ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

ΟI ΓΚΟΥΡΟΥ, Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ (2ο ΜΕΡΟΣ)

ΟΙ ΓΚΟΥΡΟΥ, Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ
Συνοπτική παρουσίαση του ομώνυμου βιβλίου του Δ. Φαρασιώτη, από τον Κων/νο Παπαχριστοδούλου, Πρόεδρο του Δ.Σ. της Π.Ε.Γ.
(β' μέρος)

4° Μέρος. Η ζωή μου στην Ινδία

«Κοντά στην κοιλάδα υπήρχαν κτισμένα μια πυραμίδα ύψους 5 μέτρων, ένα μέρος που έκαιγαν συνέχεια φωτιά και άλλα σύμβολα, φτιαγμένα με πέτρες. Ό,τι διάβαζα στα διάφορα αποκρυφιστικά βιβλία ή στα βιβλία λευκής μαγείας και γενικότερα ό,τι πληροφορίες είχα από τον ευρύτερο αυτό χώρο, ό,τι ακούσματα... εδώ ήταν πραγματικότητα!»... Είχα φτάσει στην πηγή, είχα βρει το κέντρο! Όχι πια βιβλία που απλά περιγράφουν αλλά... πράξη, ζωή. Όχι πια θεωρίες αλλά βίωμα». 
Η εμπειρία που βίωσε ο νέος μας όμως, ήταν πολύ διαφορετική απ’ ό,τι περίμενε. Η συνάντηση με το μεγάλο «δάσκαλο», ήταν σχεδόν τραυματική: 
«Όλα πάνω του ήταν περίεργα. Η ίδια του η ύπαρξη ήταν ένα αφύσικο γεγονός. Είχε πρόσωπο, σώμα ανθρώπινο. Όμως η ψυχή του δεν ήταν ανθρώπινη και αυτό δεν  μπορούσε να κρυφτεί. Τα μάτια του είχαν τέτοια ένταση, τέτοια δύναμη, τέτοια ενέργεια, που... όμως φόβιζαν». 
Παρά ταύτα η συνάντηση έγινε. Ο Γκουρού τον δέχεται στο «άσραμ» και αρχίζει έτσι μία νέα περιπέτεια στις πνευματικές αναζητήσεις του νέου. Υπήρχε μιαα δίψα για εμπειρίες. Όλα όμως πλέον περνούσαν και από την «κρησάρα» της Ορθοδοξίας. Ο π. Παΐσιος τον είχε μπολιάσει με πολλά αντισώματα. Έτσι σιγά σιγά άρχισε να αποκαθηλώνεται μέσα του όλο το οικοδόμημα. Οι εμπειρίες ήταν πλέον τραυματικές. Ακόμα και το βλέμμα του Babaji τον πλήγωνε. Τα σημεία και τα τέρατα που ζούσε μέσα στο κοινόβιο ήταν όμως καθημερινά. Εμπειρίες υπερφυσικές, αλλά δαιμονικές. Το χειρότερο όμως ήταν ότι ο Γκουρού λατρεύονταν σαν Θεός. Και μάλιστα όχι μόνο το απολάμβανε αλλά το επέβαλε κιόλας. Ζητούσε να τον προσκυνούν. Όποιον μάλιστα αρνιόνταν τον απέβαλε από το κοινόβιο. Η επίσκεψη τελικά έληξε άδοξα: 
«Ζήτησα να δω το Γκουρού. Καθώς έμπαινα στην αυλή του, έκανα το σταυρό μου και ζήτησα βοήθεια από το Θεό. Δεν ξέρω τι μου έκανε από μακριά αλλά το μυαλό μου δεν λειτουργούσε καλά. Βρέθηκα να προχωρώ προς το μέρος του. Με κοίταξε άγρια... φοβισμένα... και με αηδία.  
-Get out (φύγε)! Τα έχασα ακόμα πιο πολύ. Κοίταξα με απορία. -Get out, στρίγγλισε δυνατότερα...! Έκανα μεταβολή και έφυγα ζαλισμένος». 
Επιστροφή στο Νέο Δελχί. Ο φίλος μας δεν αφήνει και πάλι την ευκαιρία να πάει χαμένη. Επισκέπτεται δύο «άσραμ». Πολύ γνωστών στη Δύση, Γκουρού. Το «άσραμ» του Σρι Αουρομπίντο και το «άσραμ» του Σατυανάντα. Στο τελευταίο θα ζήσει πολύ έντονες εμπειρίες. Ο πρόεδρος του «άσραμ», ένα μικρό παιδί, προσπαθεί να τον «διαβάσει» εσωτερικά: 
«Κάτι άυλο, κάτι νοητικό, μια ενέργεια που προερχόταν από το παιδί είχε πέσει πάνω μου και... έψαχνε το νου μου». 
Στο άσραμ έμεινε αρκετά. Είχε πολλές επαφές με πρόσωπα που το καθένα είχε να πει μια διαφορετική ιστορία για τον εαυτό του. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τη Δύση. Συνάντησε ακόμα και ένα Έλληνα. Όλοι έψαχναν το ίδιο πράγμα. Την αλήθεια. Πίστευαν ότι θα τη βρουν στο ινδουϊστικό μονοπάτι. Χωρίς όμως να το καταλάβουν, ήταν εξαρτημένα άτομα. Πιόνια στα χέρια δαιμονικών δυνάμεων οι οποίες προβάλλονταν μέσα από τους γιόγκι και τους «μεγάλους» Γκουρού. Ο νέος μας παρά τις αρνητικές εμπειρίες και την ανάμνηση του «Όρους», ακόμα δεν είχε χορτάσει την πνευματική του πείνα. Μαθαίνει, ότι ο περίφημος «ενσαρκωμένος θεός» Babaji, θα κατέβει σε μια κοντινή πόλη για να γιορτάσει μαζί με άλλους γιόγκι το ινδουϊστικό πάνθεο. Μετά από μια μικρή περιπέτεια κατάφερε να προσεγγίσει το «μεγάλο δάσκαλο». Αλλά τα ίδια πάλι συναισθήματα: 
«Τι ήταν ακριβώς αυτό που με φόβιζε; Τα παράξενα μάτια του; Η μεγάλη του δύναμη; Μα και ο π. Παΐσιος είχε πολύ μεγάλη δύναμη, και αυτού τα μάτια γίνονταν παράξενα, υπερανθρώπινα, όμως ποτέ δεν φοβήθηκα κοντά του... Το αντίθετο μάλιστα». 
Μεγάλη η πίεση λοιπόν. Ο νέος μας βρισκόταν ανάμεσα σε δύο παραδόσεις και πάλευε. Ήταν για πολύ καιρό όμως στην Ινδία και το περιβάλλον τον επηρέαζε πολύ αρνητικά. Έφτασε στο σημείο του δαιμονισμού όταν μια βραδιά πίστεψε ότι απέκτησε απεριόριστη δύναμη. Δύναμη που μπορούσε να του προσφέρει ό,τι ήθελε.
«Προσπαθούσα να διακρίνω την ποιότητα και την προέλευση των πνευματικών γεγονότων. Και δεν είχα μέτρο, για να κρίνω».
 
