απάτησε τους προπάτορας, με παραλλαγή δηλαδή του σχήματος ή του πράγματος και μέσου, όχι όμως και της φύσεως. Ο ληστής αυτός διάβολος παρακολουθεί την ροπήν του θελήματος του ανθρώπου, που, ως αδυναμία ή ως προσπάθεια και αιχμαλωσία, παραμένει και απασχολεί τον νουν και σιγά-σιγά και την θέλησιν και έτσι απ’ εδώ ευρίσκει θύραν και εισέρχεται. Η τεχνική του πολέμου, εδώ, είναι ευμέθοδη και ύπουλη. Δεν βιάζεται, δεν πιέζει, δεν βαρύνεται να καρτερεί, έως ότου λάβει ικανά εχέγγυα της επιτυχίας του, και ιδίως, εάν το πάθος πού επικρατεί είναι πολύφορον, για να έχει έτσι μεγαλύτερον κέρδος εκ της νίκης του. Η τόση επιμονή του πονηρού στην πάλην αυτήν, είναι να αιχμαλωτίσει τον άνθρωπον στην εσφαλμένην ιδέαν και πλάνην διότι ο πόλεμος, εδώ, δεν είναι σωματικός, στα πάθη δηλαδή πού ανήκουν στο επιθυμητικόν μέρος, αλλά κυρίως στο λογιστικόν. Είναι μάλλον πόλεμος της διανοίας, σε ό,τι ανήκει στον νουν και στην θεωρίαν, γιατί τώρα η θέσις και η κατάστασις του αγωνιστού βρίσκεται σ’ αυτήν την σφαίρα. Και πάλιν επανερχόμεθα, και ας μη φαίνεται κουραστικόν, για την λεπτομέρειαν, επειδή ο σκοπός μας είναι διαφωτιστικός.
Αφού με την πρακτικήν του εργασίαν συμπληρώσει, χάριτι Χριστού, ο αγωνιστής την πρώτην βαθμίδα της μετανοίας, πού είναι και λέγεται καθαρτική και σημαίνει ό,τι ενίκησε τα πάθη της σαρκός· και στον όρον του επιθυμητικού επέβαλε μόνον την χρείαν και οι αισθήσεις υπετάχθησαν στον νουν, ώστε τίποτα να μην απαιτούν ή ενεργούν κατ’ επιθυμίαν, θεραπεύεται το ένα μέρος του «τριμερούς της ψυχής», το επιθυμητικόν. Μετά απ’ αυτόν τον θρίαμβον της νίκης, πού ανήκει κυρίως στην σωστήν προσπάθειαν και κηδεμονίαν του νου, κερδίζει σαν βραβείον την ειρήνην των λογισμών και την είσοδον στους χώρους της ευχής, όχι αυτής πού έως τώρα κρατούσε με προσπάθειαν και κόπον και ετοιμασίαν. Η θεία χάρις πλέον, όχι ως αντιληπτική επίσκεψις και παρηγορία πού εφαίνετο περιοδικά, αλλά τώρα ως ενδημούσα κατάστασις παραμένει στον νουν του ανθρώπου και τον υψώνει στην δεύτερην βαθμίδα της πνευματικής ζωής, την λεγομένην «φωτιστικήν». Σ’ αυτό το στάδιον το πλείστον της εργασίας, πού περιέχεται στον όρον της μετανοίας, είναι η κυριότης του νου επί πάντων και η επικράτησις της χάριτος επί του νου. Όπως ο νους στην περίοδον της πρακτικής εργασίας υπέταξε τις αισθήσεις λογικά και προκάλεσεν την ισορροπίαν στην σωστή χρήσιν των πραγμάτων, τώρα η θεία χάρις βραβεύει τον νουν παραμένουσα μετ’ αυτού για ενίσχυσίν του στην σωστή κρίσιν και χρήσιν των νοημάτων, και τούτου ο άθλος είναι η είσοδος στην θεωρίαν.
Από την μεσαίαν τάξιν, αυτήν την «φωτιστικήν», αρχίζει στους αληθινούς αγωνιστές της μετανοίας η τάξις της θεωρίας, πού δεν είναι πλέον επίνοια του νου ή προσπάθεια κατά δικήν του βούλησιν ή προγραμματισμόν, αλλά αυθεντία και κυριότης της θείας χάριτος, πού, όπως και οπόταν και οσάκις θέλει, οδηγεί αυτή τον νουν εις θεωρίαν, αναλόγως της δικής του φωτιστικής καταστάσεως και ανάγκης, όπου επιβάλλει η περίστασις προς οικοδομήν, είτε της δικής του, είτε του πληρώματος της Εκκλησίας, όπως οι Πατέρες μας παρέδωσαν. Εθεωρήσαμεν επιβεβλημένην την μικρήν αυτήν παρέκκλισιν εκ του κειμένου μας, για να αναλύσωμεν σαφέστερα, το γιατί ο αείμνηστος Γέροντας έταξε σ’ αυτήν την βαθμίδα την θέσιν της πλάνης σαν μία συνέχεια, στην πνευματικήν ιεραρχίαν.
