ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΡΟΝΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Ο ΟΛΕΤ, ΤΟ ΦΙΛΟΤΙΜΟ ΠΟΥΛΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ!

Στὸ τελευταῖο σας γράμμα 12 μοῦ εἴχατε στείλει μιὰ εἰκόνα μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὰ ζῶα στὸν Παράδεισο.
Σκέφθηκα λοιπὸν νὰ σᾶς στείλω κι ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου ζωγραφισμένο ἕνα πουλί, τὸν πιὸ στενό μου φίλο, γιατί, ἂν σᾶς ἔστελνα ζωγραφισμένο ἕνα φίδι, νομίζω, θὰ σᾶς ἔπιανε φόβος.
Τὸν ἔχω ὀνομάσει Ὄλετ, ποὺ σημαίνει στὰ ἀραβικὰ «παιδί»13. Μένει στὸ ραχώνι14, πεντακόσια μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ Καλύβι μου15. 

Κάθε μεσημέρι τοῦ πηγαίνω καλούδια καὶ φιλεύματα. Μόλις τοῦ δίνω κάτι νὰ φάη, παίρνει λίγο καὶ φεύγει. Ἐγὼ τὸ φωνάζω νὰ ἔρθη, ἀλλὰ αὐτὸ φεύγει καὶ σὲ λίγο ἔρχεται κρυφὰ ἀπὸ πίσω καὶ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν ζακέτα μου. Ὅταν πάω νὰ φύγω, μὲ ξεπροβοδίζει σὲ ἀπόσταση ἑκατὸ μέτρων περίπου, κι ἐγώ, γιὰ νὰ μὴ συνεχίση νὰ ἔρχεται ἀπὸ πίσω μου καὶ κουρασθῆ, τοῦ ἀφήνω κανένα ψίχουλο, γιὰ νὰ ἀπασχοληθῆ, καὶ φεύγω γρήγορα, γιὰ νὰ μὲ χάση. Τώρα τελευταῖα ἄφησε τὴν ἄσκηση καὶ ζητάει καλοπέραση!... Οὔτε σπασμένο ρύζι τρώει οὔτε βρεγμένο παξιμάδι, ἀλλὰ μόνο σκουληκάκια, ποὺ θέλει νὰ τὰ βάζω στό... πιάτο –στὴν χούφτα μου –καὶ νὰ ἀνεβαίνη ἐκεῖ νὰ τρώη. 

Πρόοδος!Εἶναι μέρες ποὺ πανηγυρίζω μὲ τὸν Ὄλετ καὶ τὴν συντροφιά του. Μπορεῖ νὰ πῆ κανείς:
 «Γιατί κάνεις ἐξαιρέσεις στὸν Ὄλετ; Γιατί δὲν κάνεις τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ ἄλλα πουλιά;». Ἀπαντῶ: «Ὅταν φωνάζω τὸν Ὄλετ νὰ ἔρθη, φέρνει μαζί του καὶ ἄλλα πουλιά, φίλους του, τὰ ὁποῖα τρέχουν ἀμέσως στὸ φαΐ, ἐνῶ ὁ Ὄλετ ἔρχεται ἀπὸ ὑπακοὴ καὶ ἀπὸ ἀγάπη. Ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι νηστικός, κάθεται ἀρκετὴ ὥρα μαζί μου καὶ ξεχνάει τὸ φαγητό· ἐγὼ τοῦ τὸ θυμίζω. Καὶ τώρα ποὺ καλωσύνεψε ὁ καιρὸς καὶ βρίσκει ζουζούνια νὰ φάη, ὅταν τὸ φωνάζω, πάλι ἔρχεται, γιὰ τὴν ὑπακοή, ἐνῶ εἶναι χορτάτο καὶ δὲν τὸ ἀναγκάζει ἡ πεῖνα.
Ἔ, πῶς νὰ μὴν τὸ χαίρεσαι περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα πουλιὰ αὐτὸ τὸ φιλότιμο πουλάκι;».
Πολλὲς φορὲς μοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀγάπη νὰ τὸ σφίξω μέσα στὴν χούφτα μου, ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως κάνω σὰν τὴν μαϊμοῦ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη σφίγγει τὰ παιδιά της καὶ τελικὰ τὰ πνίγει.
Γι ̓ αὐτὸ σφίγγω τὴν καρδιά μου καὶ τὸ χαίρομαι ἀπὸ μακριά, γιὰ νὰ μὴν τὸ βλάψω16.
Μιὰ μέρα ἄργησα νὰ πάω στὸ ραχώνι καὶ ὁ Ὄλετ, ἐπειδὴ φυσοῦσε πολύ, εἶχε λουφάξει ἀπὸ νωρίς. Ἄφησα τὸ φαγητό του καὶ ἔφυγα, χωρὶς νὰ τὸν δῶ. Τὴν ἄλλη μέρα ξεκίνησα νὰ πάω πολὺ νωρίς, γιατὶ ἀνησύχησαμήπως τὸ ἔφαγε κανένα γεράκι. Αὐτό, ὅταν εἶδε τὸ πρωὶ τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ εἶχα ἀφήσει ἀποβραδίς, «τὸ πείραξε ὁ λογισμὸς» καὶ κατέβηκε στὰ μισὰ τοῦ δρόμου καὶ μὲ περίμενε. Ὅταν μὲ εἶδε, ἔκανε σὰν τρελλὸ ἀπὸ τὴν χαρά του. Τοῦ ἔδινα νὰ φάη, ἀλλὰ αὐτὸ περισσότερο ἤθελε συντροφιὰ παρὰ φαγητό.
Τὸ θαυμάζω γιὰ τὴν ἄσκησή του καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει, καθὼς καὶ γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη του.

Εὔχεσθε νὰ μιμηθῶ τὶς ἀρετές του.Πιστεύω νὰ μὴν ἔχετε παράπονο· σᾶς τὰ εἶπα ὅλα, χωρὶς νὰ πάρω τὴν συγκατάθεση τοῦ Ὄλετ.
Ἐλπίζω νὰ μὴν τὸν στενοχωρήσω, μιὰ ποὺ δὲν θὰ γίνουν γνωστὰ ἔξω... Ἔχετε τοὺς χαιρετισμοὺς τοὺς δικούς του καὶ τοὺς δικούς μου τοὺς πολλούς.
Στὸ Καλύβι μου ὄχι μόνον τὰ πετούμενα πουλάκια ἀλλὰ ὅλα τὰ ζῶα ποὺ ἔρχονται ἐκεῖ –τσακάλια, λαγοί, νυφίτσες, χελῶνες, σαῦρες, φίδια –χορταίνουν ἀπὸ τὴν ὑπερχείλιση τῆς ἀγάπης μου καὶ χορταίνω κι ἐγώ, ὅταν χορταίνουν αὐτά, καὶ ὅλοι μαζί, «τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά»17, «αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον».

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» -126-
12 Τὸ γράμμα τὸ εἶχαν στείλει στὸν Γέροντα ἀδελφὲς τοῦ Ἡσυχαστηρίου τὴν ἄνοιξη τοῦ 1975. 

13 Τὸ πουλὶ αὐτὸ ἦταν ἕνας κοκκινολαίμης.
14 Ραχώνι: Λόφος, βουναλάκι.
15 Τὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. 
16 Ἡ σχέση τοῦ Γέροντα μὲ τὰ ζῶα δὲν ἦταν μιὰ ἐκδήλωση ζωοφιλίας ἀλλὰ ἔκφραση «ἐλεήμονος καρδίας», τῆς ὁποίας ἡ ἀγάπη ξεχυνόταν πρὸς ὅλη τὴν κτίση.

17 Ψαλμ. 148, 10

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΧΑΘΗΚΕ! ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΗ Μ. ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΌΣΙΟ ΓΕΡΟΝΤΟ ΕΥΣΕΒΙΟ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΗ Μ.
  Ο  Κ Α Ρ Κ Ι Ν Ο Σ   Χ Α Θ Η Κ Ε !!!

Τόν Ἅγιο Γέροντα Εὐσέβιο Γιαννακάκη δὲν εὐτύχησα νὰ τὸν γνωρίσω. Ὅμως ἀπὸ ὅσα ἔζησα καὶ ζῶ, ἔχω ἔντονη τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας του. Ἐκεῖνος ἦρθε στὴ ζωή μου, μετὰ τὴν κοίμησή του, χωρὶς ἐγὼ νὰ τὸν καλέσω καὶ θεράπευσε τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μου. Πρὸς δόξαν Θεοῦ,  καὶ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς στὸν ἅγιο Γέροντα θέλω νὰ κάνω γνωστὸ τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ ἔγινε σὲ μένα μὲ τὴ δική του θαυμαστὴ ἐπέμβαση.
Γύρω στίς 15 Δεκεμβρίου 2013 βρισκόμουν στό σπίτι μου, ὕστερα ἀπό ἕνα σοβαρό χειρουργεῖο (ὄγκος στὸν οὐρανίσκο). Ἐνῶ καθόμουν στό τζάκι, τὰ ξημερώματα, βλέπω σάν σέ  ὅραμα ὅτι κατέβαινα ἕνα χωματόδρομο, σάν νά πήγαινα στό Μοναστήρι τῆς Ἱ.Μ. Πεπελενίτσας. Στὸ δρόμο συνάντησα δυό μοναχούς, οἱ ὁποῖοι μοῦ εἶπαν: «Πήγαινε-πήγαινε, ἔχεις ἀργήσει, κι ἐκεῖ πού θά φθάσεις θά σοῦ πεῖ, θὰ σοῦ τὰ ψάλλει ὁ Γιαννακάκης (σάν νά μοῦ ἔλεγαν ὅτι θά μέ μαλώσει).
Μόλις συνῆλθα προσπαθοῦσα νὰ ἐξηγήσω, γιατὶ θὰ μὲ ἐπέπληττε ὁ Γέροντας. Σκέφθηκα ὅτι μέ καλοῦσε νά πάω στό Μοναστήρι του, γιατί δέν εἶχα ἐκπληρώσει κάποιο τάμα πού εἶχα κάνει στὴν Παναγία τῆς Πεπελενίτσας, τῆς ὁποίας ἡ εἰκόνα φυλασσόταν στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου του Θεολόγου (μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Μονῆς ἀπὸ τὴν πυρκαϊὰ τὸ 2007). Τὴν ἴδια μέρα, λοιπόν, μέ τή σύζυγό μου καὶ τό παιδί μου πήγαμε στὸ Μοναστήρι τό τάμα στὴν Παναγία (κι ἤμασταν ἥσυχοι ὅτι ἔγινε ἡ ἐκπλήρωση).
Ὅμως στὴν πραγματικότητα δὲν ἦταν τὸ τάμα ὁ λόγος ποὺ μὲ καλοῦσε ὁ Γέροντας. Ἀργότερα θυμήθηκα ὅτι μετὰ τὸ πρῶτο ἐκεῖνο χειρουργεῖο ποὺ εἶχα κάνει,  κάποιος καλός μου φίλος, ὁ Ἀποστόλης, μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι εἶδε στὸν ὕπνο του τὸν Γέροντα Εὐσέβιο ποὺ τοῦ παρήγγειλε τὰ ἑξῆς: «Νὰ πεῖς στὸν φίλο σου τὸν Μιλτιάδη νὰ ἔλθει στὸ Μοναστήρι». Ἐγὼ ὅμως, ἴσως ἐπειδὴ ἤμουν λίγο μετὰ τὴ νάρκωση, τὸ ξέχασα καὶ δὲν πῆγα.  Ἔτσι ὅλα μέσα μου ἐξηγήθηκαν.
Νὰ σημειώσω ὅτι, ἐνόσω ζοῦσε ὁ Γέροντας, ἐγκυκλοπαιδικὰ μόνο ἤξερα ὅτι εἶναι ὁ Γέροντας τῆς Μονῆς αὐτῆς, στὴν ὁποία μάλιστα δὲν πήγαινα, γιατὶ δὲν εἶχα καλὸ λογισμὸ γιὰ τὸ μεγάλο κτήριο ποὺ εἶχε γίνει.  Ἔλα ὅμως ποὺ τώρα μὲ κάλεσε ὁ Γέροντας γιὰ νὰ μοῦ δώσει δύναμη καὶ βοήθεια γιὰ ὅσα θὰ ἀκολουθοῦσαν. Ὁ Γέροντας μέ καλοῦσε, γιὰ νὰ βοηθήσει κι ἐμένα καί τήν οἰκογένειά μου νά ἀντέξουμε ὅλα ὅσα θά ἐπέρχονταν.
Ἀπὸ τὴν πρώτη φορὰ ποὺ προσκύνησα στὸν τάφο του, ἔνιωσα τὴ χάρη ποὺ ἐκπέμπει. Ἐπιπλέον, μοῦ δημιουργήθηκε ὁ πόθος γιὰ μιὰ καλὴ ἐξομολόγηση, πράγμα ποὺ ἔγινε. Ἄρχισα νὰ κοινωνῶ τακτικὰ καὶ αὐτὸ μοῦ ἔδινε φτερά.
            Λίγες μέρες μετά, στὶς 3 Ἰανουαρίου 2014, μοῦ εἶπαν ὅτι εἶχε γίνει λάθος στήν ἱστολογική ἐξέταση (βιοψία) καί δέν εἶχα καλοήθη ὄγκο ὑπερώας, ὅπως μοῦ εἶχαν πεῖ, ἀλλά καρκίνο. Καί ὡς ἐκ τούτου δέν εἶχε γίνει τό σωστό χειρουργεῖο, δηλαδή, ἡ ἐκτομή δέν ἦταν σωστή, ἔπρεπε νά ἦταν μεγαλύτερη, καί γι’ αὐτό στά ὅρια τῆς ἐκτομῆς ὑπῆρχαν καρκινικά κύτταρα. Ἄρα ἔπρεπε νά ξαναγίνει χειρουργεῖο μέ πολύ μεγαλύτερη ἐκτομή  καί στὴ συνέχεια  ἀκτινοβολίες.
Φανταστεῖτε σέ ποιά ψυχολογική κατάσταση ἤμουν. Νά ξέρεις ὅτι ἔχεις χειρουργηθεῖ γιά καλοήθεια καί ξαφνικά νά μαθαίνεις γιά καρκίνο. Ὁ Γέροντας ὅμως, πού μέ εἶχε καλέσει, μέ βοήθησε κι ἐμένα καί τήν οἰκογένειά μου νά ἀντέξουμε ὅλα ὅσα θά ἐπέρχονταν.
Ἐπειδὴ εἶχα χάσει τὴν ἐμπιστοσύνη μου γιὰ τὶς ἱστολογικές, πῆρα ὅλα τὰ πλακάκια καὶ τοὺς κύβους μὲ τὰ παρασκευάσματα καὶ τὰ πῆγα στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ὁ κ. Κίττας ἦταν ὁ διευθυντὴς τοῦ Παθολογοανατομικοῦ ἐργαστηρίου τοῦ Πανεπιστημίου καὶ Καθηγητὴς τῆς ἕδρας τῆς Παθολογοανατομίας. Τὰ ἐξέτασε ὅλα προσεκτικὰ καὶ ἀποφάνθηκε ὅτι καὶ στὴν πρώτη καὶ στὴ δεύτερη ἐπέμβαση στὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Ρίου οἱ ἱστολογικὲς ἔδειχναν ὅτι εἶχα καρκίνο. Μάλιστα, στὴ δεύτερη ἐπέμβαση στὰ ὅρια τοῦ ἐξαιρεθέντος ὄγκου ὑπῆρχαν καρκινικὰ κύτταρα, ποὺ σήμαινε ὅτι εἶχε μείνει μέρος τοῦ καρκίνου στὸ στόμα μου.
Ἔχασα τὸν κόσμο κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Σκεφτόμουν ὅτι ὁ μικρὸς Δημήτρης θὰ μείνει χωρὶς πατέρα, πῶς θὰ μεγάλωνε, τὶ θὰ γινόταν. Ἡ σύζυγός μου  προσπαθοῦσε νὰ μοῦ δώσει κουράγιο, ἀλλὰ μόλις σκεπτόμουν τὸ παιδὶ ἔχανα τὰ πάντα. Τὰ μάτια μου δὲν μποροῦσαν νὰ σταματήσουν νὰ κλαῖνε. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴ θλίψη ἦρθε νὰ μοῦ δώσει δύναμη καὶ κουράγιο ἡ Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία μᾶς στήριξε μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη. Νά, λοιπόν γιατὶ μοῦ εἶχε ἐμφανισθεῖ στὸ ὅραμα ὁ Γέροντας Εὐσέβιος. Τώρα πιστεύω πὼς ἦταν, γιὰ νὰ μπορέσω ν’ ἀντέξω ὅλα αὐτὰ ποὺ θὰ ἐπακολουθοῦσαν καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες του νὰ γίνει τὸ θαῦμα…
             Στό κελλί του μέσα ἄκουσα τήν πιό θερμή προσευχή ἀπό τό παιδάκι μου (ἦταν τότε 4 χρόνων): «Πάτερ Εὐσέβιε Γιαννακάκη, κάνε τόν πατεράκο μου γρήγορα καλά». Πήγαινε κάτω ἀπὸ τὴ φωτογραφία του στὸ εἰκονοστάσι μας καὶ φώναζε:
—Γέροντα Εὐσέβιε Γιαννακάκη, κάνε γρήγορα τὸν Πατεράκο μου καλά, σοῦ λέω!
—Πῶς μιλᾶς ἔτσι στὸ Γέροντα, παιδάκι μου; τοῦ  ἔλεγε ἡ σύζυγός μου.
—Ὁ Γέροντας εἶναι φίλος μου, τῆς ἀπαντοῦσε.
Καὶ ὁ Γέροντας ἄκουσε τό παιδάκι αὐτό καί τίς Μοναχές πού εἶχαν τήν εὐλογία νά τόν ἔχουν Γέροντα. Καί ποιό εἶναι τό θαῦμα;
Ἦρθε ἡ Παρασκευή, 7 Φεβρουαρίου 2014 γιά τό τρίτο ἐκτεταμένο χειρουργεῖο στόν Εὐαγγελισμό. Περίμενα στὸ δωμάτιό μου νὰ ἔρθουν νὰ μὲ πάρουν.  Ἔνιωθα μέσα μου πανικό, ταραχὴ καὶ στενοχώρια μεγάλη, στὴ σκέψη ὄχι μόνο τοῦ χειρουργείου ποὺ θὰ μοῦ ἄφηνε σοβαρὴ ἀναπηρία, ἀλλὰ καὶ ὅλων ὅσων θὰ ἀκολουθοῦσαν. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ κρατάω στό χέρι μου τόν Γέροντα καί προσεύχομαι. «Γέροντά μου, τώρα σὲ χρειάζομαι, τοῦ εἶπα μὲ πόνο, βοήθησέ με». Καί ξαφνικά μέσα στό κλειστό δωμάτιο ἦλθε ὁ ἴδιος, σὰν μιά λεπτὴ αὔρα ποὺ μὲ τύλιξε. Τὰ παράθυρα ὅλα κλειστά, κλιματιστικὸ δὲν ὑπῆρχε στὸ δωμάτιο. Δέν ξέρω γιά πόση ὥρα ἔνιωθα αὐτὴ τὴν αὔρα. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι ὅτι ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἔγινα ἄλλος ἄνθρωπος.  Ἡ ταραχή καί ὁ φόβος ἐξαφανίστηκαν. Ἡ ψυχή μου γαλήνεψε. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν αὔρα, ἤμουν σίγουρος στὸ βάθος ὅτι ὅλα τελείωσαν. Ἄρχισε μιὰ σειρὰ ἀπὸ θαύματα:
 Ἔνιωσα τὸν Ἅγιο Γέροντα Εὐσέβιο νὰ μὲ παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι νὰ μὲ κατεβάζει στὸ χειρουργεῖο. Κατέβηκα σάν νά πήγαινα μιά βόλτα στήν ἐξοχή. Εἶχα τήν πεποίθηση ὅτι δι’ εὐχῶν του ὅλα θά πᾶνε καλά. Καί ὄντως ἔτσι ἔγινε. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νά εἶναι ἕνα πολύ δύσκολο χειρουργεῖο ποὺ θὰ διαρκοῦσε πέντε καί πλέον ὧρες - ὅπως μᾶς εἶπε ὁ χειρουργός- δὲν κράτησε οὔτε δύο. Μοῦ ἀφαίρεσαν τή μισὴ ἄνω γνάθο καὶ τὴν ὑπερώα. Τὸ πρόσωπό μου θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι παραμορφωμένο μετὰ τὴν ἐπέμβαση, κι ὅμως βγῆκα ἀψεγάδιαστος, δέν φαίνεται σχεδόν τίποτα. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι μιὰ ὥρα μετά τήν ἐγχείρηση μιλοῦσα κι εἶχα ὅλες μου τίς δυνάμεις, σάν νά μήν εἶχα μπεῖ στό χειρουργεῖο.  Στὴ συνέχεια ἡ ἀνάρρωση ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση ἦταν ταχύτατη.
Καί τό μέγα θαῦμα:  Ὅλες οἱ ἱστολογικὲς βγῆκαν ἀρνητικές σὲ ὅ,τι ἀφαίρεσαν, καὶ δὲν ἦταν καὶ λίγα. Μισὴ γνάθος καὶ ὑπερώα. Δηλαδή, δὲν ἔχω πλέον καρκίνο, γιατὶ ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας «στήν πορεία ὅλα ἀλλάζουν» καί «ὁ μεγαλύτερος ἰατρός εἶναι ὁ Χριστός».
Τήν ἱστολογική τὴν περίμενα ἕνα μήνα, ἑνάμισι μήνα, ὅμως καμία ἀπάντηση. Στούς δυό μῆνες πῆγα μόνος μου στό παθολογοανατομικό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Μοῦ λέει ἡ διευθύντρια κ. Βουρλάκου:
— Ἐσύ εἶσαι ὁ Μιλτιάδης Μ.; Μᾶς παίδεψες πολύ. Δυό μῆνες ψάχνουμε στό δικό σου παρασκεύασμα πολλοί γιατροί, δέν βρήκαμε οὔτε ἕνα καρκινικό κύτταρο. (!) Στήν προηγούμενη ἱστολογική εἶχες καρκίνο μέχρι τά ὅρια τῆς ἐκτομῆς, τώρα οὔτε ἕνα καρκινικὸ κύτταρο δέν ὑπάρχει.  Ὅταν εἶδα τὴ γνάθο σου, ὑπέθεσα ὅτι ἦταν γνάθος ἀπὸ ατοκινηστικὸ ἀτύχημα τόσο καθαρὴ ἦταν.
— Εἶστε σίγουρη; Μήπως πρέπει νά τά πάω νά τά ἐξετάσουν καί κάπου ἀλλοῦ; τή ρώτησα.
Μὲ κοίταξε καὶ μοῦ ἀπάντησε μὲ βεβαιότητα:
—Ὑπογράφω ὅτι ἀπό τότε ποὺ χειρουργήθηκες στό Ρίο μέχρι καί πού χειρουργήθηκες σέ μᾶς ἤσουν γεμάτος καρκίνο. Τώρα δέν βρήκαμε τίποτα. Πράγμα πού δέν ἐξηγεῖται  ἰατρικά...
Οἱ γιατροὶ ἔψαχναν δύο μῆνες τὸν καρκίνο. Ὁ καρκίνος χάθηκε! Ἐξαφανίστηκε! Ὁπότε γλίτωσα καί τό Γολγοθά καί τόν ἐφιάλτη τῶν ἀκτινοβολιῶν, μέ ὅλες τίς μόνιμες ζημιές πού θά ἐπέφεραν στόν ἤδη ἐπιβαρυμένο ὀργανισμό μου.
            Μετά τό χειρουργεῖο, σέ μιά ἐπίσκεψη πού ἔκανα στόν χειρουργό μου στὸν Εὐαγγελισμό, ὅπου μέ βρῆκε πολύ καλά, τοῦ χάρισα τή βιογραφία καί μιά μικρή φωτογραφία τοῦ Γέροντα Εὐσεβίου. Τήν πῆρε συγκινημένος στά χέρια του καί εἶπε: «Αὐτός, λοιπόν, ἦταν μαζί μου στό χειρουργεῖο»;  Ἔτσι ἑρμήνευσε ὁ ἴδιος πῶς ἡ ἐπέμβαση ἔγινε τόσο εὔκολα καί γρήγορα καί τό ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ ἐξαφάνιση τοῦ καρκίνου.
            Σήμερα πλέον, Ὀκτώβριος τοῦ 2017, μετά ἀπό 3 χρόνια καί 6 μῆνες, ἥσυχος καί γαλήνιος γράφω αὐτή τή μαρτυρία, γιὰ νά γνωρίσουν κι ἄλλοι τό θαῦμα πού ἐπιτελέστηκε σ’ ἐμένα καί στήν οἰκογένειά μου, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καί τοῦ Γέροντα Εὐσεβίου Γιαννακάκη, πρός δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Εὐλογημένο τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου μας!
Τό θαῦμα ἐκτός ἀπό σωματικό ἦταν καί ψυχικό. Ψυχική καί πνευματική ἴαση ἔνιωσα πρῶτα καί ὕστερα σωματική. Πνευματική ἀναγέννηση, πού μοῦ ἐνέπνευσε ἡ ζωή καί τά λόγια τοῦ π. Εὐσεβίου καί ἡ εὐλογημένη Ἀδελφότητα πού ἄφησε στό Μοναστήρι του. Μὲ τὶς ἅγιες εὐχὲς τοῦ ὁσίου Γέροντα ἡ Ἱ. Μ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου μέ τήν Ἀδελφότητά της νά στέκεται πάντα σάν φάρος στίς φουρτοῦνες καί σάν κιβωτός στούς κατακλυσμούς. Ὅπως στάθηκε καί στέκεται σέ μένα καί στήν οἰκογένειά μου καί σέ ὅλους ὅσους προστρέχουν καί ἔρχονται σ΄αὐτό τό πνευματικό καταφύγιο. Στό καταφύγιο, πού τόν κάθε προσκυνητή τόν ὑποδέχονται «ἐπίγειοι ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ».
Ἅγιε Γέροντα, Ἅγιε Εὐσέβιε, Σ’ εὐχαριστῶ γιατὶ ἤμουν τυφλὸς καὶ μοῦ ἄνοιξες τὰ μάτια γιὰ νὰ γνωρίσω τὸν Γλυκύτατο Ἰησοῦ μας καὶ μ’ ἔκανες πολὺ εὐτυχισμένο. Ἀναγεννηθήκαμε πνευματικὰ καὶ βιώνουμε καταστάσεις ποὺ ποτὲ δὲν εἴχαμε νιώσει…

Ὁ πατὴρ Εὐσέβιος ζεῖ ὄχι μόνο στοὺς Οὐρανοὺς ἀλλὰ καὶ ἀνάμεσά μας (τὸ ἔχω βιώσει πάρα πολλὲς φορὲς αὐτό). Ἡ δύναμη πού ἔπαιρνα καί παίρνω πάντα, προσκυνώντας τόν τάφο τοῦ Γέροντα  καί πηγαίνοντας στό κελί του, δέν περιγράφεται. Τόν νιώθω κοντά μου. Τὸν ἔχουμε μέσα στὸ σπίτι μας. Ἔχουμε ἕναν Ἅγιο μέσα στὸ σπιτικό μας καὶ μποροῦμε νὰ τοῦ μιλᾶμε, νὰ τὸν παρακαλοῦμε, νὰ προσευχόμαστε. Δὲν ξέρετε τὶ γαλήνη εἶναι αὐτὴ σ’ ὅλη τὴν οἰκογένειά μας!   
Γι΄ αὐτό τόν εὐχαριστοῦμε καί τόν δοξάζουμε κάθε μέρα, κάθε ὥρα, κάθε στιγμή καί τόν ἔχουμε πλέον καθοδηγητή τῆς ζωῆς μας. Τόν ἔχουμε δάσκαλο, αὐτόν πού ἔζησε γιά 35 χρόνια μέσα στόν πόνο καί τούς πονεμένους στό Ἱπποκράτειο νοσοκομεῖο. Αὐτόν, πού ἦταν ὅλος ταπεινοφροσύνη, συγχωρητικότητα καί ἀγάπη. Ἀπέραντη ἀγάπη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἀκόμη καί γι΄ αὐτούς πού τόν εἶχαν βλάψει. Αὐτόν, πού εἶχε καθαρίσει τήν καρδιά του ἀπό κάθε ἁμαρτία καί γι΄ αὐτό ἀξιώθηκε νά λάβει τά χαρίσματα τῶν Ἁγίων καί τήν αἰώνια ζωή. Αὐτόν, πού ἦταν δοχεῖο τῆς χάριτος, πού ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί φώτιζε καί φωτίζει, καθοδηγοῦσε καί καθοδηγεῖ τούς χαμένους στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Εἶμαι σίγουρος ὅτι ἀπό κεῖ ψηλά πού εἶναι, κοντά στόν Χριστό μας, στήν Παναγία μας καὶ στούς Ἁγίους μᾶς προστατεύει. Δέν ξέρω ἄν εἶναι σωστό ἤ ὄχι, ἄν εἶναι ἁμαρτία, ἐγώ ὅμως τόν νιώθω Ἅγιο. Γιά μένα εἶναι ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος. Δέν ξέρω μέ ποιό ὄνομα θά ἀνακηρυχθεῖ κάποτε, ἀλλά σίγουρα θά ἀνακηρυχθεῖ Ἅγιος.

Ὅλοι μας νιώθουμε πὼς ὁ Γέροντας ἦταν καὶ εἶναι ἕνας Ἅγιος. Τοὺς Ἁγίους δὲν τοὺς κάνει ἕνα χαρτί, μιὰ Πατριαρχικὴ πράξη. Ἁπλῶς μιὰ Πατριαρχικὴ πράξη ἀναγνωρίζει αὐτὸ ποὺ βιώνει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, ἡ συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μιλτιάδης Μ. 

 --------------------------------------------------------------------------------------
Σημείωση ιστολογίου:
·       Η παρούσα ανάρτηση του ιστολογίου  «Αγιοπνευματικά»  αποτελεί την πρώτη κατ΄ αποκλειστικότητα δημόσια δημοσίευση  της  θαυματουργικής θεραπείας του κυρίου Μιλτιάδη Μ.  με τη χάρη του Θεού και τη θαυμαστή επέμβαση του ηγιασμένου Γέροντος Ευσέβιου Γιαννακάκη. Τη μαρτυρία, μας προσκόμισε ιδιοχείρως καταγεγραμμένη σε CD, ενώ τα πλήρη  στοιχεία του  βρίσκονται στη διάθεση παντός  ενδιαφερόμενου.
·       Τη φιλολογική επιμέλεια του κειμένου ανέλαβε η ευλογημένη Αδελφότης των μοναζουσών στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Βερίνο Αιγιαλείας, (της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας), η οποία ευτύχησε να έχει  κτίτορα και απλανή πνευματικό πατέρα και οδηγό τον μακαριστό Γέροντα.
·       Το όλο εγχείρημα για την παρούσα δημοσίευση έχει την ευλογία του  πατρός Θεοφάνους, θεοφώτιστου Αγιορείτη ιερομονάχου και  σύγχρονου πνευματικού πατρός της Αδελφότητος, γίνεται δε προς δόξαν Θεού, θεία παρηγορία και παιδαγωγία των ψυχών ημών. Αμήν!

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


ΟΙ ΠΡΕΣΒΕΙΕΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ


ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΑΓΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ!


Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

ΟΤΑΝ Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΣΤΑ ΚΑΡΟΥΛΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΟΝ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗ

Όταν ο Καζαντζάκης συνάντησε στα Καρούλια
τον Γέροντα Μακάριο τον Σπηλαιώτη

Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο», ἐκδ. Ἑλ. Καζαντζάκη, 1964

Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν᾿ ἀνέβω στ᾿ ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται· θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται· κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ· ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νά ῾χα κάμει ὡς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ᾿ ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.
Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ᾿ ἀσκηταριά· τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα· σὰ νὰ ῾χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός· δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά· ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ ῾δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν᾿ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ᾿ ἀγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα· μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ· σιγὰ-σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο· ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα· σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!

Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα· τὰ μαλλιά του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε· κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει· κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά ῾χε φάει.
Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστά μου· ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:

— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζί μου· δὲν ἔχει δύναμη· παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος· κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδί μου· μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα· αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου· θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος. 
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο· ν᾿ ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί· ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο· στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος· διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος· καλή ῾ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους· ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους· ἡ ζωή ῾ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!
Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει. 
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις· δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος· μὰ θ᾿ ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ᾿ ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;
Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του· ἀναστέναξε· καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ τόσο μεγάλη;

Κι ὡς τό ῾πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά ῾ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ᾿ ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου· συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».
Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμό μου· πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.

— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε· «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά ῾μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».
Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη· ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνή του τώρα εἶχε στερεώσει.
Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο· τὸ χέρι μου πάγωσε.

— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός· εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης· θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε· τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ᾿ το καλὰ στὸ νοῦ σου: 
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το! 
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος· δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα· τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἄλλος· ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει· βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν· γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε· εἶμαι εὐτυχής, παιδί μου· κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητὴ τῆς ζωής· μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς· ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε· ἄε στὸ καλό· ὁ Θεὸς μαζί σου. 
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα· καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΣΑΛΙΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕ 4 ΝΕΟΥΣ

Ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης, παρουσιάστηκε αρκετά χρόνια μετά την κοίμησή του, σε τέσσερα νέα παιδιά και τους μίλησε για το μυστήριο της εξομολόγησης.
Η συγκλονιστική περιγραφή του θαυμαστού αυτού περιστατικού, από ένα από τα παιδιά, που ήταν μπροστά (στο περιστατικό), στο παρακάτω βίντεο:

Ο μακαριστός Γέροντας Ιάκωβος έζησε οσίως σαράντα περίπου χρόνια στη Μονή του Οσίου Δαυΐδ, έχοντας προηγουμένως ζήσει «ευαγγελικώς» στον κόσμο τριάντα δύο χρόνια Δούλεψε στον Κύριο τηρώντας από τη νεότητα έως το γήρας ίση την προθυμία της ασκήσεως. Μιμήθηκε τον όσιο Δαυΐδ, και βάδισε στα ίχνη του. Οι ασκητικοί του αγώνες ήταν εφάμιλλοι των παλαιών οσίων που αναφέρονται στα Γεροντικά, αλλά και οι εναντίον του επιθέσεις, πνευματικές και αισθητές, του Σατανά, οι ποικίλοι πειρασμοί, δοκιμασίες και κακοπάθειές του ήταν ανάλογες με αυτές που αντιμετώπισαν πολλοί θεοφόροι Πατέρες.



Πηγή: dogma.gr

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο PΩΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

Ο Άγιος Ιωάννης ο Pώσσος και ο Όσιος Γέροντας Ιάκωβος της Εύβοιας
  
Ο Γέροντας Ιάκωβος τακτικά επισκεπτόταν τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο κυρίως πηγαίνοντας για την Αθήνα για τους γιατρούς που τον παρακολουθούσαν: «Κάποτε, έλεγε, πήγα και βλέπω τον Άγιο ζωντανό μέσα στη λάρνακά του. Του λέω:

–Άγιε μου πώς περνούσες στη Μικρά Ασία, τι αρετές είχες και αγίασες;
–Ο Άγιος μου απάντησε:
–Μέσα στην σπηλιά που ήταν στάβλος κοιμόμουνα και με τα άχυρα σκεπαζόμουνα τον χειμώνα για να μην κρυώνω. Είχα και την ταπείνωση και την πίστη.

Σε λίγο μου λέει:
-Περίμενε, πάτερ Ιάκωβε, γιατί ήρθαν τώρα δύο άνθρωποι και με παρακαλούν για ένα παιδί άρρωστο. Περίμενε να πάω να το βοηθήσω.
Ξαφνικά άδειασε η λάρνακα γιατί ο Άγιος έφυγε. Σε λίγη ώρα ξαναγύρισε, δεν τον είδα πώς γύρισε, αλλά τον είδα να τακτοποιείται μέσα στη λάρνακά του σαν ένας άνθρωπος»!

*****

Το Ιερό λείψανο του Αγίου Ιωάννη «αλλάζει πλευρό»- θέση όπως είναι ξαπλωμένο, ενίοτε και μπροστά στον κόσμο-προσκυνητές- και ακούγεται θόρυβος από εκεί. Μάλιστα, μια από τις φορές που έγινε αυτό, το 1990, ήταν παρών και ο μακαριστός και όσιος γέροντας Ιάκωβος, ηγούμενος της Ιεράς μονής του Οσίου Δαυίδ στην Εύβοια ο οποίος για να καθησυχάσει τον κόσμο που τρόμαξε είπε:
«Χριστιανοί μου μη φοβάστε, ο άγιος είναι ζωντανός απλά άλλαξε πλευρό…»

Είναι περίεργο ότι ένιωθε αλλιώς για τους άλλους Αγίους και αλλιώς για τον όσιο Ιωάννη το Ρώσο, τον όποιο μάλιστα καλούσε για βοήθεια μαζί με τον όσιο Δαβίδ. Όταν καλούσε και τους δύο, έδινε την εντύπωση ότι ο όσιος Ιωάννης ήτανε αναγκαίος ως νεώτερος, να τρέξει γρηγορότερα, επειδή ο όσιος Δαβίδ ήτανε γηραιός. Με τον όσιο Ιωάννη όμως δεν γινόταν επιτακτικός, όπως με τον όσιο Δαβίδ.
Ντρεπόταν ακόμη και να λειτουργήσει στο Προσκύνημα του όσιου Ιωάννη, στο Προκόπι. Του ζητούσαν:

-Ελάτε, π. Ιάκωβε, να λειτουργήσετε στον όσιο Ιωάννη.
Και κείνος απαντούσε:
–Είμαι άξιος εγώ ο χοϊκός να βρεθώ μπροστά στο θείο Ιωάννη!

Και πάντα, όταν πρόφερε το όνομα του όσιου Ιωάννη, τον οποίο συχνότερα έλεγε «θείο Ιωάννη» και «Ομολογητή», η φωνή του στις λέξεις «θείος» και «Ομολογητής» έπαιρνε μια μεγαλόπρεπη επισημότητα, λες κι έβλεπε τον άγιο μπροστά του και τον προσφωνούσε ως βασιλέα.


*****

Τον όσιο Ιωάννη όχι μόνο τον παρακαλούσε να συντρέχει στις ανάγκες των πιστών, μα τον έβλεπε ζωντανό, έξω από τη λάρνακα του, να σπεύδει σε βοήθεια. Το 1986, ο π. Ιάκωβος διηγόταν πως ο άγιος Ιωάννης εργάζεται ζωντανός έξω από τη λάρνακα. Τον ρώτησα χαμηλόφωνα, καθώς καθόμουν δίπλα του:
-Τον είδατε σεις έξω;

Ο γέροντας συνέχισε, γιατί στη συζήτηση βρισκόσανε κι άλλοι. Το ίδιο ερώτημα, του το έκανα δυο φορές ακόμα, χαμηλόφωνα, να μην ακούσουνε οι άλλοι. Τότε αφοπλιστικά, χωρίς ν’ αλλάξει ρυθμό, απάντησε:
-Αφού τον βλέπεις το πρωί, που μαζεύεται ο Άγιος και μπαίνει στη λάρνακα του! Είναι ώρες που δε βρίσκεται στη λάρνακα!

*****

Το θαύμα τούτο, ότι κάποτε ο Άγιος Ιωάννης δε βρίσκεται στη λάρνακα του, το έχουνε διαπιστώσει και άλλοι, όπως ο ιερέας-προϊστάμενος του Προσκυνήματος. Ο όσιος Ιωάννης αξίωνε το μακαριστό γέροντα με διαλογική συζήτηση εναργή και αφοπλιστική. Ακόμα περισσότερο, ο γέροντας έβλεπε ολόσωμο και ζωντανό τον Όσιο, με τον όποιο συζητούσε. Επιστρέφοντας από ιατρικές εξετάσεις, πέρασε, όπως πάντα, να προσκυνήσει τον όσιο Ιωάννη. 

Γονάτισε στη λάρνακα του οσίου και σε λίγο είδε τον Όσιο να του λέει, καθώς τα διηγήθηκε ο ίδιος ο γέροντας:
-Έχω μια δουλειά τώρα και πρέπει να φύγω. Εσύ να μη δεχτείς να κάνεις Εσπερινό μέχρι να επιστρέψω.

Όταν γύρισε ο Άγιος, του είπε:
–Νομίζεις ότι ευλογώ όλους όσους έρχονται εδώ; Να, αυτή τη γυναίκα, που προσκύνησε τώρα με τα παιδιά της, δεν την ευλόγησα.

«Γιατί»; ρώτησε ο π. Ιάκωβος.
-Γιατί βλαστημάει τα παιδιά της!

*****

Στις 15 Ιουλίου 1990, ημέρα Κυριακή, το πρωί, μόλις ο π. Ιάκωβος (Τσαλίκης) κατέβηκε από το κελλάκι του στο Ναό για την Θεία Λειτουργία, περιέγραφε μέσα στο ιερό με πρόσωπο εκστατικό σε Πατέρες της Μονής του όσα ο Θείος Ιωάννης ο Ρώσος «πνευματικώ τω τρόπω» του είχε πει την νύχτα που πέρασε –«ο Θεός οίδε πως»– εμπρός στην Ιερή Λάρνακα με το αδιαλώβητο σκήνος Του στο Ναό Του στο Προκόπι.

–«Νομίζουν πως κοιμάμαι, ότι είμαι νεκρός, και δεν με υπολογίζουν οι Χριστιανοί. Εγώ όμως είμαι ζωντανός. Τους πάντες βλέπω. Το σώμα μου είναι μέσα, αλλά εγώ εξέρχομαι πολλές φορές από την λάρνακά μου. Τρέχω ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους βοηθήσω. Πολύς ο πόνος. Αυτοί δε με βλέπουν. Εγώ τους βλέπω και τους ακούω τι λένε. Και πάλι μπαίνω στη λάρνακα μου. Αλλά άκουσε Πάτερ μου να σου πω. Πολλή η αμαρτία στο κόσμο, πολλή η ασέβεια και πολλή η απιστία».

–«Γιατί τα λες αυτά άγιέ μου»; Του απάντησα. «Δεν βλέπεις πόσος κόσμος έρχεται στη χάρη σου και σε προσκυνά»;
 «Πολλοί έρχονται, Πάτερ Ιάκωβε, αλλά λίγα είναι τα τέκνα μου», πρόσθεσε ο Όσιος και συνέχισε.
– «Για αυτό πρέπει να γίνει πόλεμος. Γιατί πολλή η αμαρτία στον κόσμο».
–«Όχι, άγιε μου» του είπα ταραγμένος. «Από μικρό παιδί όλο σε πολέμους και ταλαιπωρίες βρέθηκα. Στην Μικρά Ασία που γεννήθηκα αλλά και όταν ήλθαμε στην Ελλάδα. Ύστερα άγιε μου αν γίνει έξαφνα ο πόλεμος θα χαθούν και ψυχές πριν προφτάσουν να μετανοήσουν».
–«Πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος», απάντησε λυπημένα με μια σταθερή φωνή ο Όσιος». 

Πηγή: Από το βιβλίο «ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης». 

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

ΓΕΡΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ: ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΜΕ ΦΙΔΙΑ, ΑΡΚΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΛΑΓΟΥΣ!

Θαυμαστή συγκατοίκηση μέ φίδια, ἀρκοῦδες καί λαγούς!
Ἐξαίσιες διηγήσεις ἀπό τήν ἀσκητική ζωή
τοῦ γέροντα Βασιλείου τοῦ Καυσοκαλυβίτη

ΜΕΡΟΣ Β'
Τοῦ Διονύση Μακρῆ

«Ἕνα φίδι, ἕνα φίδι. Πάτερ ἕνα τεράστιο φίδι χώθηκε μέσα στήν ἀποθήκη μέ τά ἐργαλεῖα» φώναξε τό νεαρό παλικάρι ἀπό τό Λουτράκι. Τό πρόσωπό του ἦταν κατακόκκινο ἀπό τό φόβο του. Ὁ γέροντας Βασίλειος ὁ Καυσοκαλυβίτης πετάχτηκε σάν ἀστραπή ἔξω ἀπό τό κελί του. Ὁ νεαρός ἔντρομος τοῦ εἶπε: «Συγνώμη γέροντα δέν τό πρόλαβα. Πῆρα τό φτυάρι νά τό χτυπήσω ἀλλά ἐκεῖνο θαρρῶ πῶς μπῆκε μέσα στήν ἀποθήκη σου. Ἦταν σχεδόν δύο μέτρα»!
-Τί ἔκανες βρέ ἀθεόφοβε; Ἐλπίζω νά μήν τό χτύπησες. Εἶναι ἡ  ὥρα νά φάει γι’ αὐτό ἐρχόταν, εἶπε ὁ π. Βασίλειος.
-Μά...  δέν ἤξερα, ψιθύρισε ὁ νεαρός ἔκπληκτος ἀπό τήν ἀντίδραση τοῦ γέροντα καί ταυτόχρονα ἔσκυψε τό κεφάλι.
- Καλά –καλά, μήν στεναχωριέσαι. Ἔλα νά τό ψάξουμε μαζί. Εἶναι πολύ φιλικό. Ἔλα βρέ εὐλογημένε νά σέ συστήσω στό φίλο μου.
-Δέν θέλω γέροντα, δέν θέλω. Ξέρεις ἀπό μικρό παιδί φοβᾶμαι πολύ τά φίδια.

Ὁ γέροντας δέν ἀπάντησε. Ἔσκυψε πῆρε ἕνα τενεκεδάκι κι ἄρχισε νά τό χτυπᾶ ρυθμικά πηγαίνοντας κοντά στήν ἀποθήκη. Γιά δέκα λεπτά ἔκανε τό ἴδιο χωρίς νά μιλᾶ. Στή συνέχεια πῆγε στό μικρό μπαξέ πού διατηροῦσε καί ἔκανε πάλι τό ἴδιο.
Καί ξαφνικά ἀπό ἕνα θάμνο πού βρισκόταν κοντά στήν ἀποθήκη ἄρχισε νά βγαίνει τό φίδι. Ἦταν καφέ καί ἄσπρο.
-Ἔλα εὐλογημένο κι ἀνησύχησα. Νόμιζα πώς τραυματίστηκες. Ἔλα νά σέ γνωρίζω στό Βαγγέλη. Εἶναι καλό παιδί, ἀλλά λίγο τό φόβισες. Ἔλα νά τοῦ δείξεις πόσο ἀγαπᾶς τήν Παναγία μας. Νά τοῦ μάθεις νά κάνει καί καμιά μετάνοια, μήπως δεῖ καμιά προκοπή στή ζωή του, εἶπε χαμογελώντας ὁ γέροντας, ὁ ὁποῖος κατά κοινή ὁμολογία αὐτῶν πού τόν γνώρισαν εἶχε πάντοτε πολύ χιοῦμορ... 

Τό φίδι ἀκολούθησε τόν γέροντα μέχρι τήν αὐλή τοῦ κελιοῦ. Ὁ Βαγγέλης εἶχε μαζευτεῖ στήν πόρτα, ἕτοιμος νά μπεῖ μέσα ἄν κάτι πήγαινε στραβά.  Ὅλα αὐτά πού ἔβλεπε τά θεωροῦσε ἐντελῶς ἀλλόκοτα. Πρώτη φορά ἔβλεπε ἕνα τεράστιο φίδι, νά ἀκολουθεῖ σάν ὑπάκουο σκυλάκι ἕναν παράξενο καλόγερο. Κι αὐτό ἀκριβῶς τοῦ ἐνίσχυε τό φόβο του.
-Φέρε βρέ εὐλογημένε λίγο γάλα. Κόψε καί μία φέτα ψωμί. Καί ἔλα νά σοῦ γνωρίσω ἕναν καλό φίλο, εἶπε χαμογελώντας  ὁ γέροντας.

Ὁ Βαγγέλης ἀμέσως ἀνταποκρίθηκε στήν ἐντολή του. Ἄλλωστε, θεωροῦσε πώς ἦταν καλύτερο νά εἶναι μέσα στό κελί ἀπό τό νά παραμείνει στήν αὐλή μαζί μέ τόν γέροντα καί τό τεράστιο φίδι. Βγαίνοντας ἔξω μέ τό γάλα καί τό ψωμί, βρέθηκε μπροστά σέ μία εἰκόνα πού δέν πρόκειται ποτέ νά λησμονήσει στή ζωή του. Τό φίδι ἦταν κουλουριασμένο στά πόδια  τοῦ γέροντα κι ἐκεῖνος στοργικά τό χάιδευε στό κεφάλι.

-Ἔλα, ἔλα Βαγγέλη νά δεῖς τί μετάνοιες κάνει στήν Παναγία μας. Νά πάρε καί τό κεσεδάκι καί βάλε λίγο γάλα. Τρίψε καί λίγο ψωμάκι καί ἀκούμπησέ το ἐκεῖ στήν ἄκρη.
-Γέροντα εἶσαι σίγουρος ὅτι δέν θά μέ πειράξει;
-Ὄχι εὐλογημένε γιατί νά σέ πειράξει. Πλασματάκι τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτό.
-Νά, γιατί πῆγα προηγουμένως νά τό σκοτώσω. Δέν ἤξερα ὅτι τό ἔχεις σάν κατοικίδιο;
- Μήν φοβᾶσαι. Νά ἔλα νά τό χαϊδέψεις γιά νά λυθεῖ ἐπί τόπου ἡ παρεξήγηση.
-Θά ἀστειεύεσαι γέροντα. Καί πού τό βλέπω τόσο κοντά τρομάζω, ὄχι καί νά τό χαϊδέψω.
-Καλά, καλά.

Τό φίδι ἀφοῦ ἔφαγε ἀπό τό τενεκεδάκι τό ψωμί καί ἤπιε τό γάλα στεκόταν καί κοιτοῦσε τό γέροντα σάν νά τοῦ μιλοῦσε, σάν νά τόν εὐχαριστοῦσε.
-Τήν Παναγιά μας νά εὐχαριστεῖς εὐλογημένο, τήν Παναγιά μας εἶπε ὁ γέροντας.
Καί τότε τό φίδι ἄρχισε ρυθμικά νά σηκώνει τό κεφάλι καί νά τό κατεβάζει, λές καί ἔκανε μετάνοιες. Ἔπειτα γύρισε καί ἔφυγε πρός τό μέρος τοῦ μικροῦ κήπου πού διατηροῦσε ὁ γέροντας Βασίλειος, κοντά στό κελί του.

-Βαγγέλη ἡ ἀντίδρασή σου μοῦ θύμισε ἕναν φίλο μου δικαστικό ἀπό τή Θεσσαλονίκη πού τρία χρόνια πρίν μέ εἶχε ἐπισκεφθεῖ. Κι ἐκεῖνος σάν καί σένα φοβόταν πολύ τά φίδια. Ἔμεινε δύο μέρες φιλοξενούμενός μου καί θέλησε νά μέ βοηθήσει στίς ἐργασίες μου. Τά χέρια του ὅμως ἦταν βελούδινα. Τοῦ εἶπα νά πάει στίς ντοματιές καί νά ξεριζώσει τά ἀγριόχορτα πού εἶχαν φυτρώσει δίπλα στίς ρίζες. «Τράβα –τοῦ εἶπα- ἀλλά νά προσέχεις. Μή δεῖς κανένα φίδι καί τρομάξεις καί μοῦ χαλάσεις τίς ντοματιές». Ἐκεῖνος χαμογέλασε πιστεύοντας πώς ἀστειεύομαι. Δέν πέρασαν δύο λεπτά καί τόν ἀκούω νά οὐρλιάζει στήν κυριολεξία. Ἔτυχε νά περνᾶ ἀπό ἐκεῖ τό φίδι πού εἶδες καί ἐσύ. Μέ τό πού τό εἶδε ὁ εὐλογημένος ἄρχισε νά τρέχει καί νά χοροπηδᾶ σάν τρελός. Μοῦ πάτησε δύο ντοματιές. Εὐτυχῶς δέν ἔκανε πολύ μεγάλη ζημιά. «Νόμιζα γέροντα ὅτι ἀστειεύεσαι ἀλλά ἀπό ὅτι διαπιστώθηκε δέν ἦταν καθόλου ἀστεῖο»! Τόν καθησύχασα  καί τοῦ εἶπα πώς τό φίδι εἶναι ὑπάκουο καί ζεῖ στήν αὐλή σάν κατοικίδιο. Μετά λίγες ὧρες τοῦ πρότεινα νά μοῦ φέρει ἕνα σκαλιστήρι ἀπό τήν ἀποθήκη ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νά πάει, μή τυχόν καί τό συναντήσει πάλι.
-Βλέπεις γέροντα κοτζάμ δικαστικός φοβήθηκε, δέν θά φοβόμουν τοῦ λόγου μου! Φοβήθηκε καί τρόμαξε αὐτός πού δέν διστάζει νά κλείσει ἐγκληματίες στή φυλακή καί περιμένατε νά μήν φοβηθῶ ἐγώ.

Ἀπό τότε ὁ Βαγγέλης συμπεριλάμβανε σέ κάθε προσκύνημα στό Ἅγιο Ὄρος καί τά Καυσοκαλύβια. Ἔμενε πάντα στό κελί τοῦ πατέρα Βασιλείου. Ἐκεῖ ἀναπαυόταν, ἀφοῦ ὁ γέροντας τοῦ μάθαινε πράγματα πού τόν βοηθοῦσαν νά χαράξει μία καλή πορεία στή ζωή του. Ἦταν Μάρτιος, ἀρχές Ἀνοίξεως, ὅταν ἐπισκέφθηκε γιά δεύτερη φορά τόν γέροντα. Ἡ περίοδος τοῦ χειμώνα ἄλλωστε δέν ἐνδείκνυται γιά προσκυνηματικές ἐπισκέψεις στήν ἔρημο τῶν Καυσοκαλυβίων, ἀφοῦ ἐπικρατεῖ σχεδόν μονίμως θαλασσοταραχή πού δέν ἐπιτρέπει σέ σκάφος νά ἔχει πρόσβαση στό φυσικό λιμανάκι. Καί κατά τή δεύτερη ἐπίσκεψη του ἔγινε ἀδιάψευστος μάρτυρας  μίας ἁρμονικῆς σχέσης, πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἀνάμεσα σέ ἕνα κότσυφα καί τόν γέροντα.  Ὁ κότσυφας ἐρχόταν καί τίς δύο ἡμέρες πού ἔμεινα στό κελί μόλις ξημέρωνε ἀλλά καί λίγο πρίν σουρουπώσει. Ἐρχόταν λίγα λεπτά ἀφότου ὁλοκληρωνόταν ὁ κανόνας τοῦ γέροντα. Μέ τό ράμφος του χτυποῦσε τό παράθυρο. Ὁ γέροντας τότε τοῦ ἄνοιγε καί τοῦ ἔδινε νά φάει λίγα ψίχουλα ψωμί. Τά ἔτρωγε μέσα ἀπό τήν παλάμη του καί ἔφευγε. Μάλιστα τή δεύτερη ἡμέρα ὁ κότσυφας χτυποῦσε στό δικό μου παράθυρο. Ἔτρεξα καί φώναξα τόν γέροντα, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε «ἄχ τό καημένο τό πουλί. Θά χτυποῦσε σέ μένα ἀλλά βλέπεις εἶμαι περήφανος στά αὐτιά (δηλαδή δέν ἄκουγε καλά) καί δέν τό ἄκουσα. Ἄντε βρέ Βαγγελάκι ἄνοιξέ του καί δώστου λίγα ψιχουλάκια νά φάει». Ὁ κότσυφας ἔφαγε ἀπό τό χέρι μου, χωρίς νά φοβηθεῖ ἐνῶ τήν ὅλη σκηνή παρακολουθοῦσε τό ἄγρυπνο μάτι τοῦ παππούλη. «Βαγγέλη βρίσκεσαι σέ καλό δρόμο. Κάνει καλή δουλειά ὁ πνευματικός σου. Ὁ κότσυφας δέν φοβήθηκε» μοῦ εἶπε χαριτολογώντας. Ὡστόσο ἤξερα ὅτι τό ὑποτιθέμενο κατόρθωμά μου ἔγινε χάρη στίς προσευχές τοῦ γέροντα.  Ἡ θερμή προσευχή τοῦ γέροντα  εἶχε μετατρέψει τό κελί του καί τό περιβάλλον γύρω ἀπ’ αὐτό σέ ἀληθινό παράδεισο.
Ἀνάλογα περιστατικά ἔχουν νά διηγηθοῦν κι ἄλλα πνευματικά παιδιά τοῦ γέροντα. Περιστατικά πού σχετίζονταν μέ τήν παραμονή του στό Χαρίσσειο Γηροκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης ἀλλά καί τή μακράν διαμονή του στήν Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας στήν Κλεισούρα.

Ὁ γέροντας εἶχε ἀναπτύξει ἰσχυρούς πνευματικούς δεσμούς μέ τόν μακαριστό Μητροπολίτη Σισανίου καί Σιατίστης Ἀντώνιο. Συναντιόντουσαν πολύ συχνά καί γιά ὧρες ὁλάκερες συνομιλοῦσαν. Τό ἐπίκεντρο τῆς συζήτησης τους ἀποτελοῦσε πάντα ὁ Σωτήρας Χριστός. Ὁ ἅγιος Μητροπολίτης Ἀντώνιος εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ στά πνευματικά του παιδιά ὅτι ὁ καλός Θεός εἶχε δώσει τό διορατικό χάρισμα στόν πατέρα Βασίλειο ἀπό τήν ἐποχή πού ἀσκήτευε γιά πολύ καιρό σέ μία σπηλιά στό Ἅγιο Ὄρος. Τούς ἔλεγε ἀκόμη ὅτι ὁ γέροντας Βασίλειος, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης μιλοῦσε μέ τά ἄγρια ζῶα. Καί τούς διηγήθηκε πώς ὁ ἴδιος εἶχε γίνει μάρτυρας τῆς στενῆς σχέσης πού εἶχε ἀναπτύξει μέ μία ἀρκούδα πού ζοῦσε στό κοντινό δάσος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Κλεισούρας.

«Κάποτε διανυκτέρευσα στό μοναστήρι. Δέν ὑπῆρχε ἄλλος προσκυνητής. Ὅταν τελείωσε ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου ἀκούστηκαν οἱ φωνές τῆς ἀρκούδας. «Συγνώμη Σεβασμιώτατε, ξέχασα νά ταΐσω τό ζωντανό καί τό καημένο φωνάζει» εἶπε καί ἔτρεξε πρός τήν κουζίνα τῆς Μονῆς.
Πίστευα πώς λέγοντας ζωντανό θά ἐννοοῦσε καμιά κατσικούλα. Ἐκεῖνος ἔτρεξε στήν πόρτα τῆς Μονῆς, τήν ἄνοιξε καί τότε ἔκπληκτος εἶδα νά μπαίνει στό μοναστήρι μία ἀρκούδα.
-Ἔχουμε τό δεσπότη σήμερα. Δέν θά μπορέσεις νά μείνεις στό μοναστήρι, τῆς εἶπε ὁ γέροντας ἐνῶ ταυτόχρονα ἅπλωσε τό χέρι του καί τῆς ἔδινε νά φάει τά ἀποφάγια πού εἶχε κρατήσει ἀπό τό μεσημέρι μέσα σέ ένα πλαστικό κουβαδάκι. Καί πρόσθεσε:
-Ἔλα αὔριο τό πρωί πάλι. Ἄντε τώρα πήγαινε στήν εὐχή τοῦ Χριστοῦ. 
-Ἄστ’ τήν ἀρκουδίτσα νά μείνει στό μοναστήρι εὐλογημένε. Ἐμένα δέν μέ ἐνοχλεῖ.
-Ὄχι Σεβασμιώτατε, τά χαράματα θά ἔρθουν προσκυνητές ἀπό τή Θεσσαλονίκη γιά νά λειτουργηθοῦν καί θά ἀνέβει καί ὁ παπά Δημήτρης, πού ἔμαθε γιά τήν παρουσία σου στό μοναστήρι. Μπορεῖ νά συναντήσουν τήν ἀρκούδα καί νά φοβηθοῦν. Ἄντε ἀρκουδίτσα μου στό καλό.

Ἐκείνη λές καί κατάλαβε τί ἀκριβῶς τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Γύρισε πρός τήν ἐξωτερική πόρτα καί μέ ἕνα γρύλλισμα, σάν κι αὐτό πού κάνουν ἀπό ἱκανοποίηση τά σκυλιά ἔφυγε.  Στό μοναστήρι ἐκτός ἀπό τή φιλία πού εἶχε ἀναπτύξει μέ τήν ἀρκούδα τόν συντρόφευε κι ἕνας λαγός, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξοικειωθεῖ ἀκόμη καί μέ τούς προσκυνητές. Ὁ γέροντας Βασίλειος ὁ Καυσοκαλυβίτης πάντοτε εἶχε ἕνα καρότο διαθέσιμο γιά νά τοῦ δώσει. Μία πνευματική κόρη του ἀπό τήν Καστοριά ἀποθανάτισε σέ φωτογραφία τόν γέροντα νά ταΐζει στόν καναπέ τό λαγό.

Κατά τήν παραμονή του στό Χαρίσσειο Γηροκομεῖο στή Θεσσαλονίκη ὁ γέροντας εἶχε ἀντίστοιχη φιλία μέ ἕνα περιστέρι, τό ὁποῖο ὅταν δέν ὑπῆρχαν ἐπισκέψεις στό δωμάτιο, ἔμπαινε ἀπό τό παράθυρο καί τοῦ κρατοῦσε συντροφιά.
-Φύγε τώρα, ἔρχονται κάποιοι νά μέ δοῦν τοῦ ἔλεγε ὁ γέροντας κι ἐκεῖνο ἀμέσως πετοῦσε ἔξω ἀπό τό δωμάτιο. Ἡ μαρτυρία αὐτή διασώθηκε ἀπό μία κυρία, ἡ ὁποία ἐπισκέφθηκε τόν γέροντα μέ τούς δύο γιούς της.  Ἦταν στήν πόρτα, ὅταν ἄκουσε τήν ἀνωτέρω στιχομυθία. Ἄνοιξε τήν πόρτα καί ὄχι μόνο εἶδε τό περιστέρι νά κάθεται ἤρεμα στόν ὦμο τοῦ γέροντα ἀλλά ἔγινε αὐτήκοος μάρτυς πού τοῦ ἔλεγε νά πετάξει ἔξω ἀπό τό δωμάτιο. Κι ἐκεῖνο ἀμέσως ἐξῆλθε.  

Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ, Θεολόγος, Δημοσιογράφος 
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2017

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΗ

ΜΕΡΟΣ Α'
ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΚΡΗ

Χωμένος στό εργαστήρι του, τό μικρό ξυλουργείο πού διατηρούσε σέ ειδικά διαμορφωμένο χώρο δίπλα στό ασκητικό του κελί στήν έρημο των Καυσοκαλυβίων τού Αγίου Όρους και άφοσιωμένος στό εργόχειρό του, την κατασκευή μικρών ξύλινων σταυρών, ό γέροντας ασκητής αδυνατούσε νά ακούσει τό νεαρό διάκο του δεσπότη, ό όποιος έστεκε στήν αυλόπορτα του κελιού των Είσοδίων τής Θεοτόκου.

Ευλογείτε, γέροντα. Γέροντα εύλογείτε, φώναζε καί ξαναφώναζε άλλά άπόκριση δεν έπαιρνε. Πήρε τότε την άπόφαση καί άνοιξε την αυλόπορτα μπαίνοντας μέσα. Πήγε κατευθείαν στό χώρο άπό όπου άκουγόταν ό θόρυβος. Είδε τόν γέροντα σκυμμένο νά σκαλίζει μέ επιμέλεια καί άφοσίωση ένα ξύλο ένώ ταυτόχρονα έλεγε συντονισμένα τήν προσευχή «Κύριε ήμών Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού έλέησόν με». Είχε γυρισμένη τήν πλάτη καί δέν είδε πού μπήκε ό νεαρός διάκονος.
Ωστόσο, χωρίς νά γυρίσει νά τόν δει είπε: «Καλώς τον-καλώς τον!» -Γέροντα ευλογείτε!
-Ό Κύριος Ιησούς Χριστός νά σέ ευλογεί καί νά σέ ενδυναμώνει στό δρόμο της σωτηρίας.
- Μέ έστειλε ό δεσπότης νά σου πώ, πώς σέ λίγο αναχωρεί. Θά ήθελε νά σέ χαιρετίσει.
-Δέν έρχομαι, δέν έρχομαι! Πες στό Σεβασμιώτατο ότι θά τόν έπισκεφθώ αύριο στό κελί του. Άλλωστε ή Παναγία μας με πληροφόρησε ότι θά τόν κρατήσει έναν ολάκερο μήνα στό Περιβόλι Της.
-Γέροντα δέν καταλάβατε. Ό δεσπότης έχει έτοιμασθεί γιά νά άναχωρήσει. Θά βγει έξω.
-Πήγαινε Διάκο καί πές του πώς θά τον δώ αύριο.

Ό νεαρός διάκονος έκανε μία βαθειά ύπόκλιση στόν γέροντα καί γύρισε στό κελί πού διατηρούσε ό δεσπότης στά Καυσοκαλύβια, προκειμένου αύτός άλλά και τά καλογέρια του νά άναπνέουν αγιορείτικο άέρα και θυμίαμα καί νά λαμβάνουν τίς ξεχωριστές καί μοναδικές πνευματικές δωρεές καί ευλογίες πού ή Αγία Θεοτόκος προσφέρει στους «κηπουρούς» τού περιβολιού Της!
-Σεβασμιώτατε, ό γέροντας είπε πώς θά σάς δει αύριο. Αρνήθηκε νά έρθει λέγοντας ότι ή Παναγία θά σάς κρατήσει άκόμη ένα μήνα στά Καυσοκαλύβια.
-Τού είπες βρέ εύλογημένε πώς φεύγω.
- Ναί σεβασμιώτατε, τό είπα πολλές φορές άλλά φαίνεται πώς δέν τό κατάλαβε.
-Δέσποτα μήν τόν παρεξηγείς τόν παπά- Βασίλειο. Έχει πολλές παραξενιές, είπε ένας άλλος μοναχός.
-Καλά-καλά. Τό μουλάρι είναι έτοιμο;
-Ναί, ελάτε νά σάς βοηθήσουμε νά ανεβείτε γιατί έχουμε άρκετό δρόμο μπροστά μας. Τό πλοίο δέν θά έρθει στά Καυσοκαλύβια λόγω καιρού καί πρέπει νά πάμε άπό τό μονοπάτι μέχρι τή Σκήτη τής Αγίας Αννας. Εκεί θά προσεγγίσει τό ταχύπλοο, πού θά μάς μεταφέρει στήν Ούρανούπολη.

Ο Δεσπότης, αφού άσπάστηκε με εύλάβεια τίς ιερές εικόνες καί τά καλογέρια πού θά έμεναν στό κελί άνέβηκε στά ζωντανό. Ακολούθησαν πίσω του δύο ιερομόναχοι καί ό διάκος καθώς καί δύο λαϊκοί, πνευματικά παιδιά τού φιλομόναχου επισκόπου, ένας έκ τών οποίων ήταν γιατρός.
Δέν είχε περάσει ούτε μισή -ώρα άπό τήν άναχώρηση του, όταν οι μοναχοί πού είχαν μείνει πίσω στό κελί, είδαν τή συνοδεία τού επισκόπου καί τόν ίδιο νά επιστρέφουν.
-Σεβασμιώτατε τί πάθατε, γιατί γυρίσατε πίσω;
-Δέν βλέπεις βρέ εύλογημένε τό πόδι μου; Κάτι τρόμαξε τό μουλάρι καί μέ έριξε κάτω. Εύτυχώς πού δέν έσπασα τό πόδι μου, όπως λέει ό Κώστας (σ.σ. ό γιατρός)
-Είναι πάντως πολύ δυνατό τό χτύπημα. Φοβάμαι σεβασμιώτατε, μήν τυχόν καί τό έχετε ραγίσει. Γϊ αυτό καλό θά ήταν νά τό κρατήσετε σέ άκινησία 20-30 ήμέρες, μίας καί άδυνατούμε νά βγάλουμε άκτίνες γιά νά δούμε τό μέγεθος τής ζημιάς. Τό θετικό είναι, όπως ήδη σάς είπα, ότι μπορείτε καί κουνάτε τό πόδι σας καί τό πατάτε. 'Η Παναγιά σάς φύλαξε δεσπότη μου καί δέν χτυπήσατε σέ καμιά πέτρα πέφτοντας..
- Ναί Κώστα είδες τίς πέτρες πού ήταν μόλις ένα μέτρο πιό κάτω άπ’έκεϊ πού μέ έριξε τό μουλάρι. Ο Χριστός καί ή Παναγιά μέ φύλαξαν.
Καταπονημένος ό Επίσκοπος ξάπλωσε νά ξεκουραστεί, αφού οί πόνοι άπό τό χτύπημα ήταν πλέον πιό έντονοι.

Ή είδηση τού άτυχου συμβάντος κυκλοφόρησε άστραπιαία σέ όλη τή σκήτη τών Καυσοκαλυβίων. Όλοι τό έμαθαν έκτός άπό τόν παράξενο -απόμακρο μοναχό τόν π. Βασίλειο. Πολλοί μοναχοί έτρεξαν γιά νά ευχηθούν περαστικά στόν τραυματισμένο Επίσκοπο άλλά δέν μπόρεσαν νά τόν δούν προσωπικά, αφού ό Κώστας ό γιατρός, τού συνέστησε ξεκούραση.

Τήν επόμενη ήμέρα τό πρωί ό δεσπότης πονούσε λιγότερο. Μέ δυσκολία ώστόσο, παρακολούθησε τό μοναχικό κανόνα, μεσονυκτικό καί όρθρο καί κοινώνησε τών άχράντων μυστηρίων. Ήταν περίπου 11 τό πρωί, όταν τό κατώφλι τού επισκοπικού κελιού στά Καυσοκαλύβια περνούσε ό παπά-Βασίλειος.
Μόλις τόν είδε ό διάκος νά στέκεται αγέρωχα στήν πόρτα θυμήθηκε τά προορατικά λόγια του, ότι ό δεσπότης θά έμενε άλλον έναν μήνα στά Καυσοκαλύβια κατά τήν πληροφόρηση πού είχε άπό τήν Παναγία μας.
-Ευλογείτε σεβασμιώτατε, ευλογείτε!
-'Ο Κύριος πάτερ μου, ό Κύριος. Κάτσε τού λόγου σου νά πιούμε ένα καφεδάκι.
-Γιατί είναι μπαταρισμένο σεβασμιώτατε τό πόδι σας; Τί πάθατε; Ρώτησε μέ διαγραφόμενη έκπληξη καί άπορία στό πρόσωπό του ό παράξενος ψηλός στό άνάστημα μοναχός.
Τότε ο δεσπότης θυμήθηκε τά λόγια πού είπε ό πάπα-Βασίλης στό Διάκο του.
-Έχω ένα παράπονο Βασίλειε νά σου εκφράσω. Καλά είπες στό Διάκο μου ότι ή Παναγία σέ πληροφόρησε πώς θά μείνω άκόμη ένα μήνα καί άρνήθηκες χθές νά έρθεις νά μέ κατευοδώσεις. Δέν μπορούσες μωρέ εύλογημένε νά μέ ενημερώσεις νά μήν φύγω καί πάθω τό άτύχημα; είπε χαριτολογώντας ό Επίσκοπος.
- Μά τί συνέβη; Γιά ποιό άτύχημα μιλάτε σεβασμιώτατε;
-Δέν έμαθες πώς μέ γκρέμισε τό μουλάρι καθώς πηγαίναμε άπό τό μονοπάτι γιά τή Σκήτη τής Αγίας Αννας;
-Όχι, όχι! Ευλογείτε σεβασμιώτατε δέν τό έμαθα. Χτυπήσατε πολύ;
-Χτύπησα, όσο χρειάζεται νά μείνω, όπως είπες στό Διάκο ένα άκόμη μήνα, ένώ τρέχουν πολλά θέματα στή Μητρόπολή μου.
-Έτσι ήθελε ή Παναγιά Σεβασμιώτατε...
Φαίνεται πώς σάς χρειάζεται στό περιβόλι Της.

'Ο δεσπότης γνώριζε ότι ό παπά-Βασίλειος ό Καυσοκαλυβίτης έφερε ώς δώρο τής Παναγίας τό προορατικό χάρισμα. Έτσι άπό διάκριση άπέφυγε νά τόν ρωτήσει γιά τό πώς γνώριζε ότι ή παραμονή του έκτος των δύο εβδομάδων πού ήδη είχαν συμπληρωθεί θά έπιμηκυνόταν γιά άλλες τριάντα ήμερες!

Σ’ αντίθεση με τόν Επίσκοπο ό νεαρός Διάκος κινούμενος κυρίως άπό περιέργεια καί έκ τής άπουσίας πνευματικής πείρας άπευθύνθηκε στόν γέροντα Βασίλειο.
-Γέροντα γνωρίζατε ότι θά πάθαινε ατύχημα ό δεσπότης καί μού τό άποκρύψατε;
-“Οχι, εύλογημένε. Έάν είχα τέτοια πληροφορία θά τήν άπέκρυπτα. Χριστιανοί είμαστε...
-Τότε γιατί δεν άνταποκριθήκατε στήν πρόσκληση τού σεβασμιωτάτου καί μου είπατε πώς θά τόν δείτε σήμερα;
-Διάκο γίνεσαι αυθάδης καί άσεβής άπέναντι στόν γέροντα! Είπε τότε ό δεσπότης, προσπαθώντας νά δώσει τέλος στήν αύθάδεια τού νεαρού διακόνου του.
-Άστο σεβασμιώτατε, τό παιδί. Έχει καλή διάθεση καί άπό αγάπη με ρωτάει.
'Ο διάκονος άπό ντροπή λόγω τής δημόσιας έπίπληξης τού δεσπότη είχε κοκκινίσει σάν τό παντζάρι καί είχε σκύψει τό κεφάλι, ώς ένδειξη άναγνώρισης τού λάθους του, τό όποιο προκλήθηκε άπό τήν πνευματική απειρία καί τήν άπουσία άνάλογων βιωμάτων.
'Ο παπά -Βασίλης μέ μία μόνο δρασκελιά έφθασε τότε δίπλα του καί τόν άγκάλιασε. Εκείνος αύθόρμητα γονάτισε πιάνοντας μέ τά χέρια του τά πόδια τού παράξενου γέροντα.
-Σεβασμιώτατε, μιάς καί θά μείνετε δεν μου στέλνεις τό διάκο αύριο νά μέ βοηθήσει νά μεταφέρουμε λίγες πέτρες; Φαίνεται γεροδεμένο παιδί.
-Μέ τήν ευχή μου Βασίλειε, πάρτον μαζί σου νά σέ βοηθήσει.

Τήν έπόμενη ήμερα ό διάκος στεκόταν πρωί-πρωί έξω άπό τήν πόρτα τού πατρός Βασιλείου στό κελί τών Είσοδίων τής Θεοτόκου στά Καυσοκαλύβια.
'Ο γέροντας του έγνεψε νά περάσει μέσα καί τόν οδήγησε στήν Εκκλησία γιά νά προσκυνήσει.
Μέσα στό κελί ύπήρχε τάξη.
“Ολα ήταν τακτοποιημένα.
'Ο γέροντας τού πρότεινε νά καθίσει σέ ένα μικρό σκαμνάκι μέχρι νά έτοιμάσει ένα κέρασμα.
-Από πού είσαι διάκο;
- Άπό τήν Αθήνα γέροντα. Στήν Αθήνα γεννήθηκα καί μεγάλωσα. Οι γονείς μου όμως κατάγονται άπό τήν Κρήτη ό πατέρας μου καί άπό τή Νάξο ή μητέρα μου άλλά ζουν μόνιμα στόν Πειραιά.
- Γέροντα-συνέχισε ό διάκος-συγνώμη γιά τή χθεσινή άπρέπειά μου.

-Συγχωρεμένος νά είσαι. Γιά νά μην σου μείνει καμιά απορία καί γιά νά διώξεις τούς λογισμούς του πονηρού πού σέ ταλανίζουν άπό χθές εμφυτεύοντας διάχυτα τό φόβο θά σού πώ έξομολογητικά τό πώς μέ πληροφόρησε ή Παναγιά μας. Λίγο πρίν έρθεις καθώς εργαζόμουν στό ξυλουργείο άκουσα τόν δεσπότη νά σέ προστάζει νά έρθεις νά μέ προσκαλέσεις.
 Κίνησα τότε νά μεταβώ στό κελάκι μου νά σουλουπωθώ λίγο άφήνοντας τό έργόχειρό μου. Τότε όμως άκουσα τή γλυκιά φωνή τής Παναγιάς μας πού μέ πληροφορούσε πώς ό δεσπότης θά έμενε άλλες τριάντα ήμέρες. Σύνδεσα τήν πληροφορία μέ τή συνέχιση του εργόχειρου καί τήν προσευχή κι άποφάσισα νά έπισκεφθώ σήμερα τόν δεσπότη.
-Δηλαδή δέν είχες πληροφορία γιά τό άτύχημα;

-Όχι βρέ εύλογημένε. Τί λές άν είχα τέτοια πληροφορία δέν θά ενημέρωνα τό σεβασμιώτατο; Τί σόι χριστιανός θά λεγόμουν τότε;
Ό διάκος χαμογέλασε. Άλλά καί πάλι δέν ικανοποιήθηκε πλήρως.
-Έχεις πολλά νά μάθεις άκόμη, διάκο. Ένα όμως νά ξέρεις στήν ιερατική πορεία σου. 'Ο Θεός δέν ανακαλύπτεται άλλά άποκαλύπτεται στόν άνθρωπο μόνο διά της ταπεινώσεως. Χωρίς ταπείνωση κανένας δέν προσεγγίζει τό Θεό. Ταπείνωση, ταπείνωση, ταπείνωση! Αυτή είναι ή συνταγή πού ανοίγει διάπλατα τήν πόρτα του ουρανού. Ταπείνωση, ταπείνωση, ταπείνωση! 

Χωρίς αυτή ό άνθρωπος είναι μηδενικό ένώ όταν πορεύεται μαζί της γίνεται μικρός θεός κατά τή σοφή ρήση του προφητάνακτος Δαυίδ. Άντε τώρα έλα νά μέ βοηθήσεις νά μεταφέρουμε αυτές τίς πέτρες.
Διάκε, είπε ό παπά Βασίλης

«Νά σκέπτεσαι τό θάνατο επτά φορές τήν ώρα
Υπήρχαν κι άλλοι στή ζωή πού δέν ύπάρχουν τώρα.
Σέ κάθε βήμα πρόσεχε
του Σατανά τό βρόχι
Μήν άδικήσεις ορφανούς,
γυναίκες, χήρες όχι.
Πιστά τούς νόμους φύλαγε
χωρίς καμιά προσθήκη
Τάς έντολάς του Μωυσή,
τή Νέα Διαθήκη.
Τής μέρας τ’ αμαρτήματα καί πρίν ό ήλιος δύσει 

μέ κάθε τρόπο του Θεού νά τάχεις όλα σβήσει».

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

https://proskynitis.blogspot.gr