5ο Μέρος: Πίσω στην Ελλάδα μετά την Ινδία 

Όπως καταλαβαίνει κανείς, ο νέος μας βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση. Μετά από μια σειρά όμως σκληρών πνευματικών εμπειριών και πνευματικού πολέμου, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα. Η εμπειρία της Ινδίας τού είχε δώσει μια «παράξενη» δύναμη. Όπως λέει ο ίδιος αισθάνονταν... άτρωτος! Με αυτό το αίσθημα υπεροχής θέλησε να επισκεφτεί το Όρος και τον γέροντα Παΐσιο.
«Τι θέλεις εσύ εδώ; Μου 'πε ελεγκτικά. Μου κόπηκαν τα πόδια. Δεν είπα τίποτα. Έσκυψα το κεφάλι και περίμενα μουδιασμένος ή να με διώξει ή να με κρατήσει. Με λυπήθηκε. Μαλάκωσε.
-Καλά πέρνα μια στιγμή να δούμε τι θα κάνουμε τώρα...
-Γέροντα πήγα στην Ινδία... το ξέρετε;
-Βρε Νιόνιο, λες να μην το ξέρω;
-Σας έγραψα ένα γράμμα, ήθελα να το στείλω, αλλά το έχασα.
-Δεν πειράζει εγώ το πήρα.
Καθίσαμε και τα λέγαμε. Ο γέροντας μου είχε ανοίξει πάλι την αγκαλιά του...
-Κάτσε να σού φέρω ένα πιστόλι. Γύρισε και μου έφερε ένα 33άρι κομποσχοίνι.
-Αυτό πετάει πνευματικές σφαίρες και φοβάται ο διάβολος και δεν πλησιάζει...».
 
Την πλέον συγκλονιστική όμως εμπειρία βίωσε ο φίλος μας μια βραδιά στην καλύβα του γέροντα. Όταν ο γέροντας ουσιαστικά πρόσταξε να βγει από μέσα του το πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα που τον είχε καταλάβει. Το δαιμόνιο που ο ίδιος ο νέος του είχε δώσει το δικαίωμα να εισβάλει μέσα του και να τον κυριεύσει. Τρεις φορές ο γέροντας φώναξε:
«Πνεύμα ακάθαρτο, βγες από το πλάσμα τούτο».
Το πνεύμα υπάκουσε και ο νέος μας απελευθερώθηκε:
«Ένιωσα κάτι να βγαίνει από μέσα, κάτι άυλο να ξεχωρίζει και να ξεκολλάει από μένα. Ένοιωθα να ελευθερώνεται το μυαλό και η ψυχή μου από την έντονη επίδραση κάποιου πνεύματος».
 