Δικαίως λοιπόν και ο εχθρός μας, μετά την προαγωγήν του αγωνιστού στα πνευματικά χαρίσματα, παρουσιάζεται με ανάλογες αντιδράσεις. Παρηγορεί η χάρις τον νουν με τους μητρικούς τρόπους της προνοίας της; Προσπαθεί και ο εχθρός να πλησιάση μέσω του ίδιου τρόπου, και να απατήση έτσι τον νουν και δικαίως αυτό ονομάζεται «πλάνη». Κατά το φιλοσοφικόν ρήμα «ουχ ευρήσεις τάξιν εν ατάκτοις»· και πάλιν κατά τον Μωϋσήν «οι δε εχθροί ημών ανόητοι»· στην καθ’ ημών όμως μάχην και πάλην οι πονηρότατοι δαίμονες γίνονται συνεπείς, όσο και αν τους χαρακτηρίζη η ακαταστασία.
Ο σκοτεινός λαβύρινθος της πλάνης είναι δυσκατάληπτος. Οι κεντρικώτερες όμως αρτηρίες, πού οδηγούν σ’ αυτόν είναι δύο.
Πρώτη και δεύτερη δεν χαρακτηρίζονται, γιατί δεν υπάρχει τάξις, η δε κάθε μία απ’ αυτές είναι ως εξής: Όσοι αγωνίζονται διανοητικά, δηλαδή περισσότερο με τον νουν και την εσωστρέφειαν, είναι αυτοί πού θα συναντήσουν παρηγοριά από την χάριν στο θεωρητικόν μέρος. Είτε κατά την ώρα της προσευχής κυρίως, είτε σε λεπτήν κατάστασιν ύπνου ή κάπως αλλοιώς θα τους πλησιάση η αναζητούμενη θεία χάρις για πληροφορίαν. Αυτήν ακριβώς την θέσιν παρακολουθεί και το πνεύμα της πλάνης· και με εσχηματισμένον τρόπον, ενίοτε προλαμβάνει, όσον απουσιάζει ιδίως και η πραγματική πείρα του νου στο να διαγνώση ευκρινώς την ποιότητα του φαινομένου, και έτσι προσπαθεί να παρασύρη στην δική της προσοχήν. Αυτός είναι, ο ένας τρόπος της πλάνης. Εις όσους βαδίζουν τον πατημένο δρόμο της υποταγής και ταπεινοφροσύνης, ελάχιστα μπορεί να ενοχλήση αυτή η κακία, και περισσότερον πλησιάζει και παραμένει στους ιδιόρρυθμους και αυταρχικούς τύπους, πού νομίζουν ότι οι εξωτερικοί τύποι και γενικά οι ανθρώπινες προσπάθειες μόνες τους μπορούν να καρποφορήσουν. Στην κατάστασιν αυτήν, πού είναι εισαγωγική, με τόσην λεπτότητα και επιτηδειότητα μεταμορφώνεται η πλάνη σε σχήματα χάριτος και αληθείας, πού κινδυνεύουν και οι δόκιμοι να ταλαντευθούν, και κρίνεται απαραίτητη η υπακοή. Στην θέσιν αυτήν ο Γέροντας επιμένει στο ότι δεν πρέπει να δέχεται κανείς εξ ιδίας κρίσεως κανένα είδος αισθήσεως ή θεάματος, είτε φαντασίας, άνευ της διακρίσεως των εμπείρων.
Αναφέρομεν μερικούς ειδικούς τρόπους ή μορφές πού μετασχηματίζεται ευκολώτερα η πλάνη στους αγωνιζόμενους. Κάποτε στην προσευχή τους, όταν αρχίσουν λίγο να προχωρούν, τους παρουσιάζεται σαν φαντασία ταχύτατη κάποια λάμψις, πού αν την προσέξουν στην δεύτερην και τρίτη φορά μορφοποιείται σε σχήμα προσώπου ή πράγματος, αναλόγως, που έπεσε τον νουν να το παραδεχθή. Εάν καταφύγουν σε συμβουλή Γέροντος, εξασθενεί και υποχωρεί. Αν όμως πιστεύσουν, ότι για την αρετήν τους, τους άξιζαν και αναμένουν να τα ιδούν πάλιν, λόγω κάποιας ευλάβειας πού προσποιούνται, τότε αυξάνει η παρουσία του πονηρού σε πλέον συγκεκριμένα θεάματα.
Όλες αυτές οι ψευδαισθήσεις δεν έχουν κανένα πραγματικό ιδίωμα των όσων η θεία χάρις πληροφορεί τους δικούς της, αλλ’ απεναντίας είναι γεμάτες ταραχήν και σύγχυσιν, ερεθίζουσες συνάμα και τα κατώτερα πάθη του σώματος. Ο νους του πλανηθέντος σκοτίζεται και δεν μπορεί να διακρίνη, διότι ούτε της αληθινής χάριτος έχει πείραν, ούτε όμως ταπείνωσιν, για να αμφισβητήση την δικήν του κρίσιν.
Στα αρχικά ακόμη στάδια, εάν ελέω Θεού ανακύψη ο παρασυρθείς και ζήτηση θεραπείαν, υπάρχει ελπίς να θεραπευθή τη επεμβάσει της Εκκλησίας. Αν όμως προχωρήση η πλάνη βαθύτερα, ώστε, κατά τον Γέροντα, «αν πλέον επέλθη η δηλητηρίασις του νοητού αίματος, είναι αληθώς πλέον κατά πολλά δύσκολον» και δικαίως θεωρείται ως δυσέκνιπτον η πλάνη.
Άλλοτε πάλιν αισθάνονται είδος ευωδίας και γενικά, εις οποίαν αδυναμίαν ο νους των κλίνει, σ’ αυτό το μέρος και το πνεύμα της πλάνης μετασχηματίζεται. Εις τους φανταζομένους αξιώματα αρχών και εξουσιών, δηλαδή εις όσους ζουν εισέτι αυτά τα πάθη, αν και προς καιρόν τα πολέμησαν, το πνεύμα της πλάνης υποδύεται αυτήν την προσφοράν και τους δείχνει στους ύπνους ότι τους εκλέγουν αρχηγούς και ποιμένας και πνευματικούς πατέρας για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτός είναι ο ένας τρόπος του πνεύματος της πλάνης στην εισαγωγικήν του μορφήν. Αλλά και εις τους προχωρημένους δεν παραιτείται να πολεμήση, αρκεί να βρη απροφύλακτον τον αγωνιστήν και κλεπτόμενον από κάποιον πάθος. Εις τους προκόψαντας στην θεωρία παρουσιάζεται ως άγγελος Κυρίου, με μορφές αγίων και Αυτού τούτου του Σωτήρος μας Χριστού, αναλόγως της θέσεως πού βρίσκεται ο άνθρωπος του Θεού. Η άλλη πάλιν μορφή της πλάνης βρίσκεται περισσότερον στο πρακτικόν μέρος, πού συνήθως καθένας ξεκινά στην αρχήν της μετανοίας. Για μια σαφέστερην εικόνα και των δύο μορφών της πλάνης λέγομεν τα εξής.
Η μεν μία, οπού περιγράψαμεν, σκοπόν έχει να συγχύση αυτούς πού εισήλθαν καλώς και να τους εμποδίση την πρόσβασιν και η άλλη, οπού εν συνεχεία θα αναφέρωμεν, είναι να μην αφήση να μπουν όσοι προς τούτο επείγονται, με το ίδιον πάντοτε αποτέλεσμα, την ζημίαν του αγωνιστού.
Δεν αρνούμεθα την αγωνιστικότητα στην εργασία της πρακτικής, πού είναι γέννημα του θείου ζήλου, όπως προαναφέραμεν. Απαραίτητη προϋπόθεσις είναι η τήρησις των πρακτικών αρετών, όπως και ο Κύριος μας μας παρέδωσε μετά το βάπτισμά του στον Ιορδάνην και την εις το όρος αναχώρησιν του. Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ακτημοσύνη, αγνός βίος, ταπείνωσις, και γενικά τα μέσα αυτά, πού δαμάζουν την φιλαμαρτήμονα διάθεσιν. Τώρα, και εδώ βρίσκει τρόπους και οχυρώνεται η πλάνη με την εξής πρόφασιν. Είτε από συνήθειαν, είτε από έξιν, είτε από ιδιοσυγκρασίαν, κάθε άνθρωπος έχει κάποιαν ικανότητα περισσότερον των άλλων. Στην πνευματική ζωήν, όταν ξεκινήση, τότε αυτή η ικανότης του γίνεται βοήθεια σε κάποιο αγώνισμα, σε κάποιαν αρετήν. Ο θειος ζήλος, σαν ο πρώτος συνεργάτης του μετανοούντος, ενούμενος με το ίδιον του προτέρημα, οποιονδήποτε, τον βοηθά να προκόψη σύντομα σ’ αυτό το κατόρθωμα, σ’ αυτήν την αρετήν, μπορούμε να πούμε. Τότε, αρεσκόμενος σ’ αυτό πού με ευκολία κατορθώνει, μένει μόνο σ’ αυτό· και δεν φροντίζει για άλλο κατόρθωμα ή αγώνισμα, πιστεύοντας ότι αυτό συμπληρώνει τον όρον της μετανοίας· και μάλιστα βρίσκει και παραδείγματα από προηγούμενους πατέρας, οπού έχουν γράψει γι’ αυτήν την αρετήν.
Αναφέρω αυτολεξεί τα λόγια του Γέροντος γι’ αυτές ακριβώς τις μονομέρειες. «Πολλοί γαρ το πάλαι και νυν εκ των μοναζόντων πατέρων και αδελφών επεμελήθησαν μιαν αρετήν, λόγου χάριν την ησυχίαν, και εις ταύτην και μόνον τα ιστία των ήπλωσαν ανεξετάστως εάν κερδίζωσι ή ζημιώνωνται εξ αυτής… Άλλοι δε πάλιν ηρκέσθησαν απλώς εις μίαν άκραν νηστείαν, να μη φάγωσιν έλαιον ή μαγείρευμα, και εδέσμευσαν την ελευθερία των, επί τούτου και μόνον αρκούμενοι…» Είτε από μέρους, είτε στο σύνολον, εάν ο άνθρωπος εξέλθη της πραγματικότητας, πλάνη είναι και τον εμποδίζει να φθάση τον σκοπόν του. Σε όσους δε επικρατήσει αυτής της μορφής η πλάνη, να κρατούν μια μονομερή άσκησιν και να μην αφήνουν τον δικό τους λογισμόν, δικαιωματικά τους πολεμά η κενοδοξία για την επικρατούσαν αυτοπεποίθησιν και η ζημία είναι αυξημένη.
Ο Γέροντας εν συνεχεία αναφέρει και άλλα κατορθώματα, αγρυπνίαν, ακτημοσύνην, ακόμη και δάκρυα, στα οποία, αν μονομερώς παραμείνη πιστεύοντας μόνον σ’ αυτά, πλανάται και επιβουλεύεται την σωτηρίαν του. Απεναντίας «τον εργαζόμενον μετά συνέσεως πάσης ισοβαθμίως (τας αρετάς εννοεί) και όλας εξ ίσου ομού εν φρονήσει και γνώσει… εισίν τα μόνα απαραίτητα εργαλεία οπού εκτός των τοιούτων αδύνατον να αναβώμεν εις την τελειότητα…» Εδώ ο αείμνηστος Γέροντας παραθέτει ένα σχόλιον για μιαν ιεραρχικήν τάξιν των αρετών, και πώς απαραιτήτως πρέπει να τηρούνται ανελλιπώς, ώστε η θεία χάρις να επισκεφθή και να κατοικήση στον άνθρωπον. Επειδή όμως περί τούτου αναφέραμεν προηγουμένως, εκρίναμεν φορτικήν την επανάληψιν.
Πέραν όμως των κολακευτικών μέσων, πού τα πνεύματα της πλάνης προσπαθούν να παρασύρουν τους αγωνιζόμενους, δεν υστερούν και στην απειλήν προκειμένου να φοβίσουν τους απείρους και με αυτόν τον τρόπον να εμποδίσουν την καλήν τους πρόθεσιν. Αυτός ο τρόπος συνήθως γίνεται στην αρχήν της πρακτικής ιδίως ασκήσεως των μετανοούντων οπόταν επεμβαίνει με τρομακτικούς τρόπους για να προκαλέση δειλίαν και φόβον, ώστε να υποχωρήση ο βουλόμενος να αγωνισθή. Είτε αισθητά με κτύπους, σεισμούς, φωνές και άλλα, τρομοκρατεί τον θέλοντα να προσευχηθή ή άλλην τινά πνευματικήν εργασίαν να κάμη, χωρίς να είναι αληθινά τα φαινόμενα, γιατί μόνον αυτός τα ακούει, χωρίς όσοι είναι μαζί του να τα ακούουν ή να βλέπουν τίποτα. Άλλοτε δείχνει φαντάσματα ευκρινώς σε ελάχιστον διάστημα· και τούτο όμως φαντασία, γιατί τα διάφορα σχήματα πού προβάλλει δεν υπάρχουν φυσιολογικά, άλλ’ αυτός τα πλάθει στην φαντασία, όπως και εις τον ύπνον τα όνειρα, πλην όμως προκαλεί φόβον και ταραχήν. Άλλοτε πάλιν στον ύπνον και πολλάκις αισθητά τον σφίγγει, τον πιέζει, του κόβει την αναπνοήν, και, ενώ θέλει να φωνάξη ή να κινηθή, δεν δύναται και βρίσκεται σε αγωνίαν.
Στις βιογραφίες των πατέρων μας υπάρχουν αναρίθμητα τέτοια διηγήματα και άλλα σε οξυτέραν μορφήν, εις όσους αδίστακτα ορμούσαν στην πλήρη άρσιν του Σταυρού. Σ’ αυτούς όχι φανταστικά, αλλά πρακτικά και προσωπικά παρουσιάζονταν τα πονηρά πνεύματα και με όσην τους επέτρεπε ο Θεός εξουσίαν, επαίδευαν και ταλαιπωρούσαν τους πατέρας, πιστεύοντες ότι θα τους εμπόδιζαν από την κατά Θεόν τους πορείαν. Άλλοτε πάλιν φθάνουν, επιτρέποντος μόνον του Θεού, σε δυσδιάκριτον πονηρίαν, πού μόνον η θεία χάρις μπορεί να σώση τον ταπεινόν άνθρωπον από την κακουργίαν των. Μία ομάδα απ’ αυτούς τους πονηρούς δαίμονες παρουσιάζονται απειλητικοί και ορμούν να κακοποιήσουν, όσον έχουν άδειαν. Μετά παρουσιάζονται άλλοι απ’ αυτούς σε αγαθή μορφήν και διώκουν τους πρώτους με επιτιμήσεις, ως απεσταλμένοι δήθεν εκ Θεού για την βοήθειαν και σωτηρίαν του πειραζομένου, με κύριον σκοπόν να τον παρασύρουν στην κενοδοξία, ως προνοουμένου εξαίρετος υπό του Θεού. Εδώ χρειάζεται να λαβή θέσιν η ευχή του Παύλου, να τους σύντριψη ο Θεός «υπό τους πόδας των αγωνιστών εν τάχει».
Εάν θελήση κανείς να αριθμήση τους σκοτεινούς διαδρόμους και περιπλανήσεις της αφόρητης αυτής κακίας, θα πη το Δαυϊτικόν εκείνον ρήμα: «Εξαριθμήσομαι αυτούς και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται». Δικαίως αναφέρει το γραφικόν λόγιον «πάση φυλακή τηρεί σήν καρδίαν»· και πάλιν, «εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή προς σε, τόπον σου μη δώς».
Πάντων τούτων η διάγνωσις και λύτρωσις και σωτηρία, αλλά και αυτή η προκοπή και τελείωσις εν Χριστώ, δια της συνεργείας της θείας χάριτος επιτελείται. Εάν λοιπόν ο Κύριός μας κατά το λόγιον «ταπεινοίς δίδωσι χάριν», δεύτε πάντες προς την μακαρίαν ταπείνωσιν, ίνα συν αυτή πάντα ισχύσωμεν χάριτι Χριστού, αμήν.
Περί πλάνης σε γενικώτερες γραμμές
Επειδή περί πλάνης διαλαμβάνει η μικρή μας περιγραφή, δεν θα είναι παρέκκλισις, αν αναφέρωμεν και για την περιεκτικήν αύτη διαβολικότητα, πού μαστίζει την ανθρωπότητα. Πλάνη ουσιαστικά και οντολογικά είναι ο ίδιος ο διάβολος, αφού με εσφαλμένες ιδιοτελείς σκέψεις και αποφάσεις απέσπασε τον εαυτόν του από την πραγματικήν αλήθειαν, τον Θεόν, από τον οποίον έπαιρνε, κατά μετοχήν, το «ευ είναι» και όλην την ομαλήν λειτουργίαν της προσωπικότητας και έγινε ο ίδιος πλάνη, ως μη αληθώς και ορθώς σκεπτόμενος και κινούμενος. Μεταστραφείς πλέον στην ολικήν αυτήν διαστροφήν, επαναστάτησε πρώτα στον εαυτόν του και μετά στα όσα παρέσυρε, μεταφέρει δε και μεταδίδει αδιάκοπα την ιδικήν του πλέον διαστροφήν. Εάν, κατά την γνώμη των πατέρων μας, θέσιν και προσωπικότητα έχη μόνον το αγαθόν, το μη αγαθόν υστερείται και προσωπικότητα και θέσιν, αυτό πού έπαθε κατ’ ανάγκην ο σατανάς.
Όταν όμως ο σατανάς προσπαθή να λαβή θέσιν και προσωπικότητα, αφού φυσικώς τα υστερείται, άρα τα παριστάνει ψευδώς και αυτό είναι η πλάνη.
Ασφαλώς ύπαρξιν, σαν οντότητα, ο διάβολος έχει, γιατί απέθανεν μεν από του Θεού και της εννοίας κάθε καλού και της ζωής εν Θεώ, πλην όμως κατά την διαστραφείσαν του οντότητα υπάρχει ως σώμα θανάτου. Δεν παρουσιάζεται όμως υπ’ αυτήν του την μηδενικότητα, αλλά κλέπτει τους όρους του καλού, του αγαθού, του χρησίμου, του ευεργετικού —ψευδώς και πεπλανημένως— και απατά τους πειθομένους του. Σ’ αυτόν τον στασιασμόν της δικής του πτώσεως αδιάκοπα πολεμά να παρασύρη την πανανθρώπινην φύσιν, μερικώς και ολικώς, και αυτή η ενέργεια είναι και λέγεται πλάνη.
Το πρώτον μέτωπον της απάτης του σατανά, της πλάνης, εφάνη στην πρώτη παρουσία της θείας αποκαλύψεως. Η περιεκτική πρόνοια του Δημιουργού στα υπ’ Αυτού γενόμενα κτίσματα επεκτείνεται, πέραν της δημιουργικής του ενεργείας, και εις την συντηρητικήν των όντων πρόνοιαν ως παρατεταμένη μορφή επεμβάσεως του Θεού εις τα κτίσματα. Μη δυνάμενος ο διάβολος να διαστρέψη την δημιουργικήν επέμβασιν του Θεού στα ποιήματά του, κατά τον άρρητον και ακατάληπτον τρόπον της θειας παντοδυναμίας, επεμβαίνει δολίως στον παρατεταμένον τρόπον της συντηρήσεως και κηδεμονίας των όντων και ιδία των λογικών. Η πρώτη του κρούσις έγινε στους πρωτοπλάστους, διαστρέψας ενώπιόν τους τους προνοητικούς όρους του Θεού, όπου έδειξεν σ’ αυτούς ο Θεός, χάριν της συντηρήσεως και προαγωγής τους στον τελικό σκοπόν και προορισμόν τους.
Μετά απ’ αυτήν του την επιτυχίαν ο διάβολος απέκτησε ως μόνιμο του έργον αυτόν τον όρον και νόμον της διαστροφής: να πείθη τα πάντα ψευδώς σε στασιασμόν προς πάσαν αλήθειαν και λογικήν, καυχώμενος δια το αποτέλεσμα της παρακωλύσεως του θείου σχεδίου περί των όντων και του τέλους ενός εκάστου κατά την θείαν βουλήν. Εξετάζοντες την αρχήν της ιστορίας από την δημιουργίαν του ανθρώπου, κατά πάσας τας γραφάς, συναντούμε μίαν πλήρη ομοιομορφίαν όλης της διαβολικής πολεμικότητος με τον ίδιον πάντα σκοπόν: αποπλάνησιν του ανθρώπου από την επίγνωσιν του Θεού, εις οποιανδήποτε βαθμίδα ή κλίμακα ευρίσκεται. Και αυτή ακόμα η προσωποποίησίς του σε θέσεις θεότητας, οπού επί σειράν αιώνων παραπλανούσε τον άνθρωπον, τούτο κυρίως επεδίωκε: στο να μην αναζητήση, ή μάλλον ανακαλύψη, ο άνθρωπος τον αληθή Θεόν, όπου θα ανεύρισκε την σωτηρίαν του. Δια της σαρκώσεως του ο Θεός Λόγος έφερε καίριον πλήγμα στην θεοποίησιν του πονηρού, αποκαλύψας την αληθή θεογνωσίαν και ανακαλέσας τους ανθρώπους στην αλήθειαν. Πάλιν όμως, ο αδίστακτος διάβολος, ωχυρώθη εις το κέλυφος της πλάνης κατά του ανθρώπου υπό άλλην μορφήν. Έως εδώ η πάλη ευρίσκετο στο πρώτο στάδιον. Να μη αφήση τον άνθρωπον να γνωρίση τον Θεόν, την αλήθειαν και αυτό, όπως και άλλοτε ετονίσαμεν, είναι το ένα είδος του γενικού σατανικού πολέμου.
Το δεύτερον τώρα είναι, όταν ο άνθρωπος, μέσω της κρείττονος του Θεού προνοίας, εγνώρισε τον Θεόν αποκαλυφθέντα και λαλήσαντα. Μη δυνάμενος ο εχθρός να αφανίση την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν δεν πολεμά να πείση τον άνθρωπον να την αρνηθή —αν και τούτο εν μέρει σήμερον το επιτυγχάνει—, αλλά προσπαθεί να νοθεύση αυτήν την αλήθειαν, διαστρέφοντας τους όρους και τα δόγματα και συντάγματα της γνησιότητάς της, δια να υστερήση τους μαθητάς της από των αποκειμένων αμοιβών, πού είναι οι θείες επαγγελίες, αυτή ταύτη η σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η διαστροφή από την ορθήν δόξαν της αληθείας, πού λέγεται ευσέβεια, ονομάζεται αίρεσις, και με αναρίθμητες αιρέσεις κτυπά την Εκκλησίαν απ’ αυτής της ιδρύσεώς της, για να εμποδίση, όπως πιστεύει, τα σχέδια του Θεού. Αυτός είναι ο «πονηρός άνθρωπος», κατά την παραβολήν των ζιζανίων, πού έσπειρεν εν μέσω του καθαρού σίτου τα τόσα ζιζάνια, των οποίων ο Κύριος ηνέχθη την συμφυΐαν έως της ημέρας του θερισμού. Με διαιρέσεις και σκάνδαλα, ψευδοθρησκείες, αιρέσεις, φατρίες, και παντός είδους πλάνες και διαστάσεις, διασπά και συγχύζει το ανθρώπινον γένος αυτός ο λυμεών και έπ’ αυτού του κλύδωνος και του σάλου διαπλέει η αλήθεια, η «εκκλησία» του Χριστού, και «μακάριος ος φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου».
Να λοιπόν, πώς και διατί υπάρχουν τα τόσα σκάνδαλα επί γης και αυξάνουν οσημέραι, προκαλούντα την δυσφορίαν των πολλών, πού αγνοούν αυτό το μυστήριον. Προβαίνοντος δε του χρόνου, για τους «εις τα τέλη των αιώνων καταντήσαντας», τα σημεία των καιρών θάναι έτι ζοφερώτερα, ένεκεν της προαισθήσεως του πλανώντας την οικουμένην «ειδώτος ότι ολίγον καιρόν έχει». «Και ωργίσθη ο δράκων επί τη γυναικί (εκκλησία) και απήλθε ποιήσαι πόλεμον μετά των λοιπών του σπέρματος αυτής».
Υπάρχει και άλλο χάος σκοτεινότατον της πλάνης του σατανά, πάντοτε επίκαιρον και περισσότερον πρόσφορον στις ημέρες μας.
Δύο γενικές αφορμές, συνυφασμένες με την ανθρώπινη ζωήν, ανοίγουν την θύραν σ’ αυτού του είδους την πλάνην. Η πρώτη είναι η ζωηρά επιθυμία του ανθρώπου να γνωρίση το μέλλον του και γενικά να κατανόηση τα αίτια των συμβαινόντων δυσχερών της ζωής του. Η άλλη αφορμή είναι η πολύπλευρη περιέργεια της γνώσεως των υπέρ φύσιν πραγμάτων, πού είναι και το σπουδαιότερον ζήτημα πού γενικά απασχολεί. Η πραγματική γνώσις κάθε υπερφυσικού πράγματος μόνον δια της υπέρ φύσιν θείας χάριτος πραγματοποιείται. Ο απατεών όμως διάβολος εδώ βρίσκει κατάλληλον έδαφος της δικής του πλάνης και απάτης, γιατί, σαν υπερφυσικόν πνεύμα πού είναι έναντι ημών των εχόντων σώμα παχύ και φαινόμενον, υποδύεται τον ρόλον της χάριτος και παρουσιάζει ψευδώς εικόνες και φάσματα ως αληθείς αποκαλύψεις και παρασύρει τον άνθρωπον.
Λειτουργώντας ο πνευματικός νόμος, σαν ο κώδικας της θεοπρεπούς οικονομίας προς τα κτίσματα, επιβάλλει στα στοιχεία και στους ανθρώπους τα μέτρα και μέσα εκείνα, πού ρυθμίζουν την παρούσαν ζωήν, και έτσι απαρτίζεται ο κύκλος του σύμπαντος νοήματος της ζωής. Σύμφωνα με τους ακατάληπτους αυτούς όρους και νόμους της προνοητικής αυτής κυβερνήσεως των όντων υπό του Θεού, υπάρχουν στον κανόνα της ζωής και τα διάφορα θλιβερά και επίπονα, στην γενική τους κλίμακα. Αυτού του είδους τους πειρασμούς, μέσω των οποίων ο Θεός ρυθμίζει την ζωήν ενταύθα και για το μέλλον, οι πλείστοι άνθρωποι τους αγνοούν, και, στην προσπάθειά τους για να τους αποφύγουν, πιάνονται στα δίκτυα του σατανά προσποιούμενου τον σωτήρα. Αν και πάντοτε απεδείχθη πλάνος και απατεών, ο άνθρωπος δεν κατόρθωσε να διαπιστώση αυτήν την παγίδα και να σωθή από τον κίνδυνον αυτόν. Ως αντάλλαγμα στους αφελείς του υπηκόους ο πονηρός απαιτεί υψηλά κεφάλαια, χωρίς αυτοί να γνωρίζουν την έκτασι της ζημίας τους, και, όταν θα ανακύψουν, δυσκολεύονται να απαλλαγούν της σατανικής επιδράσεως, πού σαν αιχμαλωσία τους στραγγαλίζει τη θέλησι και ελευθερίαν.
Με παρόμοιον τρόπον πλανώνται και οι περίεργοι και εγωϊσταί, πού εισδύουν αυθαδώς στα σκοτεινά άντρα του σατανά με τις πλαστές αληθοφάνειες, για να βρουν επιστημονικώ τω τρόπω, όπως τους αποπλανά, την αλήθειαν και να, πού βρίσκονται σήμερον τα τραγικά θύματα της νεολαίας μας, πού στους συνειδητούς προκαλούν αβάστακτον πόνον και στους ανεύθυνους υπευθύνους αδιαφορία και αδράνειαν. Μέσω των ανατολικών θρησκειών, όπου κρατούν τα πεπαλαιωμένα μαγικά σύμβολα και σχήματα, δίδει σήμερον ο δράκων, ο όφις ο αρχαίος και σατανάς, τα απατηλώτερά του μηνύματα.
Ο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν θείαν κτισθείς άνθρωπος, και μετά την πτώσιν του ακόμα, συγκρατεί μέσα του σαν στοιχεία της οντότητός του την αίσθησιν και επιθυμίαν του υπερφυσικού. Δεν προβαίνομε σε θεολογικούς όρους περί τούτου, αλλά σε γενικές γραμμές χαράζομεν τις μορφές και φάσεις της πλάνης του σατανά, γιατί πάρα πολύ το θέμα αυτό είναι, όσο ποτέ άλλοτε, επίκαιρον. Αυτήν την αίσθησιν ο Θεός Λόγος δια της παρουσίας του όχι μόνον απεκάλυψεν εις την φύσιν της, αλλά και επραγμάτωσεν μεταδόσας στον άνθρωπον δια του σώματός Του, της Εκκλησίας, την εξουσίαν και δύναμιν να κληρονομήση όλον το πλήρωμα της υπέρ φύσιν καταστάσεως, γινόμενος κατά χάριν υιός Θεού. Τον πρακτικόν τρόπον, οπού ο άνθρωπος δύναται δια της χάριτος να φθάση σ’ αυτήν την θείαν επαγγελίαν, αναφέρομε σ’ όλον μας αυτό το ταπεινό σύγγραμμα, και ότι βαθμηδόν κανείς δια της κλίμακας της μετανοίας μεταφέρεται σ’ αυτό το πλήρωμα. Ο πονηρότατος διάβολος, μιμούμενος τα διάφορα στάδια πού ο άνθρωπος κοινωνεί με υπερφυσικές αξίες μέσω της αγιαζούσης θείας χάριτος, παραχαράζει, ως συνήθως, την αληθή θεοφάνεια με ψευδαισθήσεις της δικής του κακουργίας και ενεργείας και αποκοιμίζει τα δικά του θύματα, ότι καλώς βαδίζουν αφού βλέπουν και αισθάνονται πράγματα υπερφυσικά, όπως και η Εκκλησία παραδέχεται. Αυτή λοιπόν είναι η παγίδα των περιέργων και εγωιστών.
Η ουσία όμως της υπέρ φύσιν κοινωνίας δεν είναι σ’ ένα θέαμα ή σε μια ψευδαίσθησιν παρηγοριάς, και γενικά στο να ιδούμε ή να υποστούμεν κάποιον θαύμα, όπως καυχώνται οι οπαδοί των ψευδοθρησκειών. Η κοινωνία της υπέρ φύσιν καταστάσεως της ζωής είναι το πλήρωμα των επαγγελιών, πού παρέδωσε κληρονομικά στους πιστούς του ο Λόγος του Θεού- και να τι λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης- «Όσοι γαρ έλαβον Αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, οι ουκ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, άλλ’ εκ Θεού εγεννήθησαν». Ουχί θεαταί των υπέρ φύσιν θείων μυστηρίων και δωρεών αλλά κληρονόμοι, «κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού»· και αυτό μόνον μέσω της Εκκλησίας και των θείων μυστηρίων αυτής, ασκούντες τις θείες αρετές κατά το θείον του Χριστού ευαγγέλιον, και όχι τη απάτη και μεσιτεία των αγυρτών και απατεώνων, στις μαγείες και στα γιόγκα των διαβολικών επιταγμάτων. 

(απόσπασμα από το βιβλίο: ”Γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής”, τόμος β΄ Πατρικαί Υποθήκαι) Ιωσήφ Μοναχού