ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ : "ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΘΑΙΝΕΣ..."

 Γνώρισα έναν υπέργηρο ιερέα με 70 χρόνια στην ιεροσύνη. Χή­ρεψε από πολύ νωρίς, υστέρα από 12 χρόνια γάμου. 
Από την έγγα­μη του ζωή απέκτησε 7 παιδιά, τα οποία μεγάλωσε με πολύ μεγάλο κόπο, χωρίς να βάλη άνθρωπο στο σπίτι του ούτε συγγενή για να βοηθήσει στη μαρτυρική ανατροφή τους. 
Ταυτόχρονα έπρεπε να αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα πού έχει μια ενορία με την πληθώρα των λειτουργικών και ποιμαντικών καθηκόντων. 
Παράλληλα έπρεπε να αντιμετωπίζει με ηθική αξιοπρέπεια και το οξύ πρόβλημα της προσωπικής του χηρείας, διότι ήταν νέος στην ηλικία άνθρωπος. Έτσι είχε βαθύτατο πόνο στην καρδιά, πού τον έβγαζε πολλές φορές όταν λειτουργούσε.

Τα χρόνια κυλούσαν… κάποια όμως Κυριακή μηνός Ιουλίου, καθ’ όν χρόνον λειτουργούσε και είχε φθάσει στον Χερουβικό ύμνο, τη στιγμή πού έκλινε το κεφαλάκι του και άρχισε να διαβάζει την ευ­χή, πού ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον λειτουργό ιερέα:
«Ου­δείς άξιος των συνδεδεμένων ταίς σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς…» 

Εντελώς απροσδόκητα άστραψε ο τόπος σαν να έγινε ένας δυνατός σεισμός, του οποίου ή φωτοπλημμύρα εξαφάνισε τα πάντα γύρω του: την κόγχη, τους τοίχους του αγίου Βήματος και όλον τον Ναό. Κατακλύσθηκε από τόσο υπερκόσμιο φως, πού δεν μπορούσε πλέον να το δη και έκλεισε τα μάτια του, πέφτοντας συγχρόνως στα γόνατα μπροστά στην αγία Τράπεζα. 
Δεν μιλούσε. Βουβάθηκε και δεν μπορούσε να άνοιξη πλέον τα μάτια του από την εκτυφλωτική λαμπρότητα αυτού του φωτός των χιλίων ήλιων…
Ψυχοσωματικά όμως μου δώρισε τόση γαλήνη, τόση ειρήνη και τόση θεία ευφροσύνη, πού την απολάμβανε κάθε κύτταρο της υπάρξεως μου…
Πολλά συναισθήματα ουράνια και πέρα από κάθε λογική πλημμύρισαν την ψυχή μου, την καρδιά μου, το είναι μου, όλες μου τις αισθήσεις, όλους τους πόρους του σώματος μου, μέχρι και στα κόκαλα μου εισήλθε η υπέρλογη αυτή ειρήνη και μακαριότητα, πού δεν ήθελα άλλο να ζήσω, αλλά να πεθάνω μέσα σε αυτή την ακατάληπτη ευτυχία πού ζούσα.
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε… και να πού όλα πέρασαν, έφυγαν κι εγώ ήμουν ακόμη γονατιστός μπροστά στην αγία Τράπεζα, εκστατικός και τρισευτυχισμένος! 
Σαν αστραπή πέρασε ένας λο­γισμός και μου είπε: «Ένα λεπτό ακόμη και θα πέθαινες.. Η θεία μακαριότητα της Τριαδικής Βασιλείας του Θεού δεν βαστάζεται α­πό το ανθρώπινο σαρκίον» και τότε σηκώθηκα κατασυγκινημένος. 
Άλλωστε έξω ο ιερο­ψάλτης είχε τελειώσει το Χερουβικό. Τελείωσα την ευχή, θυμιάτι­σα και με φόβο, συντριβή και συγκίνηση πολλή έκανα την Μεγάλη Είσοδο. 
Τα βήματα μου όχι σταθερά, αλλά και ή εκφώνησης «Πάντων η­μών μνησθείη Κύριος ο Θεός…» ήταν σαν την κραυγή του ληστού πά­νω στο σταυρό».
Τόσο δυνατή, συντετριμμένη και ικετευτική ήταν η κραυγή του λειτουργού αυτού ιερέως, αλλά και τόση συγχρόνως η έκφρασης της μεγάλης του ευγνωμοσύνης. 
Από τότε δόξαζε τον Θεό: 
Και για τη χηρεία του 
και για τα ορφανά παιδιά του 
και για την ανθρώπινη μοναξιά 
και για τις αρρώστιες 
και για τα βάσανα 
και για τις ιερατικές του ταλαιπωρίες 
και για κάθε θλίψη της ζωής του.

π. ΣΤΕΦ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, "ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ"
askitikon

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΑΡΧΙΣΑ ΝΑ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΩ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΟΥ, ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΜΟΥ"

 "Άρχισα να κουβεντιάζω με τον Θεό μου, με τον Χριστόν μου.."

Τίποτε δεν είναι τυχαίον εις τον κόσμο.
Την ζωή μας και όλα τα της ζωής μας τα διοικεί ο Δεσπότης Χριστός.
Εις τον πόνον και τας πικρίας μας έρχεται εις συνάντησιν το Άγιο Πνεύμα και εξάγει χαράν θεοδώρητον.
Δεν αντιλαμβανόμεθα πολλάκις την παρουσίαν του,διότι είμεθα απερροφημένοι από την καθημερινότητα των μεριμνών μας.Όμως Aυτό, πνέον όπου θέλει, πνέει και εις την καρδίαν μας και την δροσίζει.
Ως βάλσαμον χύνεται επάνω μας η θεία παράκλησις.
Το έλεος του Θεού κατέρχεται από τον ουρανόν κα πλημμυρίζει την ζωήν μας. 
Όσον πιο πολλαί είναι αι οδύναι μας, τόσο περισσότεραι αι επισκέψεις του Θεού.
Ανοίγεις τα πνευματικά βιβλία και βλέπεις να σου μιλά ο Θεός.
Νοιώθεις αμέσως το φτερούγισμα του Πνεύματος..
Νοιώθεις να απαντά ο Θεός στις απορίες σου.
Βλέπεις να διαλύη τα σκοτάδια σου, να ανοίγει τους δρόμους σου, όταν υπάρχει μπροστά σου αδιέξοδο.
Βλέπεις να μην αφήνει κανένα σημάδι σκοτεινό μέσα στο περασμά σου.
Τότε γεμάτος χαρά φωνάζεις “νυν ηρξάμην λαλήσαι προς τον Κύριο μου. Εγώ δε ειμί γη και σποδός”.
Άρχισα να κουβεντιάζω με τον Θεό μου, με τον Χριστόν μου. Και τι είμαι εγώ που μιλάω μαζί του;
Στάχτη είμαι, πηλός είμαι. 
Μου κάνει όμως αυτήν την χάρη ο Θεός.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Η ΚΥΡΑ ΦΩΤΕΙΝΙΩ ΚΑΙ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ

Η κυρά Φωτεινιώ και το Άκτιστο Φως

Πριν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία Ψυχή. Μία Αγία Ψυχή. Θα πούμε ένα όνομα για να κρατήσουμε πάλι το προσωπικό δεδομένο. Την λένε Φωτεινιώ…Ή εγώ την λέω Φωτεινιώ.
Η κυρά Φωτεινιώ ήρθε με οικογένεια στο σπίτι της μητέρας μου, εκεί που φιλοξενούμουνα τότε, γιατί δεν είχα σπίτι και είχανε τακτοποιήσει τότε το χώρο – καλοσύνη της η μητέρα μου – είχε κάνει ένα μικρό Αρχονταρίκι με τα Εικονίσματά μας, με το Καντήλι, με τα κεράκια μας, με τα Άγια Λείψανα και είχαμε ένα μικρό καναπέ που με χωρούσε εμένα.
Τον ανοίγαμε και κοιμόμουνα το βράδυ και το πρωί τον μαζεύαμε και στολιζόταν και ήτανε σαν μικρό Αρχονταρίκι, που μπορούσα εγώ να ακούσω κάποιον λογισμό ή κάποιος να με συμβουλευτεί ή να ακούσει μια γνώμη, κάπως κατ' ιδίαν.
Ήρθαν λοιπόν ένα απόγευμα αυτό το ζευγάρι, τέσσερα άτομα και έφεραν μαζί τους την κυρά Φωτεινιώ. Θα ταν εξηντατριό, εξήντα τεσσάρων χρονών. Μια μικρόσωμη γυναίκα αλλά με πολύ φωτεινό Πρόσωπο. Και μου λέει: «Πάτερ μου, έμαθα οτι είστε από το Σινά. Και μου συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό και ήρθα να ρωτήσω εσάς, γιατί φοβούμαι ότι δεν μπορώ να τα πω στον καθένα αυτά που μου συμβαίνουν». Λέω: «Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περάστε».
Καθίσαμε λοιπόν στο μικρό Αρχονταρίκι και άρχισε να μου διηγείται ότι γεννήθηκε κάπου στη Στερεά Ελλάδα και στα εφτά της χρόνια ορφάνεψε. Έπεσε δυστυχώς σε άπληστους θείους οι οποίοι διαμέλισαν εν μια νυκτι την περιουσία της και την σφετεριστήκανε και την κακομεταχειριζόντουσαν.
Αυτή η κακομοίρα, μικρή και ευαίσθητη, προσκολλήθηκε στη γειτόνισά της, την κυρά-παπαδιά η οποία ήταν και αυτή χήρα και είχε τρία κορίτσια. Ευτυχώς, η μεγάλη της είχε προλάβει να πάει στην Ακαδημία να γίνει δασκάλα και έτσι βγάζαν τα προς το ζειν. Αλλά επειδή ήταν νοικοκυρές, είχε μάθει η παπαδιά και τα άλλα κορίτσια και μάθαινε και την Φωτεινιώ, να κεντάνε προίκες για τις πλούσιες κοπέλλες, – τότε δεν υπήρχαν οι μηχανές και δεν υπήρχαν τα έτοιμα ενδύματα. Έτσι λοιπόν κεντούσαν τα μονογράμματα στα σεντόνια, στις μαξιλαροθήκες, στις πετσέτες και κάναν άλλα κεντήματα. Και βγάζαν τα προς το ζειν.
Δίπλα με την παπαδιά που καθόταν όλη την μέρα η Φωτεινιώ από τα εφτά της χρόνια, την άκουγε να προσεύχεται. Μα η παπαδιά μέσα στους Ψαλμούς που έλεγε, έλεγε και κάτι: «Φχαριστώ Συ. Φχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.»
Την άκουγε να το λέει συνέχεια και σαν πεδούλα η κυρά Φωτεινιώ την ρώτησε: «Θειά παπαδιά, γιατί συνέχεια λες ευχαριστώ; Γιατί λες, Ευχαριστώ Συ Κύριε;» Λέει: «Τι να πω άλλο παιδί μου; Μας έδωσε τόσα αγαθά ο Θεός και μας έχει καλά και με την Χάρη του Θεού Τον γνωρίζουμε. Μόνο ευχαριστώ μπορώ να Του πω. Τίποτε άλλο δεν μπορώ να ζητήσω».
Έτσι, η Φωτεινιώ μεγάλωσε και ενστερνίστηκε αυτή την Ευχή. Σαν να μην ήξερε άλλη Ευχή και σαν να μην ήξερε άλλη Προσευχή, ό,τι της συνέβαινε έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε». Έμεινε μέχρι τα δεκαεφτά της χρόνια να κοιμάται στους θείους της στο σπίτι και το πρωί, πρωί-πρωί να φεύγει και να πηγαίνει στης κυρα-παππαδιάς και να της δίνει και εκείνη ένα χαρτζιλίκι, έτσι ώστε να μην χρεώνει τους θείους της για τα δικά της έξοδα.
Στα δεκαεφτά της χρόνια, πήγε μια εκδρομή σε ένα Μοναστήρι, μαζί με την κυρα-παππαδιά και με την Ενορία, στην Βόρεια Ελλάδα σε ένα γυναικείο Μοναστήρι και πόθησε η κακομοίρα να γίνει μοναχή. Της άρεσε τόσο πολύ αυτή η ζωή που κατανενυγμένη ζήτησε να γίνει. Όμως έπρεπε να έχει γονείς να την αφήσουν, γιατί ήταν ανήλικη.
Και έτσι γυρίζοντας βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δυσάρεστο γεγονός, οτι οι θείοι της για να την ξεφορτωθούν της είχαν βρει ένα γαμπρό, ο οποίος φυσικά δεν θα ήταν και σόι αφού δεν ζήταγε προίκα. Έτσι λοιπόν σε ένα χρόνο, άρον άρον την παντρέψανε. Η κακομοίρα όμως αντιμετώπιζε το πρόβλημα, οτι αυτός είχε καφενείο και δυστυχώς μάθαινε να πίνει και ήταν και έπινε και άλλες ουσίες εκεί στο καφενείο και τα πράγματα δυσκόλεψαν.
Γέννησε όμως, του χάρισε τρία παιδιά: ένα αγόρι, τον Φάνη και δύο κορίτσια. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους να σας πω. Αλλά θυμάμαι ότι είχε τρία παιδιά. Και η κακομοίρα προσπαθούσε να τα αναθρέψει με νουθεσία Κυρίου.
Αυτός όμως όποτε γύριζε από το καφενείο μεθυσμένος ή το παιδί το ένα ήταν άρρωστο ή γκρίνιαζε, προσπαθούσε να τα μαλώσει και να τα δείρει και αυτή η κακομοίρα έβαζε τον εαυτό της μπροστά και έτρωγε αυτή το ξύλο. Έτσι εκτός από τις βρισιές που δεχόταν, αυτή έτρωγε και το ξύλο, έτρωγε και κάνα παιδάκι ξύλο. Και η κακομοίρα πάντοτε με την Ευχή «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Ποτέ δεν παραπονέθηκε.
Στα τέσσερα πέντε χρόνια του γάμου της, επειδή δεν πήγαινε καλά η επιχείρηση του άντρα της, τα ξαδέλφια του του είπανε: «’Ελα σε μας στην Πρωτεύουσα του νομού να βρούμε ένα καφενείο να βάλουμε το βιος μας με το βιος σου να κάνουμε ένα μεγάλο καφενείο». Όντως έτσι έγινε.
Βρήκαν και ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού, που είχε ένα πηγάδι και μια μικρή στάνη και μπορούσαν να επιβιώσουνε και οι δυο φτωχικά και όντως κάναν το καφενείο μεγαλύτερο αλλά σιγά σιγά ο καφενές έγινε καφετέρια, η καφετέρια έγινε καφέ-μπαρ και σιγά σιγά έγινε νυκτερινό κέντρο…
Με πεταλουδίτσες, με διάφορα τυχερά παιγνίδια. Γυρνούσε αργά ο Ανέστης, δεν του άρεσε πια η κυρά Φωτεινιώ, φώναζε, την έλεγε «μούχλα», την έλεγε «πανούκλα», την έλεγε «χολέρα». Την έβριζε, την ταπείνωνε. Εκείνη πάντοτε με ταπείνωση και πολύ καρτερία έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε»
Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αυτό το μαρτύριο. Δεν την αφήναν να πάει στην Εκκλησία και μου έλεγε με δάκρυα: «Παίρναν, παππά μου, τα παπούτσια μου και τα ρίχναν στο πηγάδι ή τα ρίχναν στη κοπριά για να μην μπορώ να πάω. Πώς θα πάω; Ξυπόλητη; Και τα έβγαζα, τα έπλενα και μετά τα φορούσα». Και λέω: «Τον χειμώνα, κυρά Φωτεινιώ; Βρεμένα τα φορούσες;» «Όχι» λέει, «τα άλειφα και με λίγο λάδι να μην με λέει η γειτονιά ανοικοκύρευτη. Και πήγαινα στην Εκκλησία και δεν με ένοιαζε.»
Έτσι λοιπόν μετά από δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωής, μια μέρα ήταν Καθαρή Δευτέρα, είχε έρθει ο κυρ-Ανέστης από βραδίς στο σπίτι, κατά τις τέσσερις το πρωί τα χαράματα και κοιμόταν, εκείνη ετοίμασε το πρωί τα καλαθάκια για τα παιδιά της, τα μπουγαλάκια τους με τα νηστίσιμά τους για να πάνε να γιορτάσουν τα κούλουμα έξω στην ύπαιθρο, σηκώνεται μπουρινιασμένος ο κυρ-Ανέστης και λέει: «Φάνη σήκω. Και ετοίμασε την ψησταριά, γιατί θα βάλουμε να ψήσουμε κρέας και να χορτάσουμε. Σήμερα κάλεσα τα παιδιά που είναι κλειστή η ταβέρνα να πιούμε και να φάμε όλοι μαζί.»
Και τόλμησε η κακομοίρα η κυρά Φωτεινιώ να πει: «Βρε Ανέστη μου, σήμερα είναι Καθαρά Δευτέρα. Οι Χριστιανοί όλοι νηστεύουν και τιμάνε την αρχή της Σαρακοστής, που στην Μεγάλη Βδομάδα ο Χριστός μας σταυρώθηκε για την Σωτηρία μας. Τι θα κάνουμε; Σαν τους Εβραίους να φάμε Καθαρά Δευτέρα κρέας;» «Ρε, εσύ θα με πεις, πανούκλα, Εβραίο, εσύ θα με πεις…» και εκεί που άρχισε να την φωνάζει και να την βρίζει, πέταγε τα πράγματα από το σαλόνι του στο σπίτι του, έσπαγε τα πράγματα και όπως πηγαίνει να την χτυπήσει…τον επισκέπτεται ο Κύριος εν βραχίονι υψηλό και πέφτει κατάχλωμος κάτω.
Άρχισε να τρέμει, μαζευτήκαν τα παιδιά, άρχισε ο γιός να φωνάζει στην μάνα του «Εσύ φταις ρε μάνα γιατί τον σκότωσες τον πατέρα μας. Τι του έκανες;»…Ήταν κατάσταση τραγική. Ήταν και τεράστιος ο κυρ-Ανέστης. Ήρθαν οι γείτονες. Τον βάλαν στο κρεβάτι και όταν ήρθε ο γιατρός το μόνο που διαπίστωσε ήταν ότι, δυστυχώς, είχε υποστεί ημιπληγία, είχε αγγιχτεί το κέντρο της ομιλίας του, είχε στραβώσει το στόμα του και το δεξί του χέρι και το δεξί του πόδι είχαν παραλύσει.
Οκτώμισι χρόνια τον διακονούσε με υπομονή, χωρίς να λέει τίποτε παρά μόνο: «Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Τα παιδιά της την βασάνιζαν, την γιουχάρανε, την κοροιδεύανε, της κάναν τα ίδια, εκείνη υπέμενε λέγοντας πάντοτε: «Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Μούγκριζε καμιά φορά ο κυρ-Ανέστης. Λέω: «Πώς τα κατάφερνες κυρά Φωτεινιώ;» «Τι να ‘κανα;» λέει «πάτερ μου.» Στην αρχή δεν καταλάβαινα. Κι όταν πήγα μια φορά κοντά του, τότε με το αριστερό του χέρι, που ήταν το μόνο γερό, μου έπιασε την κοτσίδα και με κοπάναγε.
Και δεν με άφησε πάρα μόνο μετά από μισή ώρα, όταν κουράστηκε το χέρι του. Τότε μόνο ησύχασε.» «Και το έκανες αυτό συχνά κυρά Φωτεινιώ;» «Ε, Δόξα τω Θεώ. Όχι πολύ συχνά. Κάνα δυο φορές την εβδομάδα. Λίγο να ξεκουράζεται. Γιατί ο καημένος έχει άγχος». Και δεν τον κατέκρινε. Δόξα τω Θεώ, έλεγε. Και της τραβούσε τα μαλλιά μόνο δυο φορές την εβδομάδα. Τέλος πάντων.
Μια Παραμονή των Θεοφανείων μετά τα οκτώμισι χρόνια, ήταν οι Μεγάλες Ώρες. Και αφού η κακομοίρα πήρε τον Αγιασμό πήγε σπίτι της γρήγορα γρήγορα να ευπρεπίσει το σπίτι της, να ετοιμάσει το καντήλι της, να θυμιάσει γιατί θα περνούσε ο παπα-Βασίλης να αγιάσει το σπίτι. Και όντως πέρασε ο παπα-Βασίλης. Και άγιασε το σπίτι. Και ήθελε – δεν ήθελε ο κυρ-Ανέστης τον διάβασε μια Ευχή, μουγκρίζοντας ο κυρ-Ανέστης γιατί δεν αγαπούσε τους παπάδες, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, πού να πάει να σηκωθεί αφού ήταν παράλυτος; Τον διάβασε ο παπάς όμως και έφυγε.
Στο κατόπι όμως του παπα-Βασίλη, έρχεται ο Θεοφάνης. Ο Φάνης. Ο γιος. Και αρχίζει και φωνάζει: «Τι βρωμοκοπάει εδώ σαν τα νεκροταφεία; Και εσείς και τα νεκροταφεία σας. Άντε πάλι, μούχλα, εσύ. Πάλι θύμιασες; Και με τα θυμιατά σου τι βρήκαμε; Να, πίσω πάμε. Και τι ωφεληθήκαμε εμείς με τα θυμιατά σου;» και με τα νεύρα του, πετάει το καντήλι, πετάει τις εικόνες, ρίχνει τα κεριά και βγαίνει η κακομοίρα έξω για να δει τι γίνεται στο σαλόνι από την κουζίνα, γιατί είχε ανοίξει φύλλο και ετοίμαζε πίτες, γιατί θα 'ρχόντουσαν την άλλη μέρα να την ευχηθούν και εκείνη και τον γιό της και να μην την δουν ανοικοκύρευτη και εκεί στα νεύρα του παίρνει τον πλάστη από τα χέρια της και της τον κοπανάει στο κεφάλι.
Η κακομοίρα από τον πόνο λιποθύμισε και έπεσε κάτω. Και ήρθαν οι γειτόνισσες να την συνεφέρουν, της βάλαν και μια σακούλα με πάγο στο κεφάλι και όταν συνήλθε σε καμιά ώρα και είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη, τρόμαξε. Είχε ένα καρούμπαλο τόσο μεγάλο σαν αβγό στο μέτωπό της. Και είχε αρχίσει να μελανιάζει όλη η δεξιά πλευρά. «Πάτερ μου, στεναχωρήθηκα. Πώς θα πάω στην Εκκλησία με το καρούμπαλο; Πώς θα πάω μελανιασμένη; Τι θα λέει η γειτονιά για τα παιδιά; Καλά ο άντρας σου. Αλλά τα παιδιά; Θα με κουτσομπολεύουν και θα στεναχωριούνται».
«Τι έκανες, καλέ κυρά Φωτεινιώ;» «Έβαλα όλη τη νύχτα κομπρέσα, παπά μου και είπα το πρωί να πω στην κόρη μου να μου δώσει λίγο από εκείνες τις πούδρες που βάζουνε να καλύψω το μελάνιασμα. Αλλά με το καρούμπαλο, τι θα έκανα; Σκέφτηκα, λέει, να βάλω ένα φακιόλι, ένα μαντήλι και να κάνω έτσι όπως κάνουν οι ευσεβείς και να πάω στη άκρη. Να μην πάω στην θέση που πήγαινα στην Εκκλησία.» «Και το ‘κανες, κυρά Φωτεινιώ»; Λέει: «Ναι. Σηκώθηκα πρωί πρωί».
Σηκώθηκε η κακομοίρα, τακτοποίησε το σπίτι της, άλλαξε τον κυρ-Ανέστη, τον ξύρισε, τον έπλυνε, τον ετοίμασε, άναψε το Καντήλι της, θύμιασε και έφυγε τροχάδι για την Εκκλησία. «Μα σαν μπήκα, λέει, παπά μου μες στην Εκκλησία, ένα Ουράνιο Φως είδα μες στην Εκκλησία. Ένα φως που έφεγγε και τα πολυέλαια ήταν σβηστά» Λέω: «Και τι χρώμα είχε αυτό το Φως, κυρά Φωτεινιώ»; «Λευκογάλαζο, παπά μου. Άστραφτε το Φως». «Κι εγώ, παρόλο που έκανε κρύο έξω τσουχτερό αισθανόμουνα μια θερμότητα. Μια θερμότητα και μια δροσιά. Και η καρδιά μου άνοιγε. Και έλεγα. «Ευχαριστώ συ, Κύριε».
Πήγα λοιπόν στη ακριανή πόρτα που είναι στα αριστερά, κει που κάθονται οι γυναίκες για να μπορώ να ατενίσω τον Παντοκράτορα, να χαίρομαι, να παρηγοριέμαι. Και όσο προχωρούσε η Λειτουργία τόσο αυτό το Φως αύξαινε. Και όχι μόνο αύξαινε, παπά μου, αλλά έπεφτε και μια χρυσόσκονη και άστραφτε όλο αυτό το Φως, σαν να είχε χιλιάδες μυριάδες αστέρια. Και σαν κοιτάω τον Παντοκράτορα, τι να δω παπά μου;
Είχε…Έβγαινε Αυτό το Φως από το Φωτοστέφανο του Χριστού μας, από το Πρόσωπό Του, τα χεράκια Του, το Άγιο Ευαγγέλιο…και κάλυπτε τον κόσμο. Και όσοι ήταν στην Εκκλησία, άλλους τους έλουζε το Φως και έμπαινε μέσα τους το Φως και γινόντουσαν όλοι μια λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη. Στους άλλους δεν έμπαινε μέσα τους το Φως, όμως τους θώπευε.»
Και την ρώτησα: «Ήρθε και σε σένα το Φως; Ήρθε στη γωνιά σου, στην γωνίτσα σου το Φως;» «A! Αμ, καλοήρθε παπά μου. Ήρθε.» «Πώς το αισθάνθηκες, κυρά Φωτεινή;» «Σαν ένα χέρι που με θώπευε. Με άγγιζε από το μέτωπο, με χάιδευε στους ώμους, στα μπράτσα και στις παλάμες. Και μετά με πήγαινε αριστερά. Και το ίδιο πράγμα. Και άνοιξε η καρδιά μου παπά μου και άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυά μου μετά.
Και όχι μόνον αυτό. Αλλά το Χέρι Αυτό μου επούλωσε τις πληγές, μού έκλεισε τις πληγές όλες. Τριανταπέντε χρόνια πληγές που είχα. Τα βρισίδια, τους ξυλοδαρμούς, τους βιασμούς, το ξύλο, την ταπείνωση…όλα μου τα επούλωσε ο Χριστός. Τίποτε δεν αισθανόμουνα. Αισθανόμουνα μια απέραντη ευφορία.
Αλλά και κάτι άλλο, παπά μου. Με κλειστά τα μάτια, έβλεπα τα γινούμενα στη Λειτουργία. Έβλεπα τα πάντα. Έβλεπα την Μεγάλη Είσοδο, είδα τους Πατέρες, είδα τη Λειτουργία όλη. Την έζησα στον Παράδεισο…Ξαφνικά όμως είδα τις γυναίκες να αρχίσουν να κινούνται και κατάλαβα ότι πάμε για να κοινωνήσουμε.
Ήρθε η ώρα της Θείας Κοινωνίας. Ετοιμάστηκα. Και όπως κοίταζα να δω το τσεμπέρι μου, τι να δω; Το Χέρι μού είχε κάνει καλά και το καρούμπαλο! Δεν είχα ούτε καρούμπαλο! Είχε φύγει το καρούμπαλο. Και με μεγάλη χαρά ότι δεν θα εκτεθώ στην γειτονιά, στάθηκα στη σειρά. Αλλά είπα να δω, κι έτσι δεξιά να δω, ποιος Κοινωνάει; Ο παπά-Βασίλης που ήρθε και μας άγιασε ή ο παπα-Γιάννης; και ξαφνικά, παπά μου…Ούτε ο παπα-Βασίλης ήτανε. Ούτε ο παπα-Γιάννης.
Ένας Δεσπότης… Μα τι Δεσπότης…Τι χρυσά Άμφια φορούσε! Τι διαμάντια και μπριλάντια είχαν πάνω τα ρούχα Του! Άστραφτε ολόκληρος! Και φορούσε μια Κορώνα…Όχι σαν Αυτές των Δεσποτάδων. Μια Βασιλική Κορώνα. Που άστραφταν χιλιάδες τα μπριλάντια και τα διαμάντια. Και πάνω στην Κορώνα Του είχε Αγγέλους. Μα και δίπλα Του είχε δύο Παραστάτες Αγγέλους που κρατούσαν το Μάκτρο.
Με έπιασε τρόμος. Τα Χέρια Του, το Πρόσωπό Του, έφεγγαν σαν τον Ήλιο. Και κρατούσε μια χρυσή λαβίδα. Αλλά δεν είχε μέσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είχε ένα κάρβουνο αναμμένο. Και η δόλια, λέω, η κακομοίρα, τι θα κάνω; Πώς θα Κοινωνήσω το κάρβουνο; Φαίνεται τέτοια Τυπικά έχουν σήμερα. Άλλος Δεσπότης ήρθε και άλλες συνήθειες έχουν. Και τι να κάνω εγώ; Και πώς θα καώ; Και θα βάλω τις Φωνές στον κόσμο;»
«Και τι έκανες, βρε κυρά Φωτεινιώ; Δεν Κοινώνησες;» «Όχι» λέει. «Προφασίστηκα ευγένεια. Και πήγα στην άκρη και έλεγα: «Περάστε. Περάστε και εσείς.» Ε. Περάσανε καμιά εικοσιπενταριά που ήταν στην ουρά…Μετά δεν είχε άλλο “περάστε”. Έπρεπε να μπω εγώ στη σειρά». «Τι έκανες, κυρά Φωτεινιώ»; «Τι έκανα λέει; Πλησίασα και κοιτάζοντας χαμηλά μην μπορώντας να δω το Πρόσωπο του Δεσπότη, ακόμα και τα παπούτσια Του παπά μου χρυσά ήτανε. Και οι ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΙΠΛΑ Του σαν να μην πατούσαν στη γη.
Και είπα: «ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΥ. Άντε, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ. Ας Είσαι ΕΣΥ και ας καώ. ΕΣΥ να είσαι και ας καώ. Κι εγώ θα Κοινωνήσω. Έκλεισα τα μάτια μου, έβαλα το Μάκτρο (κόκκινο ύφασμα που κρατάμε κάτω από το στόμα μας κατά την Θεία Μετάληψη) κάτω από το στόμα μου και άνοιξα το στόμα μου». «Κοινώνησες, κυρά Φωτεινιώ»; «Κοινώνησα παπά μου». «Κάηκες κυρά Φωτεινιώ»; «Όχι, παπά μου. Δροσίστηκε η Ψυχή μου. Άνοιξε η Καρδιά μου.
Και άρχισα να λέω από την καρδιά μου: «Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Σε Ευχαριστώ, Συ Κύριε. Και άρχισα φαίνεται να το λέω δυνατά και ξαφνικά ακούω τη φωνή του παπα-Βασίλη να μου λέει: «Κυρά Φωτεινιώ, είσαι καλά»; Και ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι μπροστά στον παπά-Βασίλη που κρατούσε το Άγιο Ποτήριο και σκέπαζε με το Μάκτρο.
Και λέω: «Παναγία μου, θα ρεζιλευτώ»….και πήγα στην άκρη και σκεφτόμουνα: «Όλα αυτά που είδα, παπά μου, ήταν αληθινά; Λες να ‘ταν φαντασία; Μα είδα τον Δεσπότη, είδα τους Αγγέλους, είδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, είμαι τρελή»; Μόλις τελείωσε ο Αγιασμός και πήγα σπίτι μου, μπήκα αμέσως στην αποθηκούλα να αλλάξω τα ρούχα μου, για να βάλω τα ρούχα του σπιτιού και να βάλω την ποδιά μου να ετοιμάσω το φαγητό. Και σαν ντύθηκα, κάτι μου μύριζε το σπίτι.
Και μπαίνω μέσα στο σαλόνι και τι να δω; Η μικρή μου θυγατέρα κρατούσε ένα θυμιατό και θύμιαζε τις Εικόνες. Στη θέση Τους οι Εικόνες, ευπρεπισμένο το καντηλάκι μου, αναμένα τα κεράκια μου και δίπλα στην Παναγία ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Και μου λέι η κόρη μου: «Χρόνια πολλά, μάνα. Σήμερα μεγάλη ημέρα. Είπαμε να θυμιάσουμε, μιας και σου αρέσει να θυμιάζεις το σπίτι. Αλήθεια, μας έφερες αντίδωρο»; κι εγώ έμεινα… και σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σε αυτό το σπίτι δεν μου ζητήσανε ποτέ Αντίδωρο”.
Και απαντούσα στην κόρη μου: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»! Κι έρχεται και ο γιός μου από το κατόπι μου στο πλάι και σκύβει ταπεινά και μου φυλάει το χέρι και μου λέει: «Συχώρα με μάνα. Συχώρα με.» Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω».
Και ακούω τον Ανέστη να μου φωνάζει και μπαίνω βιαστική να δω μήπως ήθελε κάτι και τον βλέπω καθήμενο στο κρεβάτι του και μου έκανε σινιάλο με το αριστερό του χέρι. Και σαν τον είδα είχε μια ιλαρότητα το πρόσωπό του και μια γλυκύτητα τα μάτια του. Και του δίνω το χέρι μου, νομίζοντας θέλει να καθίσει και αυτός αρχίζει και μου το φιλούσε.
Μέσα και έξω, παπά μου μού το φιλούσε κλαίγοντας και μού ‘λεγε με το μισό του στόμα: «Συγχώρα με, Φωτεινιώ. Συγχώρα με να χαρείς». Και έρχεται πίσω το παιδί…Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και έρχεται το παιδί μου πάλι και με φιλάει στο μέτωπο εκεί που ήταν το καρούμπαλο και μου λέει: «Συχώρα με, μάνα. Δεν θα το ξανακάνω. Την Ευχή σου να χω, μάνα». Κι εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Κι εδώ σταμάτησε η διήγηση της κυρά Φωτεινιώς. Για είκοσι λεφτά πλάνταξε στο κλάμα. Κι αφού συνήλθε με ρώτησε με μια παιδική απλότητα, σαν μικρό κοριτσάκι ένοχο: «Πάτερ μου, είμαι κουζουλή; Τρελάθηκα; Λες να με κλείσουν στο Δρομοκαίτειο; Λες να είμαι για δέσιμο και είδα τόσες φαντασίες; Λες να είμαι τρελή; Τι θα πεις, Πάτερ; Τι γνώμη έχεις; Είμαι κουζουλή; Κουζουλάθηκα»; Κι εγώ απάντησα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν για την ύπαρξή σου, κυρά Φωτεινιώ, τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Η κυρά Φωτεινιώ δεν ήταν ο Άγιος Χρυσόστομος, ούτε ο Άγιος Νείλος, ούτε ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ούτε ο Μέγας Παΐσιος. Ήταν μια Ψυχή σαν κι εσάς, σαν κι εμάς. Απλώς έμαθε καλά στην καρδιά της να λέει: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και ο Θεός την πλήρωσε πλουσιοπάροχα.
Θα σας πω και την έκβαση γιατί ξέρω πως θα χαρείτε. Σήμερα, χήρα πια η κυρά Φωτεινιώ, είναι Μοναχή και πηγαίνουν τα παιδιά της και της φιλούν το χέρι και το μέτωπο…Και εκείνη κάθεται εκεί και αφουγκράζεται και θυμάται τον Δεσπότη Χριστό, που την κοινώνησε με την χρυσή Λαβίδα το Τίμιο Φρικτό Σώμα και Αίμα Του.
Είθε η Χάρις του Θεού να λαβώσει την Καρδιά μας με την Άπειρη αγάπη Του και να μας διδάξει από τα κατάβαθα, τα τρίσβαθα της καρδιάς μας, αναβαθμίζοντας την δική μας παιδική Προσευχή σε ευχαριστηριακή, να λέμε κι εμείς, δίνοντας το μπόλι της καρδίας και του σώματος: “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω, πάντων ένεκεν».

Η κυρα Φωτεινιώ και το άκτιστο φως – π. Αρσένιος Σιναΐτης – 
Δημήτρια 2016, Πηγή: Θυσαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας


Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ: ΟΤΑΝ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΣΕ ΕΠΙΣΚΙΑΖΕΙ!

Όταν η νεφέλη του αγίου Πνεύματος άρχισε να επισκιάζει τη σκηνή της καρδιάς σου.
Εάν βλέπεις, σε κάθε λογισμό πού κινείται στην ψυχή σου, και σε κάθε ενθύμηση, και στις πνευματικές σου ενατενίσεις την ώρα της ησυχίας σου, να γεμίζουν τα μάτια σου δάκρυα, και να βρέχουν τις παρειές σου, χωρίς εσύ να βιάζεις τον εαυτό σου, να ξέρεις ότι, σ’ αυτή την περίπτωση, άρχισε να ανοίγει ο φράχτης μπροστά σου, για να έρθει η χάρη του Θεού και να καταστραφεί ο εχθρός.
Μπορεί πάλι, να βρίσκεις, από καιρού εις καιρόν, ότι βυθίζεται ο νους σου στην καρδιά σου, χωρίς εσύ να το επιδιώκεις κατά τη συνήθεια σου, και να διαμένει εκεί (ο νους σου) για κάποιο μικρό διάστημα.
Μετά απ’ αυτό, πράγμα πού είναι σύνηθες, μπορεί να βλέπεις τα μέλη του σώματος σου σαν να πέρασαν από μεγάλη αρρώστια, και να βασιλεύει η ειρήνη του Θεού στους λογισμούς σου, και αυτό να κρατάει πολύ. Σ’ αυτή την περίπτωση, να ξέρεις ότι η νεφέλη του αγίου Πνεύματος άρχισε να επισκιάζει τη σκηνή της καρδιάς σου.

Αγίου Ισαάκ του Σύρου
«Περί Θείας Χάριτος»

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΑΚΑΚΟΣ: Ο ΟΜΟΤΙΜΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΙΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ


Στον Γιώργο Ρήγα
Ο πραγματικός ερευνητής αναζητά την αλήθεια και, τελικά, εκεί είναι που συναντά τον Θεό. Τέτοιο είναι το παράδειγμα του Παναγιώτη Δημακάκου, ομότιμου καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, ο οποίος σημειώνει στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»: 
«Θρησκεία και επιστήμη είναι δίδυμες αδελφές. Δεν συγκρούονται, αλλά είναι πυλώνες του κτιρίου που λέγεται αλήθεια».

Φλογερός ευπατρίδης και πρωτοπόρος στον τομέα της αγγειοχειρουργικής, με χιλιάδες επεμβάσεις στο ενεργητικό του, γνώρισε την αναγνώριση σε μεγάλα ιατρικά κέντρα στο εξωτερικό, αλλά επέστρεψε για να δημιουργήσει στον τόπο του. Παρά τις πολλές διακρίσεις του, με σεμνότητα και συγκίνηση εξομολογείται πως έχει την προσευχή ως νοερό όπλο. Με προσωπική του φροντίδα, το δωμάτιο στο οποίο εκοιμήθη ο Άγιος Νεκτάριος στο Αρεταίειο Νοσοκομείο έγινε χώρος προσκυνήματος, ενώ το παρεκκλήσι του αγίου στο νοσοκομείο αγιογραφήθηκε με τα θαύματά του.

Από τη μακρά εμπειρία σας στο χειρουργικό τραπέζι, έχετε ζήσει περιπτώσεις θείας παρέμβασης;

Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά. Μπορώ να σας πω την περίπτωση ενός αρρώστου 52 ετών από τη Σαμοθράκη, με 5 παιδιά, όπου είχε αποφραγμένη την αορτή του. Καθάρισα την αορτή και είδα ότι οι βλάβες αυτές προχωρούσαν και στις νεφρικές αρτηρίες. Αν μείνουν οι νεφροί μία ώρα χωρίς ροή αίματος και οξυγόνο, νεκρώνουν. Αυτό τότε δεν φαινόταν στις εξετάσεις και είχε ήδη περάσει μισή ώρα, ώσπου να καθαρίσω την αορτή και να την κλείσω. Συνειδητοποιώ πλέον ότι θα έχω έναν νεφροπαθή ασθενή, που θα πρέπει 2 και 3 φορές την εβδομάδα να υποβάλλεται σε αιμοκάθαρση. Με λούζει κυριολεκτικά κρύος ιδρώτας, τα νεότερα παιδιά βέβαια δεν συνειδητοποιούν τίποτα, και εκείνη την ώρα ψελλίζω μέσα από τη μάσκα τρεις φορές, σαν προσευχή: «Γλυκέ μου Χριστέ, άπλωσε τα χέρια Σου και κατηύθυνε τα δικά μου δάχτυλα». Όπως έχω ανοιχτή την αορτή και εκφύονται τα αγγεία, «τυφλά» βγάζω με τις λαβίδες ό,τι σκληρά αθηρώματα και σε λιγότερο από μισή ώρα κάνω την πιο «τρελή» επέμβαση που θα μπορούσα να κάνω. Πέντε παιδιά τον περίμεναν εκεί έξω κι εγώ έκανα κάτι ανορθόδοξο!
Όταν κάναμε την επομένη μια ενδοφλέβια αγγειογραφία, που μας φωτογραφίζει τις αρτηρίες, ομολογώ ότι ο ασθενής φαινόταν, όχι σαν να είναι χειρουργημένος, αλλά όπως τον γέννησε η μάνα του. Σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ! Τότε στην επίσκεψή μου επάνω έκανα ομολογία στους νέους συναδέλφους μου: «Δεν χειρούργησα εγώ, παρακάλεσα και χειρούργησε κάποιος άλλος». Δεν το ξεχνώ ποτέ αυτό.

Μπορούμε να μιλήσουμε και για περιστατικά που έχουν επανέλθει;

Θυμάμαι το παράδειγμα ενός ασθενούς που παρουσίασε ανακοπή της καρδιάς και είχε διάρκεια ανάνηψης πλέον της μίας ώρας. Όταν επανήλθε, με σοβαρότητα και ικανοποίηση, σαν να συμμετείχε ενεργά στην όλη διαδικασία. «Γιατρέ, είχατε σοβαρό πρόβλημα μαζί μου. Αργήσατε και κουραστήκατε πολύ», μου είπε και με ευχαρίστησε. Οι άρρωστοι σε «αποχωρητικές» καταστάσεις, όταν καταβάλλουμε προσπάθειες επανόδου τους στη ζωή, φαίνεται ότι συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή. Κάποιοι μαρτυρούν ότι βρέθηκαν σε κάποιον κόσμο φωτεινό και όμορφο. Είναι ικανοποιημένοι. Κάποιοι άλλοι περιγράφουν λεπτομέρειες από τις ιατρικές μας ενέργειες, ακόμη κι από συζητήσεις, κατά τον χρόνο της ανάνηψης.

Εσείς προσωπικά έχετε προσευχηθεί για ασθενείς σας;

Χειρούργησα μια γυναίκα 65 ετών στην καρωτίδα, σε μια, κατά τα άλλα, επέμβαση ρουτίνας. Η ασθενής όταν ξύπνησε από τη νάρκωση ήταν ημιπληγική από τη μία πλευρά, στο χέρι και στο πόδι, δεν επικοινωνούσε κι έλεγε πράγματα ασυνάρτητα. Στην αγγειογραφία και στο κρανίο όλα έδειχναν απολύτως φυσιολογικά. Μιλώ με τους συγγενείς κι ανοίγω για δεύτερη φορά, προκειμένου να ελέγξω. Ακολούθησε συμβούλιο καθηγητών, ειδικών, αλλά κανείς δεν μπορούσε να δώσει απάντηση. Αποφασίσαμε την παραμονή της ασθενούς στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας μέχρι την άλλη ημέρα το πρωί, σε βαθιά νάρκωση. Δεν θα ξεχάσω την ημερομηνία: 8 Νοεμβρίου 2006, παραμονή του Αγίου Νεκταρίου. Δεν μπορούσα να εκκλησιαστώ, γιατί είχα στις 7 το πρωί προγραμματισμένο χειρουργείο. 

Γινόταν αγρυπνία στον Ι.Ν. του Αγίου Νεκταρίου στο Νέο Ηράκλειο. Στάθηκα για πολλή ώρα, παρακάλεσα τον άγιο και κοινώνησα. Την επομένη νωρίς το πρωί άνοιξα τον μικρό ναό που έχουμε φτιάξει για τον άγιο στο Αρεταίειο, άναψα ένα κεράκι, ζήτησα και πάλι τη βοήθειά του και πήγα και χειρούργησα. Η ασθενής ξύπνησε, είχε θαυμάσια επικοινωνία με το περιβάλλον, κινούσε ελεύθερα όλα τα άκρα, πήρε το πρόγευμά της κανονικά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, με φυσιολογική επικοινωνία μαζί μας.

Νιώθετε την παρουσία του αγίου στο Αρεταίειο;

Ο άγιος, αφότου εγκαταστάθηκε μόνιμα το 1908 στην Αίγινα, σπάνια την εγκατέλειπε. Απέκρυπτε, μάλιστα, το πρόβλημα της υγείας του, υποφέροντας σιωπηλά τους σωματικούς πόνους και το βαρύ μαρτύριο. Όταν, όμως, η κατάστασή του επιδεινώθηκε, δέχθηκε την υπόδειξη του γιατρού για εισαγωγή σε νοσοκομείο της Αθήνας. Έκτοτε παραμένει μεγάλη η ευλογία του για το Αρεταίειο και το πανεπιστήμιό μας, αφού φιλοξένησε για νοσηλεία τον μεγάλο άγιο του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία του ιατρού Καραπλή, οι γάζες που είχαν χρησιμοποιηθεί με την κοίμησή του ευωδίαζαν και γι’ αυτό δεν τις πέταξαν, αλλά τις τοποθέτησαν μέσα στη γη. Νοσηλεύτηκε στη γ’ θέση (απορίας), όπου στην παρακείμενη κλίνη νοσηλευόταν ύστερα από ατύχημα ένας παραπληγικός ασθενής. Από τότε κιόλας, αμέσως μετά την κοίμησή του, εκδηλώθηκε το πρώτο από μια σειρά θαυμάτων του Αγίου Νεκταρίου στο νοσοκομείο μας. Κατά την αλλαγή του ιερού λειψάνου, η μοναχή Ευφημία τοποθέτησε τη φανέλα του αγίου στο κρεβάτι του παραπληγικού, ο οποίος αιφνίδια σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει ελεύθερα. Έκτοτε, στο δωμάτιο υπάρχει η εικόνα του, ένα καντήλι που καίει συνεχώς και από το 2000 είναι τόπος προσκυνήματος, χωρίς να νοσηλεύονται ασθενείς. Όνειρό μου ήταν ο χώρος αυτός να γίνει εκκλησία και μάλιστα είχα βρει και τα οικονομικά μέσα για να το υλοποιήσω… αλλά η διοίκηση δεν ήθελε να ακούσει τίποτα από αυτά.

Πολλοί επιστήμονες κοιτάζουν με δυσπιστία ό,τι δεν εξηγείται με όρους επιστημονικούς. Τι θα τους λέγατε;

Ο αληθινός επιστήμονας αναζητά την αλήθεια. Επειδή ο Θεός αλήθεια εστί, εξαρτάται από τον Θεό. Γίνεται έτσι λάτρης, μύστης, ακόλουθος, μαθητής του. Ο ίδιος, ομολογώ, δεκαετίες τώρα, δεν χειρουργώ χωρίς να έχει προηγηθεί προσευχή και, κατά κανόνα, καθαρίζω με το αντισηπτικό την περιοχή του δέρματος που θα χειρουργήσω, ξεκινώντας με το σημείο του Σταυρού για ευλογία. 

Αν, μάλιστα, βρεθώ σε δύσκολα χειρουργεία, κάνω νοερά προσευχή. 
Σας εξομολογούμαι ότι πολλές φορές «εφημερεύει» ο ίδιος ο Χριστός 
και ζούμε την παρουσία του...

Με τις μαρτυρίες αυτές μπορώ να πω σε κάθε συνάδελφο: το απόλυτο είναι θεία κτίση. Το σχετικό με την πρόοδο της επιστήμης, την πείρα, την Τέχνη, την τόλμη και την αρετή χειρουργούμε. Δεν ανήκει, όμως, σε εμάς το 100%. Μπορεί να έχω εκτελέσει μία επέμβαση 200.000 φορές και ύστερα από τόση πείρα να παρουσιάσει κάποιος μια εμπλοκή, ένα κακό. Γι’ αυτό ο ίδιος προσωπικά έχω την προσευχή ως νοερό όπλο.

Η ασθένεια είναι κρίκος θρησκείας και επιστήμης. 
Αυτές οι δύο είναι δίδυμες αδελφές. 
Δεν συγκρούονται, αλλά είναι πυλώνες του κτιρίου που λέγεται αλήθεια.

Από τη μακρά εμπειρία σας, έχετε γνωρίσει ασθενείς που ξεπέρασαν το κλινικό πρόβλημα με όπλο την πίστη τους;

Ασθενείς με πίστη έχουν ιδιαίτερο χάρισμα, είναι γαλήνιοι, ήρεμοι, γεμάτοι ελπίδα και προσευχόμενοι συγκεντρώνουν περισσότερη δύναμη. Το θαύμα, άλλωστε, είναι προϊόν πίστεως, δώρο μέγιστο για όσους την κατέχουν, δύναμη ανεξάντλητη. Το θαύμα εμφανίζεται σιωπηλά, αθόρυβα, και, ξαναλέω, επιτυγχάνεται μέσω πίστεως, η οποία ούτε υποχρεωτική ούτε καταναγκαστική είναι, αλλά εδρεύει και πηγάζει από την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.

Ποια εφόδια πρέπει να έχει ένας νέος γιατρός;

Το κάλλος της ιατρικής επιστήμης βρίσκεται στην εμπιστοσύνη, την οποία ο ίδιος ο Δημιουργός έχει εκδηλώσει για την ιπποκράτεια επιστήμη, για τον διάκονο του ανθρώπινου πόνου στην Παλαιά Διαθήκη: «Και ιατρώ δος τόπον, και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος». Ο γιατρός είναι το πρώτο και το τελευταίο πρόσωπο που βλέπει κανείς όταν έρχεται και όταν εγκαταλείπει τα γήινα. Στην ενδιάμεση λοιπόν ζωή, η αποστολή του είναι να φροντίζει την καλή ποιότητα υγείας, διότι χαρά μεγαλύτερη δεν υπάρχει από το να είναι κανείς υγιής. Όλοι καταλαβαίνουμε πόσο ευτυχής είναι ο ζητιάνος, όταν είναι υγιής, συγκριτικά με έναν άρρωστο βασιλιά. Γι’ αυτόν τον λόγο ο γιατρός πρέπει να είναι ένας οικουμενικός ευπατρίδης, όταν πλησιάζει τον άρρωστό του, στοργικός πατέρας, όπως ο Κύριος που μας δημιούργησε, με τριπλή προσωπικότητα: καλό επιστήμονα, ανθρωπιστή και με πίστη στον Χριστό. Αν έχει αυτές τις προϋποθέσεις, τότε μπορεί να δει και τις περιπτώσεις που αναφέραμε με τη θεία παρέμβαση σε πολλές στιγμές της ζωής του.

Τι φοβάστε από την κρίση στον τόπο;

Ένα έθνος και μία πατρίδα μπορεί να ελπίζουν, αν η νεολαία υπερέχει των γερόντων, αν οι γεννήσεις υπερέχουν των θανάτων. Τώρα εμείς έχουμε έναν γερασμένο πληθυσμό, με 120.000 θανάτους και μόνο 100.000 γεννήσεις. Με την Ελλάδα να ψυχορραγεί στην εντατική μονάδα, έχουμε ελεύθερες τις εκτρώσεις, με 1.000 δολοφονίες κάθε πρωί! Χίλια ελληνόπουλα κάθε πρωί σκοτώνονται. Αν κοιτάξεις το καρδιογράφημα ενός εμβρύου, θα δεις την καρδιά του να χτυπά από την 4η εβδομάδα. Μιλάμε για δολοφονίες σε άτομα που δεν μπορούν να αμυνθούν. Δείτε τα νούμερα: Πετάμε στους οχετούς 350.000 ζωές τον χρόνο, δηλαδή μια πόλη σαν την Πάτρα. Αντί να στηρίξουμε, λοιπόν, την οικογένεια και τα νέα ζευγάρια, που φοβούνται εξαιτίας της οικονομικής ανασφάλειας, δημιουργούμε αφύσικους στην οικογένεια θεσμούς.

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Η ΜΟΝΑΧΗ ΠΕΛΑΓΙΑ ΕΙΔΕ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ!

Η μοναχή Πελαγία Τρουμουλιάρη της Καλύμνου 
Μια αγία ψυχή με πολλές θείες αποκαλύψεις

Επίσης αρκετές φορές είδε το άκτιστο φως τού Χριστού μας σε ώρα προσευχής να την περιαυγάζει και να λάμπει το κελί της μέσα στην νύκτα. Κάποια καλοκαιρινή και ασέληνη νύκτα προσευχόταν έξω στο ταρατσάκι τού σπιτιού της ανιψιάς της, το όποιο είχε και κρεβατίνα αμπελιού. Τα μεσάνυκτα ήλθε πάνω της μια φωτεινή στήλη και την περιέλουσε καθώς ήταν γονατιστή με το κομβοσχοίνι.

Εκείνη ψέλλισε εκστατική, «ως έμεγαλύνθη τά έργα σου Κύριε έτσι υποχώρησε το ουράνιον Φως.

Από την Παναγία ζητούσε και περίμενε πάρα πολλά. Ζητούσε να λάβει με την μεσιτεία της αισθητά την Χάρη τού Αγίου Πνεύματος Κάποια φορά πού βρισκόταν στον Ναό της τού Θεού Ειρήνης, μόλις ξελειτούργησε ό ιερέας, μπήκε στο Ιερό για να συγυρίσει. Τότε είδε ένα ζωντανό ολόλευκο Πτηνό και σαστισμένη σκεπτόταν να το βγάλει έξω για να μην πειράξει τα ιερά. Μα αυτό σε λίγο στάθηκε πάνω στο Άγιο Ποτήριο και ευθύς μπήκε μέσα. Σαν το είδε αυτό η αγαθή Γερόντισσά κατάλαβε και φωτίστηκε το πρόσωπο της από χαρά. Έπειτα το Πτηνό βγήκε από το Άγιο Ποτήριο κάθισε στον ώμο της και σε λίγο μπήκε στο στόμα της και το αισθάνθηκε να ριζώνει στην καρδιά της. Πλουσιοπάροχα έλαβε αυτό που επιθυμούσε!...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ 2015. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ Π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΑ ΛΑΜΠΡΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΘΕΑΣ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΥΞΕΝΤΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗ

Ένα λαμπρό παράδειγμα θέας του Ακτίστου Φωτός από το Γέροντα Αυξέντιο Κωνσταντώνη Γρηγοριάτη, καταγόμενο από τα Κούντουρα (Αρβανιτοχώρι της Αττικής), αντιγράφω από το βιβλίο που συνέγραψε η Συνοδεία του Γέρο-Ευθύμιου στην Καψάλα με τίτλο «Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση» (σελ.142-143):

Ο Γέρο-Αυξέντιος († 1892 – 1981)

ʺΟ ίδιος είχε κάνει πράξη στη ζωή του το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» και μάλιστα έφθασε σε προχωρημένη κατάσταση πνευματική, ώστε να λέγη την ευχή και στον ύπνο του, όπως με απλότητα απεκάλυψε στο γέροντα Παΐσιο.
Άλλοτε είπε ο ίδιος, όντας τυφλός, ότι, «όταν λέω την ευχή βλέπω στο δεξιό μέρος φως. Αυτό το βλέπω, όταν κάνω τον κανόνα με το κομποσχοίνι. Το βλέπω συχνά. Αυτό φεύγει και ύστερα πάλι ξανάρχεται. Το κυριότερο όμως είναι η αγάπη που έρχεται στην καρδιά για τον Χριστό».
Έβλεπε το Άκτιστο Φως και κάποια μέρα ανησύχησε γιατί δεν το είδε και ζητούσε να εξομολογηθεί στον Πνευματικό του. Κάποτε ο γέρο-Αυξέντιος πήγε να κοινωνήσει στο παρεκκλήσι του Οσίου Γρηγορίου, του Κτίτορος, όπου θα γινόταν Θεία Λειτουργία.

Ενώ προσήλθε προετοιμασμένος με πολύ πόθο και ευλάβεια, ο λειτουργός Ιερέας τυφλώθηκε από ένα φως δυνατό και ιλαρό που έβγαινε από το πρόσωπο του γέροντος Αυξεντίου. Το πρόσωπό του σκεπάστηκε, εξαφανίστηκε από έναν φωτεινό ήλιο, υπέρ τον ήλιο λάμποντα, και ο Ιερέας δε μπορούσε πλέον όχι να τον κοινωνήσει αλλά ούτε να τον αντικρύσει, ρίχνοντας το βλέμμα του χαμηλά.
«Έλαμπε τόσο το πρόσωπό του», διηγείται ο λειτουργός, «που όταν τον κοίταξα, ζαλίστηκα και παρά λίγο να πέσω κάτω. Έβαλα το χέρι μου και σκέπασα τα μάτια μου γιατί δεν άντεχα το δυνατό φως. Έλαμπε ολόκληρος». Όταν σε λίγο υπεστάλη το Άκτιστο Φως και συνήλθε ο έκπληκτος Ιερέας, τότε τον κοινώνησε. Ο Γέρο-Αυξέντιος έγινε συχνά θεωρός του Ακτίστου Φωτός και έφθασε στην κατάσταση του θείου έρωτος. Και όλα αυτά από την επιμονή του στην ευχήʺ.
Δοξασμένο το όνομα του Θεού ημών!! Απερίγραπτη η Δόξα Του και γενναιοδωρία Του!! Χαροποιεί τους αγαπόντας Αυτόν, κάνοντάς τους συμμέτοχους στης Δόξης του Ακτίστου Φωτός Του!! Όπως τον ταπεινό Γέροντα Αυξέντιο!!

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ

Τα πρώτα χρόνια στο Παρίσι, όταν ο Άγιος Ιωάννης ήταν ακόμα εδώ μαζί μας, ήρθε από την Ελβετία ένας ηλικιωμένος άνθρωπος που τον έλεγαν Γρηγόριο (δεν θυμάμαι όμως ούτε το πατρώνυμό του, ούτε το επώνυμό του). Ήθελε να τον χειροτονήσει ιερέα ο Άγιος Ιωάννης. Αλλά ο Άγιος Ιωάννης δεν ήθελε να τον χειροτονήσει και του είπε ότι είχε να μάθει ακόμη πολλά. Το γιατί δεν ήθελε να τον χειροτονήσει, έγινε γνωστό αργότερα.
Αυτός ο ηλικιωμένος κύριος, ο Γρηγόριος, συχνά συνήθιζε να ψέλνει στην εκκλησία και του άρεσε ιδιαίτερα να διαβάζει τον Ακάθιστο ύμνο στην Υπεραγία Θεοτόκο, την Μητέρα του Θεού. Κάποτε διάβαζε τις ώρες. Ο Άγιος Ιωάννης έκανε την προσκομιδή στην Αγία Τράπεζα και η πλαϊνή πόρτα ήταν ανοικτή. Εγώ δεν ήμουν στην Εκκλησία, μόνον ο Γρηγόριος ήταν αλλά εκείνος αργότερα μου είπε τί έγινε εκείνη τη στιγμή. Επειδή είχε τελειώσει την ανάγνωση των Ωρών, ήθελε να ρωτήσει κάτι τον Άγιο Ιωάννη και κατευθύνθηκε προς την Αγία Πρόθεση. Όταν πλησίασε την ανοικτή πλαϊνή πόρτα, πάγωσε επιτόπου ! Είδε τον Άγιο Ιωάννη περικυκλωμένο από λαμπερό άκτιστο φως και να στέκεται, όχι στο έδαφος, αλλά περίπου μισό μέτρο από το πάτωμα !Αμέσως έκανε πίσω και δεν τον ρώτησε τίποτα. Ο Άγιος Ιωάννης συνέχισε τη Θεία Λειτουργία και ο Γρηγόριος δεν είπε σε κανέναν αυτό που είδε, για πολύ καιρό. Όταν το είπε σε μένα, ζήτησε να του υποσχεθώ ότι δεν θα πω τίποτα σε κανέναν, πριν από την κοίμηση του Αγίου Ιωάννη. Αυτός ο καλοκάγαθος ηλικιωμένος άνθρωπος, ποτέ δεν έγινε ιερέας, διότι σύντομα, μετά από αυτό το γεγονός, πέθανε.
Ακριβώς το ίδιο περιστατικό μου διηγήθηκε και μια ηλικιωμένη μοναχή, από το γυναικείο Μοναστήρι της Λέσνα. Ο Άγιος Ιωάννης συνήθιζε να πηγαίνει εκεί και να προσεύχεται γονατιστός μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου των Ιβήρων, την οποία αγαπούσε πάρα πολύ. Μια φορά καθώς προσευχόταν μπροστά από την εικόνα αυτή, η μοναχή μπήκε μέσα στον Ναό κι αντίκρισε ακριβώς το ίδιο που είχε δει και ο Γρηγόριος. Ο Άγιος Ιωάννης ήταν περικυκλωμένος από άκτιστο φως και δεν πατούσε στο έδαφος, αλλά αιωρείτο !

ΠΗΓΗ : ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ  -  ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΓΚΑΗΣ ΚΑΙ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ (1896 – 1966, εκδ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΦΩΚΙΔΟΣ, 2004, σ

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

ΟΙ ΑΠΛΟΙ ΧΩΡΙΑΤΕΣ ΗΤΑΝ ΘΕΟΠΤΕΣ!

 Οι απλοί χωριάτες ήταν θεόπτες!
π. Νικόλαου Λουδοβίκου 

Κάποτε, μου συνέβη ένα γεγονός, ήμουνα νεαρός πρεσβύτερος και διακονούσα σε κάποια χωριά έξω από την Θεσσαλονίκη και ταυτόχρονα ήμουνα βοηθός στην θεολογική σχολή ενός πολύ μεγάλου θεολόγου.
Αυτό το οποίο ζούσα, γράφοντας και την διδακτορική διατριβή μου στην θεολογική σχολή ταυτόχρονα, ήταν μια φοβερή αντίθεση.
Από την μία στην θεολογική σχολή είχα επαφή με τα μεγάλα της θεολογίας και παράδοξα και τα δυσνόητα και τα βαθυνόητα και από την άλλη σαν ένας παπάς σε 10 χωριά που μου είχε αναθέσει ο τότε επίσκοπός μου, τρία-τέσσερα χωριά στα οποία πήγαινα και έκανα τον ιεροκήρυκα, αυτό έκανα τότε. Ένοιωθα φοβερή μοναξιά, διότι δεν με καταλαβαίνανε, ή εγώ ευθυνόμουνα που δεν με καταλαβαίνανε.
Έλεγα λοιπόν πέντε πράγματα, έβλεπα ότι ο κόσμος έ, άκουγε ότι άκουγε, γύρναγε έσκυβε το κεφάλι και εντάξει συνέχιζε κανονικά την ζωή του, σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Η μοναξιά αυτή ήτανε βαρύ αίσθημα, έλεγα μα τι κάνω εγώ σαν παπάς αυτή την στιγμή, τι νόημα έχει να ξαναπάω την Κυριακή και να ξαναμιλήσω στον τάδε, χωριό αφού πάλι… ναι, δεν μπορούσα, δεν λέω ότι είναι εύκολο αλλά, σήμερα σας είπα διάλεξα να μιλήσω δύσκολα, θέλω να πω πιστεύω ότι το ακροατήριο έχει τέτοιες δυνατότητες, αλλά έμαθα πολλά από τότε, πάντως είχα μεγάλη δυσκολία. Λοιπόν κάποια στιγμή μου συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός, με το οποίο ο Θεός σαν να μου έμαθε πολλά πράγματα.

Μια από αυτές τις Κυριακές, τελείωσε η Θεία Λειτουργία, μου λέει ο παπάς, ένας απλός παπάς και δύο απλοί-απλούστατοι επίτροποι, αγράμματοι άνθρωποι, πάμε να πιούμε πάτερ έναν καφέ, προτού φύγεις. Μην φύγεις έτσι, εντάξει. Τελειώνει η Λειτουργία, εγώ πάντα θλιμμένα πολύ μέσα στην μοναξιά κλπ. Και πάμε να πιούμε τον καφέ στην πλατεία του χωριού. Εκεί λοιπόν που πίναμε τον καφέ, ξαφνικά γυρίζει ο ένας από τους επιτρόπους, με κοιτάζει και μου λέει:
- Λοιπόν πάτερ (-μου λέει) εγώ με τον κυρ-Γιάννη από εδώ (-κυρ-Γιάννης ήταν ο άλλος ο επίτροπος) είχαμε μία απορία. Ο ναός μας εδώ δεν ήταν καθαγιασμένος και είχαμε την απορία, μη όντας καθαγιασμένος από τον επίσκοπο, τα μυστήρια και η Θεία Λειτουργία δεν ήταν κανονικά;
Λέω ωχ, ωχ τι γίνεται εδώ! τέτοια απορία, μου έκανε εντύπωση. Και λέει:
- Ξέρεις τι κάναμε, είπαμε να κάνουμε τρεις εβδομάδες νηστεία, για να μας δείξει ο Θεός. Και κάναμε, και πραγματικά μια Κυριακή προτού έλθει ο Δεσπότης να κάνει τα αυτά, είδαμε την ώρα της Θείας Λειτουργίας ξανά αυτό το φως.
Εγώ άρχισα να θορυβούμαι:
- Ποιο φως, τι φως;
- Εκείνο το φως, το αείφωτο, βλέπεις μετά τον ήλιο και νομίζεις ότι είναι σκοτάδι, ένα φως το οποίο κατεβαίνει και βλέπεις πράγματα, πολλά πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, το μέλλον εκεί μέσα κλπ.
Άρχισα να συγκλονίζομαι, είχα να κάνω με ανθρώπους που είχαν την εμπειρία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου και βέβαια και ο άλλος ευλογούσε εκεί και ο απλός ο παπάς έλεγε κι αυτός ναι, ναι, ήτανε όλοι σαν… Ήταν συγκλονιστική η εμπειρία αυτή για μένα, βέβαια δεν σταμάτησε εκεί αλλά άρχισα να τον ψάχνω αυτόν τον επίτροπο, αυτόν τον απλό άνθρωπο.
- Πώς ζεις εσύ, (αφού έπαθα το σοκ το οποίο με συνόδευε για χρόνια μετά). Πώς ζεις εσύ;
- Έ πώς ζω εγώ, φτωχά.
- Τι κάνεις, πως ακριβώς περνάς την μέρα σου, τι ακριβώς κάνεις στην διάρκεια της μέρας;
- Δεν κάνω (-λέει) απολύτως τίποτα, δεν κάνω κάτι ιδιαίτερο, αγαπώ τον Θεό αλλά λίγη υπομονή κάνω. Λίγη υπομονή κάνω.
Είχε υπομονή αυτός, ξέρεις τι θα πει υπομονή; Υπομονή σημαίνει αυτός ο σταυρός της ελευθερίας να αγκαλιάζει τους άλλους. Εκεί μέσα αποκαλύπτεται ο Θεός.

Αυτό είναι το μεγαλειώδες δίδαγμα, ο ησυχασμός είναι βιωμένη φυσιολογία, μην νομίζετε ότι ο ησυχασμός, εσείς οι θεολόγοι, είναι ατομική επίδοση όπως κάνουν οι ινδουιστές ή αυτοί οι οποίοι καταργούνε το θέλημα για να δούνε τα θεάματα. Είναι αυτό το άνοιγμα στην κοινωνία, και με τον τρόπο αυτόν γίνονται μεγάλες αποκαλύψεις τις οποίες εγώ φυσικά, ως υποψήφιος διδάκτωρ και μετέπειτα δεν αξιώθηκα, ούτε αξιώθηκα έκτοτε. 

ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ

Οὗτος ὁ Μακάριος καὶ Πανθαύμαστος Ἀββᾶς καὶ Πατὴρ ἡμῶν Ἀντώνιος ὁ μέγας, εἰς καιρὸν ὁποῦ εὑρίσκετο εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἀσκήτευεν, ἐφάνη πρὸς αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου εἰς σχῆμα Καλογήρου, καὶ ὡς τὸν εἶδεν ὁ Ὅσιος, ἔκαμε πρὸς αὐτὸν μετάνοιαν.

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς αὐτόν· «Εὐλόγησον Πάτερ Ἅγιε.»

Ὁ δὲ Ἅγιος νομίζοντας ὅτι εἶναι καλόγηρος ἀπὸ τοὺς ἐκεῖσε ἐρημίτας, λέγει πρὸς αὐτόν· «ὁ Θεὸς συγχωρήσοι σε τέκνον μου» καὶ πλησιάσας πρὸς τὸν Ἄγγελον εἶπεν εἰς αὐτόν· «ἂς περιπατήσωμεν μαζὺ ὁλίγον δρόμον» καὶ περιπατῶντες εἶπεν ὁ Ὅσιος· «θαυμάζω, ἀδελφὲ εἰς τὴν θεωρίαν σου καὶ εἰς τὴν νεότητα καὶ εἰς τὴν εὐμορφίαν ὁποῦ ἔχεις καὶ ἐκπλήττομαι, διότι τοσοῦτον κάλλος δὲν εἶδον εἰς ἄλλον ἄνθρωπον καὶ διὰ τοῦτο στοχάζομαι πῶς δὲν εἶσαι ἄνθρωπος. Λοιπὸν ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν.»

Ὁ δὲ Ἄγγελος ποιήσας μετάνοιαν, λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον· «Πάτερ Ἅγιε, μὲ βλέπεις, ἐγὼ ἄνθρωπος δὲν εἶμαι, ἀλλά, Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤλθα νὰ σὲ διδάξω μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνα ὁποῦ δὲν ἠξεύρεις, καὶ τὰ ὁποῖα ἐπιθυμεῖς νὰ μάθῃς· λοιπὸν ἐρώτα με ὅτι θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ.»

Τότε ἔπεσεν ὁ Ἅγιος καὶ ἔκανε μετάνοιαν τοῦ Ἀγγέλου λέγοντας· «Εὐχαριστῶ σοι Κύριε ὁ Θεός μου, ὅτι μοῦ ἔπεμψας ὁδηγὸν διὰ νὰ μοῦ φανερώσῃ κεκρυμμένα μυστήρια, τὰ ὁποῖα ἐπιθυμοῦσα νὰ μάθω.»

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον· «ἐρώτα με λοιπόν.»

Ὁ δὲ Ἅγιος ἀποκριθείς, εἶπεν· «Εἰς τὸν αἰώνιον ἐκεῖνον κόσμον, γνωρίζονται οἱ ἀποθαμμένοι ἄνθρωποι ἕνας τὸν ἄλλον;»

Ὁ δὲ Ἄγγελος ἀποκριθείς, εἶπε, πρὸς τὸν Ὅσιον· «Βλέπεις εἰς τοῦτον τὸν κόσμον ὁποῦ ἀφ᾿ ἑσπέρας κοιμοῦνται οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὸ πρωὶ ὅταν ξημερώσῃ ἀπαντῶνται ἕνας τὸν ἄλλον καὶ χαιρετοῦνται καὶ συνομιλοῦν ὡς φίλοι, ἀναφέροντες τὰ ὅσα εἶχον προμελετήσει, τοιουτοτρόπως γίνεται καὶ εἰς ἐκεῖνον τὸν Κόσμον, καὶ ἕνας τὸν ἄλλον γνωρίζεται καὶ συνομιλεῖ, καὶ καθὼς ἕνας ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει ἄλλον ἐδῶ καὶ ἐρωτῶντας μανθάνει ποῖος εἶναι, οὕτω γίνεται καὶ ἐκεῖ· πλὴν οἱ δίκαιοι μόνον γνωρίζονται, οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅμως διόλου.»

Λέγει του ὁ Ἅγιος· «Εἰπέ μοι καὶ τοῦτο παρακαλῶ σε, ὅταν εὐγαίνει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὶ γίνεται; Καὶ τὰ μνημόσυνα διατί τὰ κάμνουσι; καὶ τί ὄφελος δίδουσιν εἰς τοὺς ἀποθαμένους;»

Λέγει του ὁ Ἄγγελος· «Ἄκουσον, πάτερ Ἅγιε, ἡ ψυχὴ ἀφοῦ εὔγει ἀπὸ τὸ κορμί, τὴν λαμβάνουν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ὑπάγουν εἰς τὸν οὐρανὸν -διὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· γίνεται ὅμως καὶ τοῦτο, ὅτι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἕως τὴν γῆν εἶναι τάγματα δαιμόνων, τὰ ὁποῖα λέγονται ἐναέρια Τελώνια τῶν ψυχῶν, καὶ ἀπαιτοῦσιν ἐκεῖνα τὰ πονηρὰ πνεύματα τὴν ψυχὴν καὶ φέρουσιν τὰ κατάστιχά των εἰς τὰ ὁποῖα εἶναι γραμμέναι οἱ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὰ δείχνουν εἰς τοὺς Ἀγγέλους· λέγοντες εἰς αὐτούς, ὅτι τὴν δεῖνα ἡμέραν εἰς τὰς τόσας τοῦ μηνὸς ἐποίησε τὴν δεῖνα ἁμαρτίαν, δηλαδὴ ἐδῶ ἔκλεψεν, ἐκεῖ ἐπόρνευσεν, ἐδῶ ἐμοίχευσεν, ἐκεῖ ἐμαλακίσθη, εἰς τὸν δεῖνα τόπον εἶπε ψέμματα· εἰς ἄλλον ἔκαμεν ἄλλην ἁμαρτίαν καὶ πάλιν ἂν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε καλοσύνην ξέρουν καὶ οἱ Ἄγγελοι τὰ ἐδικά των κατάστιχα μὲ τὰ ὁποῖα δείχνουσι καὶ αὐτοὶ πόσας καλοσύνας ἔκαμεν εἰς τὴν ζωήν του, δηλαδὴ ἐλεημοσύνην, ἢ λειτουργίαν, ἢ νηστείαν, ἢ προσευχήν, ἢ σαρανταλείτουργον, ἢ ἄλλας καλὰς ἀρετάς, καὶ ἂν εὑρεθῶσιν περισσότεραι αἱ καλοσύναι ἁρπάζουν οἱ ἄγγελοι τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ἀναβιβάζουν εἰς τὸ δεύτερον σκαλούνι, καὶ ἐκεῖ εὑρίσκουν ἄλλο τάγμα δαιμόνων, δυνατώτερον τρίζοντες τὰ ὀδόντιά των, ὡσὰν ἀγριότατα θηρία, καὶ ὑβρίζουν τὴν ψυχὴν καὶ πάσχουν νὰ τὴν ἁρπάξουν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Ἀγγέλων, γίνεται μία μεγάλη διάλεξις καὶ μέγας θόρυβος διὰ νὰ δυνηθοῦν οἱ Ἄγγελοι νὰ ἐλευθερώσουν τὴν ψυχὴν ἐκείνην ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν δαιμόνων, καὶ ἂν ἐλευθερωθῇ ἀναβαίνει εἰς τὸ τρίτον σκαλούνι· καὶ ἐκεῖ εἶναι ἄλλο τάγμα δαιμόνων δυνατώτερον καὶ ἀγριότερον καὶ γίνεται μέγας ἀγών, πολὺ σύγχυσις καὶ ταραχὴ εἰς αὐτούς πῶς νὰ κερδίσωσι τὴν ἐλεεινὴν ἐκείνην ψυχήν, οἱ ἄγγελοι ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν μιαρῶν δαιμόνων καὶ ἂν λυτρωθῇ καὶ ἀπὸ αὐτούς, ὑπάγουν καὶ εἰς τὸ παραπάνω σκαλούνιον, ἕως οὗ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ ἕβδομον, καὶ ἐκεῖ εἶναι ἄλλο τάγμα δαιμόνων ὁποῦ λέγεται τῆς πορνείας· καὶ τὶς διηγήσεται πάτερ Ἅγιε, τὴν τοσαύτην ταραχὴν καὶ τὸν θόρυβον ὁποῦ κάμνουσι καὶ φοβερίζουν τὴν ταλαίπωρον ἐκείνην ψυχήν, καὶ ἂν τύχῃ καλόγηρος, τότε γίνεται ἄκομα σφοδρότερος θόρυβος· λέγοντες εἰς ἐκείνην τὴν ἐλεεινὴν ψυχήν· ποῦ ὑπάγεις, ὁποῦ ἐσὺ ἐπόρνευσες καὶ ἐμόλυνες τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα· ἀποστρέφου εἰς τὰ ὀπίσω καὶ πήγαινε εἰς τὸ σκότος καὶ τὸν βρομερὸν τόπον τοῦ ᾅδου. Ἀλλοίμονον λοιπὸν εἰς αὐτήν! καὶ ποῖα γλῶσσα δύναται νὰ διηγηθῇ τὴν τοιαύτην τιμωρίαν ὁποῦ κάμνουν οἱ δαίμονες εἰς τὴν κατάδικον ἐκείνην ψυχήν! Ἐγὼ τίμιε Πάτερ, εἶμαι Ἄγγελος, καὶ πάλιν φρίττω, πόσον μᾶλλον νὰ μὴ τρέμῃ ἐκείνη ἡ ψυχὴ τὴν τοιαύτην παίδευσιν ὁποῦ λαμβάνει! Ἐὰν ὅμως ἐξ ἐναντίας εὑρεθῇ ἡ ψυχὴ καθαρὰ ἀπὸ ἁμαρτίαις τὴν ἁρπάζουν οἱ Ἄγγελοι καὶ ἀναβαίνει χαίρουσα εἰς τὸν Χριστόν, τότε βλέπει τοὺς χοροὺς τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τὴν λαμπρότητα ἐκείνην τὴν ἄριστον, καὶ ἀκούει τῶν Ἀγγέλων τὴν μελῳδίαν καὶ τὸ κάλλος ἐκεῖνο τὸ ἀμήχανον.

Ἐρώτησε δὲ ὁ Ὅσιος· «Καὶ τὰ μνημόσυνα διατὶ τὰ κάμνουν;»

Ἀπεκρίθη ὁ Ἄγγελος· «αἱ τρεῖς γίνονται, ἐπειδὴ εἶπα ὅτι εἰς τὰς τρεῖς ἡμέρας ἔρχεται ἡ ψυχὴ καὶ προσκυνᾷ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ διὰ τοῦτο φαίνεται πῶς πέμπονται, ὥσπερ κανίσκιον εἰς τὸν Κύριον, ὑπὲρ τῆς ψυχῆς ταύτης· καὶ μετὰ τὴν προσκύνησιν τὴν περνοῦν πάλιν οἱ Ἄγγελοι καὶ δείχνουν εἰς αὐτὴν τοὺς τόπους ὁποῦ ἐπεριπάτησεν μὲ τὸ σῶμα καὶ τῆς ἐνθυμίζουν τὰς πράξεις, ὁποῦ εἰς αὐτοὺς ἔκαμε, λέγοντες εἰς αὐτήν, ἐδῶ ἔκλεψες, ἐκεῖ ἐπόρνευσες, ἀλλοῦ ἐφόνευσες, ἐκεῖ ἐβλασφήμησες καὶ ἀκολούθως τῆς ἐνθυμίζουν ὅλας τὰς ἁμαρτίας ὁποῦ εἰς ὅλην τὴν ζωὴν ἔκαμε, καὶ πάλιν τῆς δείχνουν ὅσα καλὰ ἔπραξε· δηλαδὴ ἐδῶ ἔκανες ἐλεημοσύνην, ἐκεῖ νηστείαν, ἐδῶ λειτουργίαν, ἐκεῖ μετάνοιαν, ἐδῶ παράκλησιν, ἐκεῖ ἀγρυπνίαν, ἐδῶ προσευχήν, ἐκεῖ γονυκλισίαν καὶ ὅσα ἄλλα ἀγαθὰ ἔπραξεν εἰς τὰς ἡμέρας ὅλας τῆς ζωῆς της· καὶ τὴν ἐννάτην ἡμέραν πάλιν ἔρχεται εἰς προσκύνησιν καὶ διὰ τοῦτο κάμνουν τὰ μνημόσυνα καὶ τὰς λειτουργίας πρὸς ὄφελος τῆς ψυχῆς καὶ διὰ τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνωνται τὰ μνημόσυνα. Παίρνουσιν αὐτὴν πάλιν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ὑπάγουν εἰς τὸν Παράδεισον καὶ τῆς δείχνουν τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, τὰς ἀναπαύσεις τῶν δικαίων, καὶ ὡσὰν ἰδῇ τὰς κατοικίας ἐκείνας τὰς ὡραίας καὶ θαυμαστάς, παρακαλεῖ τοὺς ἀγγέλους διὰ νὰ σταθῇ ἐκεῖ καὶ αὐτὴ εἰς ἐκεῖνα τὰ ἀγαθὰ τῶν δικαίων· παίρνοντάς την δὲ πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ, τὴν ὑπάγουν εἰς τὴν κόλασιν καὶ τῆς δείχνουν πῶς κολάζονται οἱ ἁμαρτωλοί, λέγοντες εἰς αὐτήν, οὗτος ἐστὶν ὁ πύρινος ποταμὸς (δείχνοντες τοὺς τόπους), ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τοῦτος ἐστὶν ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, καὶ καθεξῆς τῆς δείχνουν ὅλας τὰς κολάσεις τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ ὡσὰν τελειώσουν αἱ τεσσαράκοντα ἡμέραι, ὑπάγουν πάλιν τὴν ψυχὴν καὶ προσκυνᾷ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ τοῦτο πάλιν γίνονται τὰ μνημόσυνα, ἐπειδὴ μέλλει ἡ ψυχὴ νὰ λάβῃ τὴν ἀπόφασιν ὅθεν μέλλει νὰ τὴν διατάξῃ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, νὰ κατοικήσῃ ἕως τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ μὲ τὸ ἴδιον της κορμὶ κατὰ τὰ ἔργα της.»

Τότε στενάξας ὁ Ἅγιος ἐκ καρδίας καὶ δακρύσας πικρῶς, εἶπεν· «Ἀλλοίμονον εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸν ἁμαρτωλόν, ὁποῦ ἐγεννήθη, καλλίτερα ἦτον εἰς αὐτὸν νὰ μὴν γεννηθῇ, καὶ μακάριος ἐκεῖνος ὁ δίκαιος ἄνθρωπος ὅταν ἐγεννήθῃ·» καὶ ἀκολούθως λέγει ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον· «Παρακαλῶ σε εἰπέ μοι καὶ τοῦτο, ἡ κόλασις τῶν ἁμαρτωλῶν ἔχει τέλος;»

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπεν· «Οὔτε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει τέλος, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ἡ κόλασις εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἔχει τέλος, καὶ ἐὰν ἔπαιρνέ τις ἄνθρωπος κάθε χιλίους χρόνους ἕνα κόκκον ἀπὸ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης ἢ μίαν σταλαγματιὰν νερὸν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἤθελεν ἐλπίσει τινὰς νὰ σωθῇ κανένα καιρόν, ἀμὴ ἡ κόλασις εἶναι διὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ ἡ αἰώνιος βασιλεία διὰ τοὺς δικαίους, καὶ δὲν ἔχουν τέλος.»

Λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον· «Εἰπέ μοι παρακαλῶ σε καὶ τοῦτο· ποῖος Ἄγγελος εἶναι εὐσπλαγχνικώτερος εἰς τὸ νὰ παρακαλῇ τὸν Θεὸν διὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ πρεσβεύῃ δι᾿ αὐτούς;»

Καὶ ὁ Ἄγγελος ἀποκριθεὶς εἶπεν· «Ὅλοι οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ Ἅγιοι ἔχουν πολλὴν εὐσπλαγχνίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ποθοῦσι τὴν σωτηρίαν των, πλέον δὲ πάντων τούτων, ἡ Κυρία ἡμῶν Δέσποινα Θεοτόκος ἔχει περισσοτέραν τὴν εὐσπλαγχνίαν εἰς τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀκαταπαύστως δέεται εἰς τὸν Μονογενῆ της Υἱόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, δι᾿ αὐτούς, καὶ διὰ τὴν παράκλησίν της στέκεται ὁ κόσμος ἕως τὴν σήμερον, ὁποῦ ἔμελλε ν᾿ ἀπωλεσθῇ διὰ τὰς ἁμαρτίας, καὶ διὰ τὴν καταφρόνησιν ὁποῦ κάμουν οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἁγίους.»

Λέγει δὲ ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον· «Ποίαν ἁμαρτίαν μισεῖ ὁ Θεὸς περισσότερον ἀπὸ τὰς ἄλλας;»

Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἄγγελος εἶπε· «Τὴν μιαρὰν ὑπερηφάνειαν, διατὶ αὐτὴ ἔκαμε τὸν πρῶτον ἄγγελον καὶ φωτεινὸν ἑωσφόρον διάβολον, ῥίπτοντάς τον ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς κολάσεως· ὁμοίως ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ παρακοὴν ἐξέπεσεν ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον, καὶ ὁ Φαρισσαῖος ὡς διαλαμβάνει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, κατεκρίθη. Καὶ ὅστις πέσει εἰς τοῦτο τὸ πάθος, δυσκόλως εἶναι νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ εὔγῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἐὰν δὲν ἐπιστρέψῃ εἰς ταπείνωσιν.»

Ἐρωτῶ σε καὶ τοῦτο Ἅγιε Ἄγγελε, εἶπεν ὁ Ὅσιος· «Ποῖοι ἄνθρωποι κολάζονται περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Λέγει δὲ ὁ Ἄγγελος πρὸς τὸν Ἅγιον· οἱ πόρνοι καὶ οἱ βλάσφημοι ἄνθρωποι ἔχουν δυνατωτέραν κόλασιν, ὁμοίως καὶ οἱ φονεῖς, οἱ μοιχοί, οἱ ἀρσενοκοῖται, οἱ κλέπται, οἱ προδόται, καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ πορνεύσαντες καὶ ὕστερον λειτουργοῦσιν, ὁμοίως καὶ οἱ μοναχοί, καὶ αἱ μοναχαί, οἱ διάκονοι καὶ αἱ διακόνισαι, ὁποῦ μιαίνουν τὸ Ἀγγελικὸν σχῆμα, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ μεθοῦν. Ἐπειδή, τίμιε Πάτερ, τὸ πεσὸν Τάγμα τῶν Ἀγγέλων μέλλει νὰ ἀποκατασταθῇ ἀπὸ τοὺς καθαροὺς Ἱερεῖς καὶ Μοναχούς, διὰ τοῦτο ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀπαραιτοῦν τὴν ἀκολουθίαν τους διὰ τὰ κοσμικὰ ἔργα, ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι μίαν ἡμέραν νὰ ἀφήσουν τὴν ἀκολουθίαν καὶ τὸν κανόνα τὸν ἐκκλησιαστικόν, θέλουν δώσει δι᾿ αὐτὸν λόγον εἰς τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, πόσῳ μᾶλλον ἐκεῖνοι ὁποῦ ἀπαραιτοῦν ὅλως διόλου τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν. Λέγει δὲ πάλιν ὁ Ὅσιος, οἱ καταφρονηταὶ τῆς ἁγίας Κυριακῆς, δηλαδὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ δουλεύουν τὴν Κυριακήν, ἔχουν καμμίαν ἄνεσιν; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἄγγελος, εἶπεν· Οὐαί! ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι καταφρονοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακὴν καὶ τὰς Δεσποτικὰς καὶ Θεομητορικὰς ἑορτὰς καὶ τῶν Ἁγίων τὰς μνήμας καταφρονοῦν, αὐτοὶ καταφρονοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν Μητέρα του, καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ ὅστις τιμᾷ καὶ ἑορτάζει τὰς ἑορτὰς τῆς Κυρίας ἡμῶν καὶ Δεσποίνης Θεοτόκου, καὶ τὰς μνήμας τῶν Ἁγίων, τὸν βοηθοῦν καὶ αὐτοί, ἐπειδὴ ἔχουν μεγάλην παῤῥησίαν εἰς τὸν Θεόν, καὶ ὅ,τι ζητήσουν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν των, τὰ λαμβάνουν ἀναμφιβόλως. Εἰ δὲ καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποδιώξουν τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἀπὸ λόγου τους, οὔτε τὸν Θεὸν ἔχουν φίλον, οὔτε τοὺς Ἁγίους του, ἐπειδὴ ἀκολουθοῦν τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, πράγματα πλαστὰ καὶ φθαρτά, καὶ ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι ἄνθρωπος, ἢ ἱερεύς, ἢ μοναχός, ἢ κοσμικὸς ὅστις δὲν τιμᾷ τὴν Κυριώνυμον ἡμέραν, Θεοῦ πρόσωπον δὲν βλέπει, ἀλλ᾿ οὔτε ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας.»

Καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλεις νὰ μάθῃς, εἶπεν εἰς τὸν ὅσιον ὁ Ἄγγελος· «Ἐρώτησόν με, διότι εἶναι ὥρα καὶ βιάζομαι διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ παρασταθῶ εἰς τὸν Κύριόν μου.»
Τότε στενάξας ὁ Ἅγιος, καὶ δακρύσας πικρῶς εἶπεν· «Οὐαὶ εἰς ἐμέ! διότι ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου μου μὲ βίαν ὑπάγει ἀσώματος, ἂν καὶ ἀναμάρτητος, μὲ φόβον εἰς τοὺς οὐρανοὺς διὰ ν᾿ ἀποδώσῃ δοξολογίαν εἰς τὸν Παντοδύναμον Θεόν, ἡμεῖς δὲ ὁποῦ ἔχομεν σῶμα γεμάτον ἀπὸ ἁμαρτίας, καὶ δὲν βάνομεν ποσῶς εἰς τὸν νοῦν μας τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καταφρονοῦμεν τὰ προστάγματά του, καὶ δὲν ἐπιμελούμεθα τὴν σωτηρίαν μας, τὶ θέλομεν πάθει;»

Τότε λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον· «Παρακαλῶ σε, εἰπέ μοι, ποία προσευχὴ ἁρμόζει εἰς τὸν Μοναχόν;»

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον· «Εἰ μέν ἐστιν ἄνθρωπος γραμματισμένος, τὸν ψαλμὸν τοῦ προφήτου Δαβίδ, τουτέστιν τό, ῾Ἐλέησόν με ὁ Θεός κτλ.᾿, εἰ δέ ἐστιν ἀγράμματος, τὸ· ῾Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν᾿. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι δυνατωτέρα, ὑπάρχει καὶ εὐκολωτέρα πάντων τῶν προσευχῶν, μάλιστα καὶ πολλοὶ κατέλειπον ἄλλας προσευχὰς καὶ μόνον αὐτὴν ἐκράτησαν, νέοι καὶ γέροντες, ἀμαθεῖς καὶ πεπαιδευμένοι, καὶ ὅσοι ἐβουλήθησαν διὰ νὰ σωθοῦν, αὐτὴν ἀναφέρουν εἰς τὸν Θεὸν νύκτα καὶ ἡμέραν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὰ κελλία τους, αὐτὴν νὰ λέγουν ἱστάμενοι καὶ ὁδοιποροῦντες, καὶ ἐργαζόμενοι μετὰ πάσης εὐλαβείας καὶ πόθου· ἱκανὴ γὰρ ὑπάρχει ἡ τοιαύτη προσευχὴ εἰς βουλέμενον σωθῆναι.»

Καὶ πάλιν ὁ ὅσιος εἶπεν· «Ἐπειδὴ ἦλθες, δέομαί σου δίδαξόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ φανέρωσέ μου καὶ τοῦτο· ἐὰν εὑρεθῇ τις ἄνθρωπος καὶ διδάξῃ ἕτερον καὶ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἔχει τίποτε μισθόν;»

Καὶ ὁ Ἄγγελος εἶπεν· «Ὅστις ἄνθρωπος διδάξει ἄλλον καὶ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ σώσει τὴν ψυχήν του, ἔχει διπλὸν τὸν μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεόν.»

Ταῦτα εἶπε ὁ Ἄγγελος πρὸς τὸν ὅσιον, καὶ εὐλόγησας αὐτόν, εἶπεν· «Εὐλόγησον πάτερ καὶ ἐμέ.»

Τότε ὁ Ὅσιος προσκυνήσας αὐτὸν λέγει· «Πορεύου εἰς εἰρήνην καὶ εἰς τὰ ἀμάραντα κάλλη τοῦ Παραδείσου, καὶ παράστηθι τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος, καὶ πρέσβευεν εἰς αὐτὴν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν.»

Καὶ ἀναχωρήσας ὁ Ἄγγελος ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανόν.

Ὁ δὲ Ὅσιος Ἀββᾶς μακάριος Ἀντώνιος ἀπελθὼν εἰς τὸ κελλίον του, ἐδιηγήθη πάντα εἰς τοὺς μοναχοὺς ἀδελφούς του καὶ συνασκητάς του, δοξάζων καὶ εὐλόγων τὸν Θεόν, οὗ ἡ δόξα, τὸ κράτος καὶ ἡ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.