Η εμπειρία ήταν συγκλονιστική. Ο γέροντας Παΐσιος έδειξε ότι έχει μεγάλη δύναμη. Υποτάσσει τα πνεύματα και λυτρώνει. 
Ανακουφίζει ουσιαστικά τον μέχρι πρότινος, ταλαίπωρο νέο και του χαρίζει χαρά και γαλήνη. Είναι συγκλονιστικά τα λόγια που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να περιγράψει αυτό που αισθάνεται καθώς και την ευλογημένη επίδραση του γέροντα πάνω του: 
«Απαλά-απαλά, σιγά-σιγά, ολοένα και πιο έντονα ένοιωθα την ευλογία του γέροντα να με σκεπάζει. Μια δύναμη, μια ενέργεια ξεχυνόταν πάνω μου άφθονη, γλυκιά, παντοδύναμη. Ζωοφόρα. Πότιζε την ψυχή μου αλλά και το σώμα μου. Τα κόκαλά μου ρουφούσαν σαν σφουγγάρι αυτή την ενέργεια. Κάποιος μού χάριζε ζωή». 
Στο μυαλό, την ψυχή και το σώμα του νέου, είχε επέλθει πλέον η «καλή αλλοίωση». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο πονηρός σταμάτησε να τον πειράζει. Σε κάθε ευκαιρία και επειδή έβλεπε ότι αυτός που πριν λίγο καιρό ήταν υποχείριό του τώρα αντιστέκεται, προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να τον πειράζει και να σκοτίζει το νου του. Να του δημιουργεί σωματικό πόνο και διάσπαση της προσοχής του από την προσευχή. Κάθε φορά όμως η καταφυγή του ήταν ο γέροντας Παΐσιος, ο οποίος δεν έπαυε να χαριτώνει και περισώζει το «απολωλός πρόβατο».
Πάντα με απέραντη αγάπη και υπομονή. Μέσα στο μεγάλο ταξίδι του, ο φίλος μας συνάντησε και τον γέροντα Πορφύριο. Όταν αυτός για κάποιο χρονικό διάστημα είχε ανεβεί και ασκητέψει στο Άγιο Όρος. Τον συναντά και παρόλη την ασθένειά του, ο γέρων Πορφύριος του μεταδίδει, αγάπη και χάρη. Μίλησαν για το ταξίδι στην Ινδία και τις περιπέτειές του. Ο γέροντας έδωσε τις πνευματικές του συμβουλές: 
«Θα προσεύχομαι για σένα και έλα να με ξαναδείς», του απαντά. «Όταν τον ξαναείδα μετά από μερικές μέρες, με ρώτησε.
-Ήμουν μαζί σου όλες αυτές τις μέρες, το καταλάβαινες»;
Ο νέος μας μπορεί να βρισκόταν πάντα στο δρόμο της αναζήτησης, μπορεί να έπεφτε σε πλάνες, ακόμα και στην αγκαλιά του πονηρού, ο Θεός όμως πάντοτε έβρισκε τον τρόπο να τον ελευθερώνει. Χρησιμοποιούσε πάντα τους χαρισματικούς γέροντες ως όργανα της Θείας Χάριτος. Άλλωστε, όπως λέει η Γραφή, «ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, νπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. Ε' 20).
Η ιστορία μας φτάνει σχεδόν στο τέλος της. Ο νέος, με βάση τις περιγραφές του δεν φαίνεται να ξαναγυρίζει στην πλάνη. Οι γέροντες έκανα καλά τη δουλειά τους. Ο π. Παΐσιος κατάφερε να ξεριζώσει από μέσα του κάθε αμφιβολία για το ποια είναι η πραγματική, η μοναδική και απόλυτη Αλήθεια, και ο νέος, εκτός από το να μας περιγράψει την περιπέτεια της ζωής του, ως μαρτυρία και ως αποκάλυψη, θεωρεί υποχρέωσή του να δώσει στο βιβλίο του «απολογητική» πλέον διάσταση. Προσπαθεί με επίσης γλαφυρό και ουσιαστικό τρόπο, να δώσει στον αναγνώστη την αληθινή διάσταση της πλάνης, συγκρίνοντάς την με την αλήθεια της Εκκλησίας. Έτσι, ως εγκρατής θεολόγος πλέον, παραθέτει, με εξαιρετική επιτυχία, την αντίθεση μεταξύ: Διαλογισμού-«μάντρα» και Προσευχής· μετενσάρκωσης και Ανάστασης· Εκκλησιαστικού Μυστηρίου και μαγικής πράξης· γκουρού και Γέροντα· Χριστιανικής και ινδουϊστικής πνευματικότητας.
Αποδεικνύει περίτρανα μια πολύ βασική αρχή: Όταν γνωρίζει και βιώνει κανείς την Ορθόδοξη πίστη αληθινά, δεν μπορεί να πλανηθεί. Έτσι το τελευταίο μέρος του βιβλίου το επιγράφει πολύ ευρηματικά και έξυπνα:

6ο Μέρος: Σκέφτομαι... Άρα υπάρχω

Σ' αυτό, αποκαθηλώνει ουσιαστικά και τυπικά, με πολλά και αξιόλογα επιχειρήματα, ολόκληρο το οικοδόμημα του ινδουιστικού πανθέου. Αποδεικνύει ότι η Γιόγκα όχι μόνο δεν έχει καμιά σχέση με την επιστήμη, όχι μόνο δεν προκαλεί ευεξία και γαλήνη, αλλά αντίθετα μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στην υγεία.
Απομυθοποιείται τέλος, το πάνθεον του ινδουισμού. Ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στην Ινδία ο λαός λατρεύει είδωλα. «Είδωλα χειρών ανθρώπων». Πρόκειται για πλήθος μερικών χιλιάδων θεοτήτων, ζωόμορφων ή ανθρωπόμορφων, που περιπλέκονται μέσα σε ένα απύθμενο μυθολογικό καζάνι. Ατέλειωτες ιστορίες και μύθοι περιβάλλουν τις χιλιάδες θεότητες. Το αποτέλεσμα είναι η πλήρης σύγχυση, στην καλύτερη περίπτωση και ο «δαιμονισμός» στη χειρότερη.
Αποδεικνύει επίσης ότι η διδασκαλία του κάρμα αποτελεί την πλέον αριστοτεχνική μέθοδο υποδούλωσης των ανθρώπων. Αφού κανείς παραμένει έρμαιο στις πράξεις της δήθεν προηγούμενης ζωής του, δεν έχει καμιά δυνατότητα να εξελιχθεί κοινωνικά και πολιτιστικά, ακόμα και στο επίπεδο της σκέψης.
Το βιβλίο δίνει ακόμα, πολλές πληροφορίες για τον κόσμο της απάτης γενικά, των αιρέσεων και της παραθρησκείας. Αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, ένα θησαυρό γνώσης, μέσω του οποίου, καθοδηγείται ο αναγνώστης στην ορθή πίστη της Εκκλησίας. Κι αυτό γιατί το βιβλίο γέμει χριστιανικών διδασκαλιών, γραφικών χωρίων, πατερικών κειμένων, εμπειριών από γέροντες και χαρισματούχους εντός του χώρου της Εκκλησίας. Αυτό που κάνει το βιβλίο αυτό μοναδικό και πολύ συναρπαστικό είναι η άμεση αντιπαράθεση Εκκλησίας και παραθρησκείας. Από τη μία, η αλήθεια και μάλιστα εμπειρική και από την άλλη, η πλάνη και οι μεθοδίες του διαβόλου, δοσμένες πάλι από την εμπειρία του ίδιου προσώπου.
Αντί άλλου επιλόγου, θεωρούμε ότι πρέπει να τελειώσουμε με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, του Διονύση Φαρασιώτη, αφού σημειώσουμε, ότι για ευνόητους λόγους, δεν πρόκειται για το πραγματικό του όνομα.
«Ας αποφασίσουμε ταπεινά να συμμορφώσουμε τις ψυχές μας, τις ζωές μας, όπως οι Άγιοι μας υποδεικνύουν, και ας επικαλεσθούμε τις ευχές τους, ώστε ο καθένας μας προσωπικά ν' αποχτήσει εμπειρία Θεού εν Αγίω Πνεύματι. Τότε όλα θα μπουν στη θέση τους. Θα ξεχωρίσουμε την αλήθεια από το ψέμα, την πραγματικότητα από τη φαντασία, το φως από το σκοτάδι που παρουσιάζεται σαν φως.
Ας ακολουθήσουμε τα ίχνη του γέροντα, που μας οδηγούν στη βαθύτερη γνώση και αγάπη του Ιησού, γιατί δεν υπάρχει τίποτα σπουδαιότερο, αναγκαιότερο, υψηλότερο σ' αυτόν τον κόσμο, από τη γνώση και αγάπη του αληθινού Θεού, που οδηγεί στην αιώνια ζωή.
Γιατί αυτό που χάνεται η κερδίζεται στο τέλος κάθε ανθρώπινης πορείας δεν είναι τίποτα λιγότερο από την αιώνια ζωή. Αμήν».


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2012, ΤΕΥΧΟΣ 67
ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου